Το Ελληνιστικό Νεκροταφείο του Σάτμπυ αποτελεί τον αρχαιότερο σωζόμενο αρχαιολογικό χώρο της Αλεξάνδρειας. Στην καρδιά της σύγχρονης πόλης, μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, αποτελεί ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα ταφικών μνημείων Ελλήνων Αλεξανδρινών με καταγωγή από περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Κρήτης και της Μικράς Ασίας που έφθασαν στην Αλεξάνδρεια μόλις λίγες δεκαετίες μετά την ίδρυση της πόλης από τον Μέγα Αλέξανδρο το 331 π.Χ.
Με εντυπωσιακά μνημειακά υπόγεια με περίτεχνο ανάγλυφο διάκοσμο που εντυπωσιάζει, ο σημαντικότατος αυτός αρχαιολογικός χώρος αγνοούνταν για δεκαετίες από τους τουριστικούς οδηγούς και τους κατοίκους της πόλης, μολονότι η συστηματική του ανασκαφή ξεκίνησε την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (1904-1910) από τον 26χρονο τότε ιταλό αρχαιολόγο Εβαρίστο Μπρέτσια, διευθυντή του Ελληνορωμαϊκού Μουσείου της Αλεξάνδρειας.
Δυστυχώς όμως, παρά τη σημαντικότητα του μνημείου, η τελευταία κατοικία των πρώτων Ελλήνων που μετανάστευσαν στην Αλεξάνδρεια αφέθηκε στον χρόνο, αποτελώντας κυριολεκτικά μια μαύρη τρύπα για την πόλη.
Η αναγέννηση του χώρου
Σήμερα, χάρη στην ολοκλήρωση του Alexandrian Necropolis Project (2020-2023), ενός πολυδιάστατου αρχαιολογικού προγράμματος το οποίο πραγματοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία της Αλεξάνδρειας, υπό τη διεύθυνση της δρος Μόνα Χαγκάγκ, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας και πρόεδρου της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αλεξάνδρειας, του δρος Κυριάκου Σαββόπουλου του Κέντρου Μελέτης Αρχαίων Εγγράφων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του καθηγητή Χουσεΐν Αμπντ ελ Αζίζ, αλλά και με την αποκλειστική χορηγία του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, η Αλεξάνδρεια αποκτά ένα νέο αρχαιολογικό πάρκο, ενώ οι γνώσεις μας για τους πρώτους Ελληνες που κατοίκησαν εκεί διευρύνονται.
Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο δρ Κυριάκος Σαββόπουλος, συνδιευθυντής του Alexandrian Necropolis Project, οι στόχοι του προγράμματος ήταν ο καθαρισμός του χώρου, η αποκατάσταση και η αναστήλωση των υπόγειων μνημείων, αλλά και η αναδιαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου με βελτίωση του τρόπου πρόσβασης, η δημιουργία κέντρου πληροφόρησης κ.τ.λ. Φυσικά, ένα δεύτερο κομμάτι ήταν η έρευνα, στην οποία συμμετείχε επίσης το Ινστιτούτο Κύπρου (Andreas Pittas Digital Lab) στον τομέα της ψηφιακής αποτύπωσης του χώρου, αλλά και το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ουσιαστικά συνεχίστηκε η ανασκαφή του Μπρέτσια που είχε μείνει ανολοκλήρωτη, αλλάζοντας όσα γνωρίζαμε για τον χώρο.
Το ελληνιστικό νεκροταφείο καταλαμβάνει μια έκταση 3.500 τ.μ. Αποτελείται από ένα μνημειακό υπόγειο πολυθάλαμο συγκρότημα που είναι γνωστό ως Υπόγειο Α, δύο μικρότερα αντίστοιχα συγκροτήματα (Υπόγεια Β και Γ), και μια έκταση καλυμμένη με υπέργεια μνημεία με τη μορφή βαθμιδωτών πύργων (κάποτε βάσεις επιτύμβιων στηλών, ή βωμών πάνω από λακκοειδείς τάφους).
Η ανασκαφή του Μπρέτσια είχε ήδη φέρει στο φως εκατοντάδες ταφές, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν ατομικές και λαξευμένες στον φυσικό βράχο τους εδάφους. Αρκετές βρέθηκαν ασύλητες συνοδευμένες από ευρήματα όπως ζωγραφιστές και ανάγλυφες στήλες, τεφροδόχους διαφόρων τύπων, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών για την Ελληνιστική Περίοδο υδρίων τύπου Χάντρα, αλλά και κοσμήματα, ειδώλια, αγγεία.
Η σημαντικότατη όμως ανακάλυψη του Μπρέτσια υπήρξε αυτή του μνημειακού Υπογείου Α. Δυστυχώς την εποχή που εκείνος ξεκίνησε, λόγων τεχνικών δυσκολιών, δεν μπορούσε να προχωρήσει βαθύτερα, με την ανασκαφή να ολοκληρώνεται σήμερα.
«Ο Μπρέτσια δεν αξιολόγησε σωστά τη βόρεια πλευρά, όπου βρισκόταν το Υπόγειο Α» αναφέρει ο δρ Κυριάκος Σαββόπουλος. «Εκεί ουσιαστικά φέραμε στο φως την είσοδο του ταφικού συμπλέγματος, η οποία ήταν μνημειακή, θυμίζοντας τις προσόψεις μακεδονικών τάφων, στην πλέον μνημειακή τους μορφή (π.x. Μακεδονικός Τάφος της Κρίσεως στη Νάουσα). Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι μακεδονικοί τάφοι λειτουργούσαν διαφορετικά σε σχέση με την Ελληνιστική Νεκρόπολη του Σάτμπυ, η οποίο παρέμεινε προσβάσιμη, λειτουργική, ζωντανή μέσα από τις μεταθανάτιες τελετές, σε αντίθεση με τους μακεδονικούς τάφους που σφραγίζονταν».
Ουσιαστικά το Υπόγειο Α αποτελείται από μια υπόγεια αυλή που είχε λαξευτεί στον φυσικό βράχο με ταφικούς θαλάμους να αναπτύσσονται περιμετρικά (δυτικά, ανατολικά και βόρεια). Η υπόγεια αυτή αυλή φέρει ψευδοπεριστύλιο με δωρικούς ημικίονες λαξεμένους στον τοίχο και ψευδοπαράθυρα μεταξύ των ημικιόνων.
Η ταφική ενότητα στα ανατολικά του υπογείου Α αποτελείται από δύο ταφικούς θαλάμους, με τον πρώτο να φέρει 4 ταφικές κόγχες (loculi) – περιείχαν τις τεφροδόχους ή τις σορούς των «κατοίκων» του συμπλέγματος – ανά μακρά πλευρά.
Ο δεύτερος ταφικός θάλαμος είναι μικρότερος και φέρει δύο σαρκοφάγους σε μορφή κλινών συμποσίου, το οποίο ερμηνεύεται ως μια σαφής ένδειξη ελληνιστικού τρόπου ζωής. Στη δυτική πλευρά της αυλής του Υπογείου Α βρίσκεται άλλος ταφικός θάλαμος μικρής έκτασης με 8 ταφικές κόγχες (loculi).
Η βόρεια ταφική ενότητα του Υπογείου Α είναι η μεγαλύτερη σε έκταση και φέρει προθάλαμο ο οποίος οδηγεί σε δύο ακόμα ταφικούς θαλάμους, έναν στα δυτικά με 17 κόγχες (loculi) και έναν άλλο στα ανατολικά με 7 κόγχες (loculi). Η βόρεια αυτή πλευρά φέρει ανάγλυφο επιτοίχιο διάκοσμο με μισάνοιχτα ψευδοπαράθυρα μεταξύ δωρικών ημικιόνων, καθώς και λίθινο παγκάκι.
Σημειώνεται ότι οι ταφικές κόγχες ήταν αρχικά σφραγισμένες με πλάκες και κάποιες από αυτές μάλιστα εντοπίστηκαν ακριβώς έτσι, δηλαδή σφραγισμένες με πλάκες διακοσμημένες με ζωγραφικές ή ανάγλυφες απομιμήσεις θυρών. Στο βόρειο τμήμα βρέθηκε σε κόγχη γραμμένη στα ελληνικά η επιγραφή «ΦΙΛΟΤΕΚΝΕ ΧΑΙΡΕ». Ζωγραφικό διάκοσμο έφεραν και οι θάλαμοι.
Το κοινωνικό status των νεκρών
«Ξεκινώντας την ανασκαφή στο Υπόγειο Α βρεθήκαμε ήδη από τις πρώτες ημέρες μπροστά σε μικρό βωμίσκο» αναφέρει στο «Βήμα» ο Κυριάκος Σαββόπουλος. «Σκεφτείτε, υπήρχαν ακόμη επάνω του υπολείμματα στάχτης και ακριβώς πίσω του βρεθήκαμε μπροστά στον πρώτο νεκρό». Οπως εξηγεί, το κοινωνικό status των νεκρών που θάβονταν στην ελληνιστική νεκρόπολη του Σάτμπυ ήταν υψηλό.
«Φαίνεται μάλιστα μετά την ταφή να πραγματοποιούνται και μεταθανάτιες τελετές που επιβεβαιώνουν το υψηλό κύρος αυτών των ανθρώπων. Αλλωστε πρόκειται για ένα ταφικό συγκρότημα με ανάγλυφη διακόσμηση. Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για μία κάστα ανθρώπων που θάβονται σε σαρκοφάγους σε μορφή κλινών συμποσίου».
Την ίδια στιγμή και αυτή η νέα ανασκαφή που επικεντρώθηκε κυρίως στο Υπόγειο Α απέδωσε ποικιλία κινητών ευρημάτων, όπως επιτύμβιες στήλες, τεφροδόχα αγγεία, γλυπτική, νομίσματα, γυάλινα αντικείμενα, αρκετή κεραμική, αλλά και ανθρώπινους σκελετούς.
Οπως εξηγεί ο κ. Σαββόπουλος, η εγκατάλειψη της Νεκρόπολις ήρθε όταν το νεκροταφείο απαλλοτριώθηκε στην ύστερη πτολεμαϊκή περίοδο (2ος – 1ος π.Χ.) και ενσωματώθηκε στην πόλη έπειτα από επέκταση των τειχών προς τα ανατολικά.