Καθώς οι ευρωπαίοι ηγέτες συναντιόνταν στις Βρυξέλλες προκειμένου να εξετάσουν την επόμενη μέρα της Ουκρανίας αλλά και να συντονίσουν το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας, η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου προκάλεσε αιφνιδιασμό.

Η ευρωπαϊκή ηγεσία αντέδρασε καταδικάζοντας την εξέλιξη και προειδοποιώντας για το κράτος δικαίου στην Τουρκία, αν και όχι με την αναμενόμενη ένταση. Είναι τυχαία η χρονική στιγμή; Ο αναλυτής Βασίλης Ντούσας από το German Marshall Fund στις Βρυξέλλες απαντά παράδοξα ότι η κίνηση Ερντογάν «συνιστά έκπληξη, αλλά θα έλεγε κανείς ότι δεν μας εκπλήσσει κιόλας». «Από τη μια πλευρά, η σύλληψη του Ιμάμογλου είναι μια σαφής ένδειξη δημοκρατικής οπισθοδρόμησης, αλλά η χρονική στιγμή δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τις εξελίξεις στο γενικότερο γεωπολιτικό περιβάλλον. Προφανώς για να επιλεγεί η παρούσα συγκυρία, η τουρκική ηγεσία θεώρησε ότι το όφελος είναι μεγαλύτερο από το κόστος» δήλωσε στο «Βήμα».

Στη Σύνοδο Κορυφής το ζήτημα του Ιμάμογλου δεν συζητήθηκε. Διπλωματικές πηγές ανέφεραν στο «Β» ότι η «»Ρωσομανία» που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στις Βρυξέλλες, λόγω του Ουκρανικού, επισκιάζει τα πάντα».

Aλλοι διπλωμάτες εστίασαν στο γεγονός ότι η πολιτική συγκυρία δεν δίνει περιθώριο στην Ευρώπη να σηκώσει το γάντι στον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και αυτό λόγω της πίεσης για την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης αλλά και της δημοσίως εκφρασμένης τουρκικής βούλησης για συμμετοχή στην ευρωπαϊκή αμυντική χρηματοδότηση.

Η ευρωπαϊκή άμυνα και ο ρόλος της Τουρκίας

Η «Λευκή Βίβλος» για την Ευρωπαϊκή Aμυνα, η οποία παρουσιάστηκε από την Κομισιόν και συζητήθηκε στη Σύνοδο, στοχεύει να αυξήσει την αυτονομία της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και να μειώσει τη στρατηγική εξάρτηση από τρίτες χώρες. Η κατάσταση, σύμφωνα με την αναλύτρια θεμάτων άμυνας από το κεντροδεξιό think tank Martens Center, Ιονέλα Σιολάν, έχει ως εξής: Το 78% των αγορών όπλων των χωρών της ΕΕ σήμερα προέρχεται από χώρες εκτός ΕΕ ενώ το 63% αυτών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Αυτό είναι προβληματικό» δηλώνει.

Ωστόσο, χώρες-εταίροι, «ομοϊδεάτες» όπως αναφέρει το κείμενο και συγκεκριμένα το άρθρο 17, μπορούν να συμμετέχουν σε κοινές πρωτοβουλίες προμηθειών (σύνολο 150 δισ. ευρώ δάνεια), υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υπογράψει σύμφωνο ασφάλειας και άμυνας με την ΕΕ.

Ειδικότερα, κάνει λόγο για τις «υπό ένταξη χώρες, υποψήφιες χώρες εκτός της Ουκρανίας και πιθανές υποψήφιες χώρες, και άλλες τρίτες χώρες με τις οποίες η Ενωση έχει συνάψει εταιρική σχέση ασφάλειας και άμυνας (NBI)». Προκειμένου να συναφθεί αμυντική συμφωνία με την ΕΕ χρειάζεται ομοφωνία των «27», συνεπώς η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν ισχυρό διαπραγματευτικό βάρος σε δυνητικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία.

Ωστόσο, από το κείμενο δεν προκύπτει ρητά και με σαφήνεια εάν οι υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες, όπως η Τουρκία, θα χρειαστούν αμυντική συμφωνία με την Ευρώπη προκειμένου να ενταχθούν στις κοινές αμυντικές προμήθειες. Σε σχετική ερώτηση του «Β», η Κομισιόν δεν παρέσχε διευκρινίσεις.

 Η «Λευκή Βίβλος» συνιστά πρόταση κανονισμού της Κομισιόν και θα τεθεί προς διαπραγμάτευση με τα κράτη-μέλη. Εκεί, σίγουρα θα υπάρξουν διευκρινίσεις, αλλά και πολιτικές πιέσεις από όλες τις πλευρές. Το ζήτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις παράλληλες συζητήσεις για αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, και εδώ η Τουρκία θα παίξει σκληρό πόκερ προφανώς διεκδικώντας ανταλλάγματα.

«Δεν φοβάται τα φέρετρα»

Η Τουρκία «δεν φοβάται τα φέρετρα», δηλώνει παραστατικά ευρωπαίος διπλωμάτης. Ο ίδιος εξηγούσε ότι η τουρκική κυβέρνηση μπορεί να δικαιολογήσει πολιτικά την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία πολύ πιο εύκολα από ό,τι πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συνεπώς πολλοί Ευρωπαίοι βλέπουν θετικά τη συμβολή της Τουρκίας.

Στην αυξανόμενη τάση προσέγγισης με την Τουρκία εντάσσονται χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία, αλλά κυρίως οι χώρες της Βαλτικής που πιέζουν για συνεργασία με την τουρκική αμυντική βιομηχανία. «Ο τουρκικός εξοπλισμός έχει τεσταριστεί όλα αυτά τα χρόνια στο πεδίο, όπως στην Ουκρανία και στο Αζερμπαϊτζάν, ενώ και η φθηνότερη τιμή του παίζει κάποιον ρόλο» εξηγούν διπλωματικές πηγές.

Μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έχουν πυκνώσει οι φωνές που ζητούν το λεγόμενο «rapprochement» (επαναπροσέγγιση) με την Τουρκία. Στην τάση προσέγγισης της Τουρκίας εντάσσονται και οι πρόσφατες επισκέψεις της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αλλά και του κεντροδεξιού πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ – η χώρα του οποίου έχει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ – στις οποίες υπογράμμισαν τη μεγάλη σημασία της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.

Οπως σχολιάζει ο Βασίλης Ντούσας, η Ευρώπη έχει μάθει το μάθημά της ότι θα πρέπει να σχεδιάζει μακροπρόθεσμες πολιτικές. «Οι σημαντικές αποφάσεις που θα ληφθούν σε επίπεδο άμυνας, εφόσον είναι τόσο υπαρξιακές για την Ευρώπη, θα πρέπει να στηρίζονται σε μια πιο μακροπρόθεσμη λογική» σχολιάζει.

Οι συζητήσεις για τη Λευκή Βίβλο δεν θα είναι εύκολες καθώς εμπλέκονται πολλοί παράγοντες.

Κατά τη Σιολάν, μια πρόκληση είναι αμιγώς πολιτική, καθώς για να πειστούν οι ευρωπαίοι πολίτες ότι η ΕΕ και τα κράτη της ΕΕ απαιτείται να επενδύσουν περισσότερο από το ΑΕΠ τους σε εξοπλισμούς πρέπει να υπάρχουν και οικονομικά οφέλη. «Οταν αναπτυχθεί η κοινή αγορά εξοπλισμών, αυτό θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τα κράτη-μέλη, διότι δημιουργούνται θέσεις εργασίας» παρατηρεί.

Προσθέτει, όμως, ότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική, έως το 2030 τουλάχιστον το 50% του προϋπολογισμού προμηθειών των κρατών-μελών (60% έως το 2035) θα πρέπει να διατίθεται σε προμηθευτές/εταιρείες όπλων της ΕΕ και ότι τουλάχιστον το 40% του αμυντικού εξοπλισμού θα πρέπει να προμηθεύεται από κοινού.

Η ανάπτυξη αγοράς εξοπλισμών

Ενα άλλο μεγάλο θέμα είναι η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς εξοπλισμών, η οποία προς το παρόν είναι κατακερματισμένη με υψηλό εσωτερικό ανταγωνισμό.

«Επί του παρόντος, κάθε κράτος έχει ρήτρες που δίνουν προτεραιότητα και προστατεύουν τις δικές του εταιρείες εξοπλισμών. Το βασικό πλεονέκτημα που απολαμβάνουν οι ΗΠΑ έναντι της ΕΕ στις προμήθειες όπλων είναι η κοινή αγορά προϊόντων όπλων. Χάρη σε αυτή την κοινή αγορά, οι ΗΠΑ στηρίζονται σε λίγο περισσότερα από 30 συστήματα, ενώ στην ΕΕ, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών-μελών, υπάρχουν περισσότερα από 170 συστήματα» υπογραμμίζει η Σιολάν. Αυτό, εξηγεί, οδηγεί σε παραγωγή μικρότερης κλίμακας στην ΕΕ, σε υψηλότερο κόστος παραγωγής ανά μονάδα και σε σπατάλη διαθέσιμων οικονομικών πόρων για έρευνα και ανάπτυξη.

«Εάν λύσουμε το πρόβλημα κατακερματισμού της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να εξοικονομήσει 18-57 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως» σημειώνει.

Επίσης, εκτιμά ότι βραχυπρόθεσμα οι ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται να έχουν την τάση να αγοράζουν «έτοιμες λύσεις», μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιέζει τα κράτη-μέλη να δώσουν προτεραιότητα στα προϊόντα ευρωπαϊκής παραγωγής. «Αυτή η προσέγγιση στοχεύει και στη δημιουργία σημαντικών οικονομικών οφελών για τους ευρωπαίους πολίτες. Προωθεί μια ευρύτερη κατανόηση ότι η επένδυση στην άμυνα δεν αφορά μόνο την ασφάλεια, αλλά και τη δημιουργία οικονομικών ευκαιριών» επισημαίνει.