«Στεναχώρια; Μα τι λέτε; Να ουρλιάζω ήθελα αυτές τις ημέρες. Να συναντηθούμε όλοι μαζί ήθελα και να βγάλουμε μια κραυγή. Μια κραυγή, χωρίς βία. Να φωνάξουμε, μήπως και βρούμε κάπου μια κάποια γαλήνη». Η Ελένη Ουζουνίδου είναι χειμαρρώδης όταν μιλάει. Βρεθήκαμε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου για να συζητήσουμε για το αγαπητό στο ελληνικό κοινό έργο του Γουίλι Ράσελ «Σίρλεϊ», το οποίο συναντά σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου, όμως η θλιβερή επικαιρότητα που ζούμε μοιάζει να σκεπάζει τα πάντα. «Ξέρετε πόσα χρόνια αισθάνομαι ότι σε αυτή τη χώρα ζω από τύχη;» ρωτάει. «Γιατί τα πάντα μοιάζουν παράλογα. Οι δρόμοι είναι παράλογοι, ο τρόπος που οδηγούν οι άνθρωποι είναι παράλογος, όλοι είναι εκνευρισμένοι, θυμωμένοι. Εγώ σε αυτό το μοιραίο τρένο που πήγαινε Θεσσαλονίκη είχα μπει πάνω από 100 φορές. Και ξέρετε, το χειρότερο είναι ότι κάπως τα φανταζόμασταν όλα αυτά, τα κουβεντιάζαμε. Αλλά αν βγεις και πεις κάτι δημόσια σε θεωρούν γραφικό».

Η συνάντηση με τη Σίρλεϊ

Παίρνει μια μικρή ανάσα. «Θα σας φανεί εντελώς περίεργο, αλλά την παράλογη πραγματικότητα που ζούμε καθημερινά τη συνδέω με έναν τρόπο με τον ρόλο που παίζω» λέει. «Τι θέλω να πω; Ερμηνεύω τη Σίρλεϊ Βαλεντάιν. Εγώ δεν είμαι ούτε μητέρα ούτε καταπιεσμένη σύζυγος, όπως εκείνη. Αντίθετα, θα έλεγα ότι είμαι μια ευτυχισμένη σύζυγος, γιατί ο άνδρας μου μού δίνει φτερά. Από πού να αντλήσω λοιπόν για να ερμηνεύσω μία γυναίκα που έφτασε στα 50 της και έζησε μια ζωή που δεν ήθελε; Και όμως, έχω να αντλήσω από πολλά τελικά: από την παράλογη πραγματικότητα που με περιβάλλει, από όλα αυτά που περιόρισαν και εμένα. Σε αυτό το σημείο εγώ συναντώ τη Σίρλεϊ. Σε λίγο γίνομαι 49 και ενώ πράγματι ακολούθησα μία τέχνη που αγαπώ, τελικά αναρωτιέμαι «έκανα όσα ήθελα; Εζησα μία ωραία ζωή;». «Μάλλον όχι» είναι η απάντηση».

Ποιος την εμπόδισε λοιπόν; «Θα σας πω το πιο απλό. Δουλεύω 16 ώρες την ημέρα, σε δύο σίριαλ και κάνω και θέατρο και το μόνο που έχω καταφέρει είναι να μη χρωστάω. Ενα ταξίδι δεν μπορώ να πάω. Και αυτό είναι το πιο ανώδυνο. Γιατί ζούμε στη χώρα που τελειώνεις μία δραματική σχολή και θεωρείσαι απόφοιτος Λυκείου. Σε μία χώρα που δεν σε αφήνει να ζήσεις μια τρανή ζωή, αλλά αντίθετα σε συρρικνώνει. Και δεν φταίει φυσικά η Ελλάδα, αλλά αυτοί που την κυβερνούν και την κυβέρνησαν».

Ζητούμενο η επανάσταση

Η ηρωίδα της λοιπόν. Η Σίρλεϊ Βαλεντάιν, αυτή η μεσήλικη Αγγλίδα που ένα ταξίδι στην Ελλάδα με μία φίλη της θα γίνει η αφορμή για να βάλει τέλος στον συμβατικό γάμο της, να μην επιστρέψει στη μίζερη κουζίνα της και στα τηγανητά αβγά της και να αναλογιστεί εκεί στην άκρη της ακροθαλασσιάς με γλυκόπικρο χιούμορ τη ζωή που δεν έζησε, αλλά και τη ζωή που θέλει να ζήσει από εδώ και πέρα.

«Υπάρχουν πολλές Σίρλεϊ εκεί έξω;» τη ρωτώ. «Νομίζω πως ναι» απαντά η Ελένη Ουζουνίδου. «Εγώ υπήρξα τυχερή. Με μεγάλωσαν γονείς που με έκαναν να αισθάνομαι ίση με τον αδελφό μου. Δεν ένιωσα ποτέ ότι ανήκω στο ασθενές φύλο ή ότι είμαι κατώτερη, ίσως μόνο καμιά φορά στη δουλειά, στις αμοιβές. Ασχετα με εμένα πάντως υπάρχουν πολλές Σίρλεϊ εκεί έξω. Και αντί να μειώνονται όσο περνά ο καιρός, πληθαίνουν. Αισθάνομαι ότι μας έπνιξε τα τελευταία χρόνια ένα κύμα νεοσυντηρητισμού και αρχίζουν επικίνδυνα πρότυπα να προβάλλονται: ότι η γυναίκα δηλαδή πρέπει να μένει σπίτι, να μεγαλώνει τα παιδιά. Να είναι βέβαια και ταυτόχρονα πολύ όμορφη και πλαστική και υπέροχη και φανταστική…».

Την ηρωίδα της τη θαυμάζει λοιπόν. «Ναι, γιατί κάνει την επανάστασή της και παραμένει πίστη σε αυτήν. Θέλω και εγώ να κάνω μια επανάσταση. Δεν ξέρω βέβαια ακριβώς τι είδους. Αλλά αν δεν την κάνω με όλα αυτά που ζούμε θα αρρωστήσω» λέει.

Η πορεία της στην τέχνη

Μεγάλωσε στην Κομοτηνή. Το κορίτσι που ήταν μαθηματικό ταλέντο και ήθελε να γίνει αστροφυσικός αγάπησε το θέατρο για να εξελιχθεί σε μία σπάνια ηθοποιό ευρείας γκάμας που μπορεί να κινηθεί από την κωμωδία μέχρι το δράμα με απίστευτη άνεση, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι γέλιο και δάκρυ είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μάνα, ενοχική, ανεύθυνη και τραγική λοιπόν στον πολυσυζητημένο «Αρίστο» του Γιώργου Παπαγεωργίου και όμως έφτανε μία κίνησή της, να αφήσει δηλαδή κάτω τα μαλλιά της, για να μεταμορφωθεί σε φλογερή και ερωτική αρτίστα στο ίδιο έργο. Ακόμη τρυφερή ψιλικατζού που ονειρεύεται ένα παιδί στην ομώνυμη παράσταση του Δημήτρη Καρατζιά και φυσικά αξεπέραστη Σταματία του γένους Αργυροπούλου, ως νευρωτική γεροντοκόρη πρέσβειρα του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου σε μία παράσταση που άφησε εποχή πριν λίγα χρόνια.

Η Ελένη Ουζουνίδου αναμφισβήτητα δεν είναι μια ηθοποιός που της χρειάζεται μια Μήδεια ή μια λαίδη Μάκβεθ για να «κεντήσει» επάνω τους, αντίθετα της φτάνει μία καθημερινή γυναίκα για να μεγαλουργήσει, συστήνοντάς μας τελικά εκείνη τα έργα που την έκαναν πρωταγωνίστρια.

Η σχέση με την τηλεόραση

Η ίδια μιλάει με αγάπη για τους ανθρώπους που τη βοήθησαν να εξελιχθεί στο θέατρο: τον Θοδωρή Γκόνη, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Γιάννη Ρήγα, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και φυσικά τον Κώστα Τσιάνο. «Πλάι στον Κώστα Τσιάνο έμαθα θέατρο» λέει. «Είναι ο πρώτος που με έβαλε να αναμετρηθώ με μεγάλα κείμενα. Συνέχεια τον κουβαλάω μέσα μου. Εχει ένα πάθος ανεξάντλητο αυτός ο άνθρωπος. Κάθε φορά που λυγίζω, τον παίρνω τηλέφωνο. Και σήμερα, δηλαδή, θα του τηλεφωνήσω».

Τα τελευταία χρόνια την απολαμβάνουμε και στην τηλεόραση, εφέτος σε δύο σειρές μάλιστα: στα «Νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά, αλλά και στη σειρά «Ποιος Παπαδόπουλος;». «Στην αρχή η τηλεόραση ήταν ταμπού για εμένα» εξομολογείται. «Πλέον δεν είναι και μάλιστα περνάω υπέροχα» προσθέτει.

Αλήθεια, την αναγνωρισιμότητα πλέον στον δρόμο πώς την αντιμετωπίζει; «Εχει πλάκα. Αλλά ξέρετε βγήκα στην τηλεόραση σχετικά μεγάλη. Δεν ήμουν 20 δηλαδή, ήμουν 40. Οπότε λειτουργώ στον δρόμο, όπως πάντα λειτουργούσα. Ναι, είναι ωραίο να ακούς ξαφνικά ένα «αχ εσύ δεν είσαι αυτή που παίζεις εκεί;». Ερχονται χαρούμενοι οι άνθρωποι. Λένε έναν γλυκό λόγο. Τι πιο καλό; Πολύ τυχερή είμαι. Γιατί οι περισσότεροι γύρω μας είναι τόσο εκνευρισμένοι και θυμωμένοι. Και τους καταλαβαίνω. Ετσι πρέπει να είναι και ας τον εκφράζουν τον θυμό τους, αρκεί να μην κάνουν κακό στους άλλους».

«Σίρλεϊ»: Από Παρασκευή έως Κυριακή στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 & Θαρύπου).