Διαρκής είναι η κινητικότητα τις τελευταίες εβδομάδες γύρω από την πιθανότητα επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, με τελευταίο ενδεικτικό σταθμό την ολιγόλεπτη συνάντηση που είχαν στο Μπέργκενστοκ της Ελβετίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

Μετά το δεκάλεπτο τετ α τετ των δύο ανδρών, εκείνο που επικοινωνήθηκε ως κατακλείδα ήταν ότι, σε ένα πρώτο επίπεδο, εκφράζεται ικανοποίηση για το ζήτημα της πιθανής επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ενώ έγινε γνωστή και η βούληση του έλληνα πρωθυπουργού να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη σύντομα προκειμένου να συζητήσει ζητήματα που αφορούν την Ομογένεια και το Πατριαρχείο.

Από το πρωθυπουργικό γραφείο επιβεβαιώνεται η επιθυμία του κ. Μητσοτάκη να μεταβεί όσο πιο σύντομα γίνεται στην Κωνσταντινούπολη, όμως ακόμη δεν υπάρχει φιξαρισμένη ημερομηνία στο πρόγραμμά του για την εν λόγω επίσκεψη. Ο λόγος που ο έλληνας πρωθυπουργός θέλει να πραγματοποιήσει σχετικά άμεσα ένα ταξίδι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αναμφίβολα σχετίζεται με τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το ευνοϊκό μομέντουμ που μοιάζει να διαμορφώνεται από πλευράς Αγκυρας γύρω από το συγκεκριμένο αίτημα της Ελλάδας, το οποίο έχει τεθεί πολλάκις μέσω και διεθνών πιέσεων από Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ενωση.

Σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 41 της Συνθήκης της Λωζάννης, η Σχολή της Χάλκης αποτελεί μειονοτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα με βακουφικό χαρακτήρα ως επαγγελματική σχολή και έτσι λειτούργησε από το 1923 ως το 1971, όταν το τουρκικό κράτος αποφάσισε να την κλείσει

Οι δηλώσεις Τεκίν

Τόσο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης καλωσόρισαν με δημόσιες παρεμβάσεις τους τις πρόσφατες δηλώσεις του τούρκου υπουργού Παιδείας Γιουσούφ Τεκίν, οι οποίες έκαναν τον γύρο των τουρκικών μέσων ενημέρωσης και είχαν ως επίκεντρο την πιθανή επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

«Είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά έχουμε κινητικότητα για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης – δεν είχαμε τόσο καιρό –, ένα θέμα το οποίο θέταμε. Το σημειώνω, δεν ξέρω πού θα καταλήξει, αλλά για πρώτη φορά βλέπω μια πιο θετική αντίδραση από πλευράς Τουρκίας» τόνισε προ ημερών ο κ. Μητσοτάκης, προσθέτοντας, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, πως η ελληνική εξωτερική πολιτική «εξακολουθεί να είναι μια πολιτική αυτοπεποίθησης, με καλή διάθεση συνεργασίας με την Τουρκία, αλλά χωρίς καμία δόση αφέλειας». Από την πλευρά του, ο Γιώργος Γεραπετρίτης αναγνώρισε ότι από το μέτωπο της Τουρκίας τον τελευταίο καιρό «υπάρχουν και θετικές ειδήσεις». Οπως ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά, «η μία είναι η συζήτηση που έχει ανοίξει σε σχέση με τη Θεολογική Σχολή στη Χάλκη, ένα ζήτημα εμβληματικού χαρακτήρα».

Τα θετικά σχόλια από πλευράς Αθήνας πυροδότησαν οι αλλεπάλληλες δημόσιες αναφορές του κ. Τεκίν στο ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Συγκεκριμένα, έπειτα από μια επιτόπια επίσκεψη που πραγματοποίησε ο ίδιος περί τα τέλη Μαΐου, κατ’ εντολήν Ερντογάν, προκειμένου να ενημερωθεί για τα υπό εξέλιξη έργα του κτιριακού συγκροτήματος. Στη συνέχεια, εντός του Ιουνίου, δήλωσε πως ο ίδιος προσωπικά θα ήθελε να δει τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ανοιχτή, υπογραμμίζοντας βέβαια ότι αυτό δεν εξαρτάται από εκείνον, αλλά ότι, εφόσον προέκυπτε, θα ήταν απόφαση του τούρκου προέδρου και του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, κάνοντας και μια αναφορά αξιοσημείωτη στο «δημοκρατικό υπόβαθρο» που θα αντικατόπτριζε μια τέτοια εξέλιξη καθώς επίσης και στη θέση της χώρας «σχετικά με την εφαρμογή της κοσμικότητας».

Μερικά 24ωρα πριν από τη σύνοδο στην Ελβετία το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο κ. Τεκίν επανήλθε για να δηλώσει δημόσια πως «η Θεολογική Σχολή είναι πολιτικό θέμα», για το οποίο δεν μπορεί να αποφασίσει εκείνος, ενώ επέλεξε να εκφράσει και πάλι την προσωπική του άποψη για το ζήτημα λέγοντας ότι πιστεύει πως «αυτό είναι σημαντικό για τη διεθνή ισχύ της Τουρκίας» και πως «είναι σωστό από άποψη των αρχών της δημοκρατίας και της κοσμικότητας».

Η τακτική της Αγκυρας

Ακαδημαϊκοί και διπλωμάτες που γνωρίζουν καλά την ιστορία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης επισημαίνουν, πάντως, πως ακόμη και αν επιτευχθεί η επαναλειτουργία της, δεν θα πρέπει να λογίζεται ως επιτυχία στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά ως μια νίκη του Πατριαρχείου, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως η Αγκυρα συνηθίζει να παρουσιάζει στους συνομιλητές της υποχρεώσεις της που οφείλει να τηρήσει ως παραχωρήσεις με σκοπό να θέσει στη συνέχεια νέα αιτήματα.