Οι ανοιχτές πληγές των Βαλκανίων και το ατελές γεωπολιτικό παζλ της ΝΑ Ευρώπης διαμορφώνουν μία συνθήκη αστάθειας στην περιοχή, η οποία εν πολλοίς μετατρέπεται και πάλι σε πεδίο ανταγωνισμού μεγάλων γεωπολιτικών δυνάμεων και σε μία εστία μίας πιθανής κρίσης, με απρόβλεπτη εξέλιξη και παρενέργειες.

Η πρόσφατη, δραματική επιδείνωση των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Αλβανίας, η επικράτηση των εθνικιστών του VMRO-DPMNE στη Βόρεια Μακεδονία, η μονίμως εύθραυστη ισορροπία στο Κόσοβο και τη Βοσνία, η διαφαινόμενη νέα κυβερνητική κρίση στη Βουλγαρία και η διεκδίκηση ζωνών επιρροής από την κυβέρνηση της Ουγγαρίας και της Ρωσίας συνθέτουν ένα περιβάλλον μεγάλης ρευστότητας, το οποίο δεν φαίνεται να έχει ορατή διέξοδο, ειδικώς σε περίπτωση ενίσχυσης λαϊκιστικών, ακροδεξιών και φιλορωσικών δυνάμεων στις προσεχείς ευρωεκλογές.

Η πρόσφατη έξαρση της εθνικιστικής ρητορικής της πολιτικής ηγεσίας στα Σκόπια, η οποία ωστόσο έχει ισχυρή εκλογική νομιμοποίηση, έδειξε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών μόνο προσωρινά επέδρασε κατευναστικά στα βαθύτερα προβλήματα της περιοχής, τα οποία δεν περιορίζονται στη σχέση με την Ελλάδα, αλλά εκτείνονται και στην παρέμβαση την οποία διεκδικούν διαχρονικά η Αλβανία, η Σερβία και η Βουλγαρία.

Η στροφή στα Σκόπια

Η νέα πρόεδρος της Βορείου Μακεδονίας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα και το κόμμα VMRO του προαλειφόμενου για την πρωθυπουργία Χρίστιαν Μίτσοσκι έλαβαν στις πρόσφατες εκλογές ποσοστά 64,5% και 42%, αντίστοιχα. Αμέσως έδωσαν δείγματα γραφής, αθετώντας τον πυρήνα της Συμφωνίας των Πρεσπών και επαναφέροντας στη ρητορική του «Μακεδονία-σκέτο», αρνούμενοι τη συνταγματική ονομασία της χώρας.

Ηταν μία σχεδόν προδιαγεγραμμένη εξέλιξη, αφού στο πρόσφατο παρελθόν οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις δεν είχαν αποδεχθεί τις συμφωνίες της κυβέρνησης Ζάεφ (Σύμφωνο Φιλίας με τη Βουλγαρία το 2017 και Συμφωνία των Πρεσπών το 2019). Υπό αυτές τις συνθήκες, η Δύση διά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ σπεύδει να διαμηνύσει ότι οι συμφωνίες θα πρέπει να τηρηθούν στο ακέραιο, όμως στην πραγματικότητα παρακολουθεί μάλλον αμήχανα, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ο Χρίστιαν Μίτσοσκι θεωρείται πολιτικός επίγονος των Τσέτνικ της Σερβίας και οπαδός του Βίκτορ Ορμπαν.

Αρνείται  την ίδια στιγμή την ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας, η αναγνώριση της οποίας ωστόσο περιλαμβάνεται στους όρους για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, στοιχείο το οποίο περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, σε συνδυασμό με τις πολιτικές εξελίξεις στη Βουλγαρία.

Οι ανατροπές στη Βουλγαρία

Στη Σόφια κατέρρευσε στα τέλη Μαρτίου η φιλοδυτική κυβέρνηση συνασπισμού των κομμάτων GERB και Συνεχίζουμε την Αλλαγή, διακόπτοντας την ανά εννεάμηνο εναλλαγή στην πρωθυπουργία στελεχών των δύο κομμάτων. Οπως εκτιμούν παράγοντες που γνωρίζουν την περιοχή, η εξέλιξη αυτή μεθοδεύτηκε από τον θεωρούμενο ως πραγματικό ηγέτη του GERB, πρώην πρωθυπουργό Μπόικο Μπορίσοφ.

Αμεση εξέλιξη ήταν ο διορισμός από τον πρόεδρο Ρούμεν Ράντεφ υπηρεσιακής κυβέρνησης για τη διενέργεια των έκτων εθνικών εκλογών στο διάστημα της τελευταίας τριετίας. Προδιαγεγραμμένη, με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας, συνέπεια όλων αυτών θα είναι η καθυστέρηση ένταξης της Βουλγαρίας στη Συνθήκη Σένγκεν, με τις όποιες πολλαπλές παρενέργειες θα έχει αυτό σε πολλά πεδία για την ΕΕ και την περιοχή, ενώ παράλληλα απειλείται με αναβολή η προγραμματισμένη για το 2025 ένταξη της Βουλγαρίας στην ΟΝΕ.

Αυτές οι ανατροπές ισορροπιών και συσχετισμών στα Βαλκάνια, σε συνδυασμό με την ακροβατική τακτική του Εντι Ράμα στην Αλβανία, μεταξύ προνομιακής σχέσης με κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και έντασης με την Ελλάδα και τη διαρκή εκκρεμότητα μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, στην ουσία επαναφέρουν την περιοχή σε μία συνθήκη μεγάλης ρευστότητας.

Η ρωσική παρέμβαση

Με βάση τους προβληματισμούς έμπειρων διπλωματικών αναλυτών, η παράμετρος στην οποία θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι η ρωσική επιρροή στις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αμφισβητούν πλέον εμπράκτως τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό των βαλκανικών κυβερνήσεων, αλλά και η ενδεχόμενη ενίσχυση ακραίων πολιτικών σχηματισμών στην ίδια την ΕΕ στις επικείμενες ευρωεκλογές.

Με δεδομένη τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και τη διαρκή απειλή περιφερειακών αναφλέξεων υπαρκτή, ήδη η νέα αυτή συνθήκη στα Βαλκάνια παρομοιάζεται από στρατηγικούς αναλυτές με την αντίστοιχη της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων. Μπορεί τα γεωπολιτικά δεδομένα να διαφέρουν, όμως οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι ένα στοιχείο δεν έχει αλλάξει. Αυτό είναι ότι η γεωστρατηγική σημασία των Βαλκανίων δεν έχει μεταβληθεί και ότι η περιοχή παραμένει ένα πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, εν προκειμένω Δύσης και Ρωσίας, αλλά και με την προσθήκη της Κίνας, η οποία έχει πραγματοποιήσει μία ιδιόμορφη, επιθετική αλλά και σχεδόν «αθόρυβη» διείσδυση τα τελευταία χρόνια.

Με αυτούς τους όρους και εν αναμονή των όποιων εξελίξεων, η βαλκανική ρευστότητα αναδεικνύεται σε μία από τις παραμέτρους πιθανής αστάθειας στην Ευρώπη και, προφανώς, σε μία απρόσμενη αιτία προβληματισμού (και) για την ελληνική κυβέρνηση.