Για τον Γιάννη Τσεκλένη η επικείμενη, μεγάλη αναδρομική έκθεση που του αφιερώνει ο χώρος τέχνης Φουγάρο στο Ναύπλιο σε συνεργασία με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα είναι μια όμορφη δικαίωση της δουλειάς του, όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος. Ταυτόχρονα, προσφέρει μια ευκαιρία στον επισκέπτη να δει πράγματα σπάνια, «θησαυρούς» της ελληνικής δημιουργίας που γνώρισαν διεθνή απήχηση, με τους οποίους δεν έχει συχνά τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή. Η έκθεση θα λειτουργήσει το διάστημα 7 Οκτωβρίου-25 Νοεμβρίου και επικεντρώνεται στα «χρόνια της μόδας», μια που ο Τσεκλένης αυτοπροσδιορίζεται ως «σχεδιαστής γενικών υπηρεσιών» προκειμένου να αποτυπώσει το εύρος των ενασχολήσεών του, οι οποίες εκτείνονται πολύ πέρα από το ύφασμα και το ένδυμα. Οπως εύστοχα σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης Δημήτρης Ξανθούλης, «ο Γιάννης Τσεκλένης είναι μια σύνθετη για τα ελληνικά δεδομένα περίπτωση σχεδιαστή υφασμάτων, μόδας, αεροπλάνων και μέσων μαζικής μεταφοράς, επιχειρηματία, καλλιτέχνη, σκηνοθέτη, φωτογράφου, αρχιτέκτονα εσωτερικών χώρων και κυρίως οραματιστή – σημάδεψε με το πέρασμά του πάνω από πέντε δεκαετίες».
Η έκθεση διατρέχει τη διαδρομή του Τσεκλένη στη μόδα από την πρώτη του συλλογή το 1965 ως το 1991, οπότε αποχαιρέτησε οριστικά τον χώρο με το «Remake», όπου συνδυάζοντας με τρόπο γοητευτικό υφάσματα ξεχασμένα από προηγούμενες συλλογές δημιούργησε μια νέα, κλείνοντας έναν κύκλο για να ανοίξει τον επόμενο, αφού παρέμεινε αστείρευτα δημιουργικός μέσω της ενασχόλησής του με τον εσωτερικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό: ξενοδοχειακά συγκροτήματα, εστιατόρια, ιδιωτικές κατοικίες, οικιστικά σύνολα, ανάπλαση παλαιών ακινήτων.
Τα εκθέματα προέρχονται από τις δύο δωρεές του σχεδιαστή στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα το 1997 και το 2009, οι οποίες συμπεριέλαβαν τα σωζόμενα αρχέτυπα των συλλογών του από κοινού με τα ενδύματα που είχε επιλέξει και κρατούσε από κάθε συλλογή η σύζυγος και «μούσα» του δημιουργού Εφη Μελά. Ετσι, το ΠΛΙ βρέθηκε να διαθέτει ένα μεγάλο, σημαντικής ιστορικής αξίας αρχείο αποτελούμενο από 685 ενδύματα και 978 σχέδια και μακέτες.
Εξαρχής η πρόεδρος του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος Ιωάννα Παπαντωνίου ήθελε να αξιοποιήσει το υλικό αυτό. Η κατάλληλη στιγμή ήρθε όταν συμφώνησε με τη Φλωρίκα Κυριακοπούλου, διευθύνουσα σύμβουλο και διευθύντρια Πολιτισμού του Φουγάρου στο Ναύπλιο, προκειμένου να φιλοξενηθεί εκεί η εν λόγω έκθεση.
Ελ Γκρέκο, Βυζάντιο
και τριαντάφυλλα
και τριαντάφυλλα
Η προετοιμασία άρχισε το 2017, με τον Γιάννη Τσεκλένη να παρακολουθεί και να μετέχει ενεργά σε όλα τα στάδια, επιλέγοντας τελικά 75 από τα ενδύματα της συλλογής προκειμένου να εκτεθούν. Ο δημιουργός μιλάει με έκδηλη συγκίνηση για καθένα από αυτά, κάνοντας ταυτόχρονα μια επιγραμματική αναδρομή στις περίφημες θεματικές συλλογές του, οι οποίες ταξίδεψαν όχι μόνο στις μεγάλες πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου και στην Απω Ανατολή αλλά έφτασαν ως τη Νέα Γουινέα και το Μπουρούντι. «Σε μια εποχή που δεν υπήρχε όλη αυτή η συζήτηση περί τάσεων, δημιουργούσα θεματικές συλλογές για να μπορέσω να ερεθίσω το ενδιαφέρον των ξένων με θέματα εμπνευσμένα από την τέχνη και την πολιτική. Συστήματα που μου τα είχαν διδάξει η ενασχόλησή μου με τη διαφήμιση και η εφευρετικότητά μου στην προβολή» λέει χαρακτηριστικά ο δημιουργός.
Με αφορμή τα εκθέματα που έχει επιλέξει να παρουσιαστούν μιλάει για τη συλλογή «El Greco» του 1978, σε μια περίοδο που ο ίδιος απουσίαζε από την Ελλάδα, εμπνευσμένη από τον πίνακα «Η Ταφή του Κόμητα Οργκάθ». Αναφέρεται επίσης στη «Bεργίνα» του 1983, η οποία ήρθε δύο χρόνια μετά τα «Μακεδονικά Μωσαϊκά», αλλά και στη συλλογή του 1980 «Tριαντάφυλλα και άλλα ζώα», εμπνευσμένη από τον Πιερ Ζοζέφ Ρεντουτέ, δάσκαλο βοτανικής ζωγραφικής της βασιλικής αυλής του Βελγίου τον 17ο αιώνα. Μιλάει επίσης για τα «Εντομα», τη συλλογή από την οποία προέρχεται το τελευταίο φόρεμα που φόρεσε η Εφη Μελά στην πασαρέλα το 1972, τους «Ιμπρεσιονιστές» (Χειμώνας 1971-1972) και το «Byzantium» (Χειμώνας 1980-1981) με θέματα παρμένα από τα αρχικά γράμματα των Ευαγγελίων των μονών του Αγίου Ορους.
Χρώματα, τεχνικές, υφάσματα διατρέχουν τον λόγο του Γιάννη Τσεκλένη δίνοντας το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Δημήτρης Ξανθούλης, «η πορεία του ταυτίζεται με το πέρασμα της ίδιας της Ελλάδας από την «εποχή της αθωότητας» της δεκαετίας του ’60, με την ανάταση και το glamour της εποχής αυτής, σε μια σκληρή ενηλικίωση, με το όνειρο μιας βιομηχανικής επανάστασης να συντρίβεται και μια χαμένη ευκαιρία για τη χώρα να γίνει υπολογίσιμος παράγοντας στον διεθνή χώρο της μόδας».
Ο Τσεκλένης δώρισε τη συλλογή του στο ΠΛΙ όταν είχε πλέον ολοκληρώσει την πορεία του στο ένδυμα, προκειμένου, όπως λέει, να διαφυλαχθεί και να συντηρηθεί σωστά. «Στη συνέχεια πέρασα από τη μόδα της ένδυσης στη μόδα της ζωής. Από το φθαρτό ένδυμα στο άφθαρτο κτίριο. Από τον χώρο της μόδας δεν έφυγα γιατί με έδιωξε κανείς αλλά γιατί έκλεινε το σύμπαν. Γύρισα πίσω στην Ελλάδα για να ζήσω και να δημιουργήσω στην «ερωμένη» και βρέθηκα στην αποβιομηχάνιση. Γι’ αυτό και όταν με ρωτούν τι έχω αποκομίσει από όλη αυτή τη διαδρομή απαντώ με δύο λέξεις: ευθύνη και απογοήτευση. Αισθάνομαι ότι μπορούσα να επηρεάσω στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός καλού brand στη βιομηχανία, γι’ αυτό άλλωστε και κατά καιρούς αποδέχθηκα θέσεις ευθύνης, αλλά τελικά διαλύθηκαν όλα».
Θεωρεί πως στο διάστημα των αρκετών, πλέων, χρόνων που έχει αποσυρθεί από τον χώρο της μόδας τα πράγματα στο εγχώριο τοπίο έχουν βελτιωθεί; «Οχι, για τον Θεό» απαντά με έμφαση. «Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι πλέον υπάρχει πληθώρα ταλέντου, και μάλιστα πολύ καλά ενημερωμένου χάρη στις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία. Και από το τελευταίο χωριό μπορείς να ξέρεις σήμερα τι συμβαίνει στον κόσμο. Από την άλλη, δεν υπάρχει βιομηχανία για να υλοποιήσει το όποιο όραμα. Με μικρές εξαιρέσεις, μιλάμε για εργαστήρια αμφιβόλου κύρους. Ούτε πιστεύω ότι μπορεί να αναβιώσει τίποτε».