Ο Λυκούργος Μπράτης είναι ένας σκληρός Μανιάτης με μπέσα και φιλότιμο. Ακριβοδίκαιος, υπερασπίζεται τους πάντες και τα πάντα. Στον τρίτο κύκλο της επιτυχημένης σειράς του Mega «Η γη της ελιάς», που έκανε πρεμιέρα την Κυριακή (24/09), θα δεχθεί δύο μεγάλα χτυπήματα. «Είμαι πολύ περίεργος να δω πραγματικά πώς θα το αντιμετωπίσει η Βάνα και πώς θα κληθώ να τα αντιμετωπίσω κι εγώ» θα πει ο Γιώργος Παρτσαλάκης μιλώντας στο «Βήμα».

Τρίτη σεζόν για τη «Γη της ελιάς». Περιμένατε ότι η σειρά θα σημειώσει αυτή τη μεγάλη επιτυχία;

«Δεν νομίζω ότι γνωρίζει ποτέ κανείς ποια θα είναι η εξέλιξη μιας δουλειάς. Πάντα πιστεύει ότι θα πάει καλά, γι’ αυτό άλλωστε και συμμετέχει. Βεβαίως, επειδή το κείμενο το γράφει η Βάνα Δημητρίου, με την οποία συνεργάζομαι εδώ και επτά χρόνια, είναι εντυπωσιακό ότι η κάθε δουλειά που υπογράφει κάνει επιτυχία. Πιστεύω πάντα ότι εν αρχή ην ο λόγος, όχι μόνο στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση, γιατί έχει σημασία τι γράφεις, πώς το γράφεις και αν αφορά κάποιον αυτό που γράφεις. Θεωρώ ότι η μεγάλη επιτυχία της σειράς είναι στο σενάριο της Βάνας, γιατί αγγίζει πολλά κοινωνικά θέματα. Είναι θέματα που συμβαίνουν στην κοινωνία, που αφορούν τους ανθρώπους και που τελικά ταυτίζονται. Γιατί όταν ταυτίζεται ο κόσμος τότε έχεις πετύχει. Βεβαίως παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Ο Αντρέας Γεωργίου που σκηνοθετεί και σέβεται το κείμενο της Βάνας και όλοι εμείς οι ηθοποιοί – είναι ένας κι ένας όλοι τους – που πραγματώνουμε το κείμενο. Περνάμε υπέροχα και το βλέπουμε από την αντίδραση του κόσμου. Είναι πραγματικά συγκινητική».

«Πιστεύω πάντα ότι εν αρχή ην ο λόγος, όχι μόνο στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση, γιατί έχει σημασία τι γράφεις, πώς το γράφεις και αν αφορά κάποιον αυτό που γράφεις.»

Πώς σας βρίσκει η νέα σεζόν; Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε για τη συνέχεια της σειράς;

«Ειλικρινά, είναι τρομακτικά δύσκολο αυτό που θα μου συμβεί. Ο Λυκούργος φαίνεται ότι είναι έντιμος, ότι υπερασπίζεται τους πάντες και τα πάντα, και πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να φθαρεί και να εκπέσει αυτός ο ήρωας. Το λέω δημόσια αυτό για να το ακούσει η Βάνα. Βεβαίως υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα: η Χάιδω, την οποία αγαπάει βαθιά, έχει κάνει δύο δολοφονίες και κάποια στιγμή εκείνος θα τις πληροφορηθεί. Μετά θα βρεθεί αντιμέτωπος με το παρελθόν του γαμπρού του. Αυτά θα είναι δύο χτυπήματα για τον Λυκούργο μεγάλα. Είμαι πολύ περίεργος να δω πραγματικά πώς θα το αντιμετωπίσει η Βάνα και πώς θα κληθώ να τα αντιμετωπίσω κι εγώ. Γιατί και εμείς συμπάσχουμε με αυτούς τους ήρωες».

«Την αγαπώ την τηλεόραση, έχω περάσει στην τηλεόραση πολλά χρόνια, ατελείωτες ώρες. Το θέατρο είναι, κακά τα ψέματα, κάτι άλλο.»

Θεωρείτε ότι ο Λυκούργος είναι από τους ρόλους που είναι πιο κοντά στον χαρακτήρα σας;

«Οχι, πιο κοντά στον χαρακτήρα τον δικό μου είναι ο ήρωας από τη σειρά «Ερωτας με επιδότηση ΟΓΑ». Τότε είχα υποδυθεί έναν αγρότη σε ένα χωριό που ερωτεύεται. Οταν ο συγχωρεμένος ο Λευτέρης Καπώνης μού το πρότεινε, είπα αμέσως ναι και εγκατέλειψα μια άλλη σειρά που είχα συμφωνήσει, ακριβώς γιατί εκεί ένιωθα ότι κάνω τον πατέρα μου. Είμαι συναισθηματικά δεμένος με αυτόν τον ήρωα, γιατί εκεί έκανα τη ζωή μου και τη ζωή του πατέρα μου, κάτι που δεν μου έχει ξανασυμβεί. Οχι ότι δεν σέβομαι και δεν εκτιμώ οτιδήποτε έχω κάνει. Για όνομα του Θεού. Πάντα ήμουν παρών σε όλες τις δουλειές και τις έκανα τίμια. Αλλά αυτή η σειρά είχε μια συναισθηματική φόρτιση διαφορετική. Τώρα, με τον Λυκούργο επίσης μοιάζω. Δεν θεωρώ ότι είμαι αρνητικός άνθρωπος. Προσπαθώ να υπερασπιστώ τον διπλανό μου, δεν θέλω και πιστεύω δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν. Νομίζω ότι είμαι ένας άνθρωπος θετικός, όπως και ο Λυκούργος».

Υστερα από τόσα χρόνια στην τηλεόραση, ποια θα λέγατε ότι είναι η σχέση σας μαζί της;

«Είναι μια σχέση πολύ σημαντική. Ρωτάνε καμιά φορά: «Θέατρο ή τηλεόραση;». Δεν υπάρχουν συγκρίσεις. Θα μπορούσα να πω ότι είναι μια διαφορετική εργασία. Στο θέατρο δεν επιτρέπεται να κάνεις λάθη, δεν επιτρέπεται να έχεις κενά, δεν διορθώνεται κάτι στη διαδρομή, ενώ στην τηλεόραση μπορείς να διορθώσεις πράγματα. Το μεγαλείο της παράστασης είναι η επικοινωνία που έχεις με το κοινό και η πράξη ζωής που συντελείται εκείνη την ώρα. Την αγαπώ την τηλεόραση, έχω περάσει στην τηλεόραση πολλά χρόνια, ατελείωτες ώρες. Το θέατρο είναι, κακά τα ψέματα, κάτι άλλο».

«Για να γράψεις μια κωμωδία, θα πρέπει να πιάσεις τον παλμό της κοινωνίας και το χιούμορ της κάθε εποχής. Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό.»

Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο ρόλος-σταθμός στην καριέρα σας;

«Εχω παίξει σε πάρα πολλές σειρές και είναι λογικό να μην μπορώ και να μην πρέπει να ξεχωρίσω κάποια. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι αποτυχία οικτρή δεν υπήρξε ποτέ, με την έννοια ότι η σειρά κόπηκε μετά από τα πρώτα επεισόδια. Ολες οι σειρές πήγαν καλά, και μάλιστα ήταν για περισσότερες από μία σεζόν. Κατά συνέπεια, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος πραγματικά από όλες. Εντάξει, οι «Παντρεμένοι έχουν ψυχή» είχαν δημιουργήσει μια ειδική κατάσταση σε επίπεδο επιτυχίας. Από το πουθενά είχαμε μια επικοινωνία εξαιρετική με τον Αντώνη Καφετζόπουλο, με τον οποίο δεν γνωριζόμασταν πριν. Δέσαμε όμως από την αρχή και πετύχαμε».

Τα τελευταία χρόνια που η μυθοπλασία έχει ανθήσει, η κωμωδία λείπει από την τηλεόραση; Είναι δύσκολη υπόθεση;

«Απελπιστικά δύσκολη. Για να γράψεις μια κωμωδία, θα πρέπει να πιάσεις τον παλμό της κοινωνίας και το χιούμορ της κάθε εποχής. Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό. Επίσης είναι δύσκολο να βρεις ηθοποιούς που θα το πραγματώσουν αυτό. Ο Ορέστης Μακρής, για παράδειγμα, για μένα ήταν ο σπουδαιότερος έλληνας ηθοποιός – μπορεί να αδικώ πάρα πολλούς βεβαίως –, δεν έκανε ποτέ ούτε κωμωδία, ούτε δράμα, ούτε τραγωδία. Ο Ορέστης Μακρής έπαιζε τον ρόλο του και είχε ένα αίσθημα το οποίο άλλοτε έβγαζε γέλιο και άλλοτε συγκίνηση. Δεν έπαιξε ποτέ κωμωδία κάνοντας μούτες για να βγάλει γέλιο. Ηταν πραγματικά ένας άνθρωπος που υπηρετούσε το αίσθημα που είχε το κείμενο, και αυτό είναι το σημαντικό. Αρα το να γραφτούν κωμωδίες σήμερα που να έχουν τον παλμό της εποχής και που να μπορούν προκαλέσουν γέλιο – αν το υπηρετήσει και ο ηθοποιός βέβαια το κείμενο σωστά – είναι πολύ δύσκολο. Γιατί όλα ξεκινάνε από ένα κείμενο, από έναν λόγο και τι κρύβει ο λόγος αυτός από κάτω. Τώρα σε γενικές γραμμές ζούμε την εποχή που πάψαμε να πιστεύουμε στο κακό, πάψαμε να πιστεύουμε στο καλό και πιστεύουμε στο μέτριο. Εχουμε μια κοινωνία μέτρια σε όλα τα επίπεδα. Από την πολιτική μας ηγεσία μέχρι το οτιδήποτε μπορείτε να διανοηθείτε. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει μια απέραντη μετριότητα. Μέσα από αυτή τη μετριότητα ζούμε και υπάρχουμε. Με λίγα λόγια, φυτοζωούμε. Γιατί η μετριότητα δεν παράγει τίποτα. Θα έρθει ίσως κάποιος καιρός που θα ανθήσουν ξανά τα πράγματα. Αλλά αυτή τη στιγμή ζούμε σε μια θλιβερή μετριότητα και το γνωρίζουν όλοι».