Η επιτυχημένη επίσκεψη Ερντογάν και η υπογραφή Διακήρυξης Φιλίας και Καλής Γειτονίας μεταξύ των δύο χωρών δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν όσους πιστεύουν ότι η εθνικιστική και επιθετική προσέγγιση της Τουρκίας στην πολιτική έχει απήχηση και στο κοινό.
Την αιτιολογία της πεποίθησης αυτής έρχεται να διερευνήσει η έρευνα που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Yale και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με αντικείμενο την εξέταση των αιτίων της επιθετικής έως πολεμικής (hawkish) ή αντίθετα της ειρηνιστικής-διπλωματικής (dovish) θέσης και στάσης που υιοθετούν οι Ελληνες και οι Ελληνίδες όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίων και πειραμάτων από τον Δεκέμβριο 2021 έως τον Απρίλιο 2023, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από υψηλή ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.
Tην έρευνα διεξήγαγαν ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Yale και κύριος ερευνητής Εξωτερικού στο ΕΛΙΑΜΕΠ Νικόλας Σαμπάνης και ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Εξωτερικής Πολιτικής του ΕΚΠΑ και επικεφαλής του Προγράμματος Εξωτερικής Πολιτικής & Ασφάλειας του ΕΛΙΑΜΕΠ Παναγιώτης Τσάκωνας.
Τι πιστεύουν για την πλειοψηφία
Σχετικά με το εάν οι Ελληνες και οι Ελληνίδες υποστηρίζουν μια επιθετική στάση απέναντι στην Τουρκία, οι καθηγητές Σαμπάνης και Τσάκωνας απαντούν ότι «αυτό εξαρτάται εν μέρει από την αντίληψή τους (ή ακόμα και βεβαιότητά τους) ότι μεγάλο μέρος των συμπολιτών τους υποστηρίζει μια επιθετική (hawkish) πολιτική.
Με άλλα λόγια, ένα μέρος της κοινής γνώμης υποστηρίζει την υιοθέτηση επιθετικής και δυναμικής στάσης απέναντι στην Τουρκία επειδή πιστεύει ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης θεωρεί και προκρίνει ως ενδεδειγμένη πολιτική την υιοθέτηση μιας επιθετικής, δυναμικής (hawkish) και «πολεμοχαρούς» (belligerent) στάσης απέναντι στην Τουρκία».
Οπως υπογραμμίζουν, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό που φθάνει ακόμα και το 86% των ερωτηθέντων «υπερεκτιμά πόσο πολλοί είναι πραγματικά οι συμπολίτες τους που προτιμούν και προκρίνουν μια δυναμική απάντηση στις προκλήσεις της Τουρκίας». Αυτή η λανθασμένη αντίληψη κάνει πολλούς να μην υποστηρίζουν τη διπλωματία παρά το γεγονός ότι αυτή θα προτιμούσαν, αλλά, αντίθετα, να επιλέγουν και να υποστηρίζουν επιθετικές θέσεις.
Βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις
Μέσω της μεθοδολογικά πρωτότυπης «πειραματικής» έρευνας καταδεικνύεται επίσης ότι οι λανθασμένες αντιλήψεις της κοινής γνώμης συνδέονται με βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις που θεωρούν ότι για τους περισσότερους Ελληνες η επιθετική και δυναμική στάση συνιστά και την ενδεδειγμένη απάντηση σε οτιδήποτε απειλεί την εθνική τους ταυτότητα. Είναι μάλιστα αυτή η – υποτιθέμενη – σχέση μεταξύ «εθνικής ταυτότητας» και επιθετικότητας εκείνη που ασκεί πίεση ώστε «να συμμορφωθεί» ακόμα και εκείνο το μέρος της κοινής γνώμης που θα προτιμούσε και θα υποστήριζε τη διπλωματία ως απάντηση.
Σειρά μετρήσεων κατά τη διάρκεια της έρευνας κατέδειξε ότι οι ερωτηθέντες πιστεύουν πως περίπου το 70% των συμπολιτών τους θα υποστήριζε μια δυναμική/επιθετική στάση απέναντι στην Τουρκία, ενώ στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο και κυμαίνεται από μόλις 17% μέχρι 54% κατά τη διάρκεια της μελέτης, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να εμφανίζονται μετά τις απειλές του τούρκου προέδρου («θα έρθουμε νύχτα»).
Το ενδιαφέρον είναι – σημειώνουν οι Σαμπάνης και Τσάκωνας – ότι «όταν οι λανθασμένες αντιλήψεις της κοινής γνώμης διορθώνονται μέσω της παροχής ακριβούς και τεκμηριωμένης πληροφόρησης όσον αφορά το πραγματικό ποσοστό των Ελλήνων που υποστηρίζουν την υιοθέτηση επιθετικής στάσης απέναντι στην Τουρκία, τότε το ποσοστό εκείνων που υποστηρίζουν την επιλογή της διπλωματίας αυξάνεται».
Προκειμένου να μετρήσει την επιρροή των αντιλήψεων της κοινής γνώμης στη διαμόρφωση των προσωπικών προτιμήσεων των πολιτών για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η Τουρκία, η έρευνα έθεσε ένα τυχαίο δείγμα των συμμετεχόντων σε «πειραματικές συνθήκες» όπου έλαβαν πληροφορίες που αποκλίνουν από τις προηγούμενες πεποιθήσεις τους – με μία συνθήκη να δείχνει ότι η πλειοψηφία υποστηρίζει επιθετική πολιτική (hawkish) και άλλη να δείχνει ότι η πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της διπλωματίας (dovish), ενώ σε μία τρίτη συνθήκη (control group) οι συμμετέχοντες δεν έλαβαν καμία πληροφορία σχετικά με το τι πιστεύει η κοινή γνώμη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τον βαθμό υποστήριξης της πολεμικής αντιμετώπισης της Τουρκίας στον πληθυσμό είναι διάχυτες και, το σπουδαιότερο, ότι όταν αυτές οι λανθασμένες αντιλήψεις διορθώνονται, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει αλλαγή στάσης προς την επιλογή της διπλωματίας.
Κατά συνέπεια, σημειώνουν οι δύο ερευνητές, «εάν δεν υπάρχουν λανθασμένες αντιλήψεις αναφορικά με την πραγματική προτίμηση της πλειοψηφίας προς τη διπλωματία αντί της δυναμικής και επιθετικής αντίδρασης, η τάση κονφορμισμού της κοινής γνώμης μπορεί ακόμα και σε περιόδους υψηλής έντασης να οδηγήσει την αντιπαράθεση σε αποκλιμάκωση».
Η «ντροπή» και η εκλογίκευση
Οσο για το τι εξηγεί αυτά τα αποτελέσματα, η πιο πιθανή εξήγηση είναι το ότι «ο κονφορμιστικός εθνικισμός βασίζεται στη λειτουργία ενός «μηχανισμού ντροπιασμού» (shaming mechanism) που έχει να κάνει με μια ψυχολογική ανάγκη κάθε έλληνα πολίτη να μη διαφοροποιείται από τη στάση που υποθέτει ότι προκρίνει το κοινωνικό σύνολο όσον αφορά την αντιμετώπιση εθνικών απειλών».
Οπως επισήμαναν οι καθηγητές στο «Βήμα», η έρευνά τους «αναδεικνύει επίσης τον κεντρικής σημασίας ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα ΜΜΕ στην εκλογίκευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω της παροχής ακριβούς και τεκμηριωμένης ενημέρωσης σχετικά με τα πραγματικά ποσοστά υποστήριξης της διπλωματίας διορθώνοντας αυτή τη λανθασμένη αντίληψη που οδηγεί πολλούς στο να μην τάσσονται υπέρ της διπλωματίας παρά το ότι αυτό θα προτιμούσαν, με αποτέλεσμα έναν «εθνικισμό από παρεξήγηση»».
Τέλος, όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι Σαμπάνης και Τσάκωνας, «τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν επίσης στην παρούσα ελληνική κυβέρνηση αλλά και σε κάθε κυβέρνηση ότι ακόμα και σε περίοδο υψηλής έντασης με την Τουρκία μπορεί να επιλέξει μια πολιτική χαμηλών τόνων και διπλωματίας χωρίς να κινδυνεύει να «πληρώσει» την επιλογή της αυτή ως υποχωρητικότητα».