Η Γιώτα Φέστα συνδυάζει το λιτό με το ποιητικό. Διανύει μια δημιουργική περίοδο και παίζει στο «Χρονικό» του Γιάννη Ρίτσου που καταπιάνεται με τον λόγο του ποιητή και την έννοια του χρέους στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Βασίλης Καλφάκος (Θέατρο 104).
Σε τι συνίσταται η παράσταση;
«Κύριος στόχος της είναι η έννοια του χρέους, έξω από στερεότυπα και αντιλήψεις που το περιόρισαν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αυτή είναι η επιθυμία του Ρίτσου και γίνεται ανάγκη στον καιρό μας. Με εργαλεία τον λόγο και τις λέξεις του. Ο ποιητικός λόγος έχει μια δύναμη στη σκηνή, μια ανοιχτοσύνη, με την ιδιότητα της ελευθερίας. Ο Καλφάκης άνοιξε τόπο στη φαντασία και τις δράσεις μας. Εδωσε χώρο για την προσωπική ανάγνωση του καθενός – πολύ εύστοχο. Χαίρομαι που δουλεύω με αυτούς τους νέους ηθοποιούς και ιδιαίτερα με τον Βασίλη, που έχει μια, σπάνια πια, πνευματικότητα. Οπως και με τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Βασιλακόπουλο – κάναμε το «OUTRO» τον περασμένο Οκτώβριο (ΠΛΥΦΑ). Παράλληλα στο «Χρονικό», γραμμένο το 1957, υπάρχουν και αναφορές στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Και έχω μια αίσθηση από την παιδική μου ηλικία, εκεί γύρω στις δεκαετίες ’60-’70. Το αποτύπωμα του Εμφυλίου ήταν έντονο, το θυμάμαι από τον πατέρα μου – ήταν αριστερός».
Τι εννοείτε «χρέος»;
«Δύσκολη έννοια, ο καθένας το διαβάζει με έναν προσωπικό τρόπο. Στο «Χρονικό» το χρέος μά καλεί σε μια αλληλέγγυα ζωή – το χρέος κάθε ανθρώπου απέναντι στη ζωή του, στην κοινωνία, στον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που κάτι προσπάθησαν, κάτι έφτιαξαν, έχουν ή είχαν την αίσθηση ενός «χρέους» κα έτσι προσπάθησαν να ζήσουν».
Οπως;
«Για τον καθένα μπορεί να είναι διαφορετικοί. Για εμένα, κάποιοι λογοτέχνες όπως η Ολγα Τοκάρτσουκ, η πολωνή συγγραφέας (Νομπέλ 2018), η Ερση Σωτηροπούλου, μια γυναίκα που νιώθεις ότι αισθάνεται πως έχει ένα χρέος να γράφει έτσι όπως γράφει, να ζει έτσι όπως ζει. Ο Παναγιώτης Φαρμάκης από την «Αγέλαστο πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή, σχεδόν οι περισσότεροι ποιητές μας. Σκέφτομαι εκείνον τον ξεχωριστό άνθρωπο, τον Γιώργο Μακρή, τον Νάνο Βαλαωρίτη, κάποιους παλιούς πολιτικούς ενδεχομένως, αλλά, κυρίως, ανώνυμους».
Τι τους ξεχωρίζει;
«Η έλλειψη αυτοαναφορικότητας, συνηθισμένο φαινόμενο στην εποχή μας. Η αίσθηση πως πρέπει να αφήσουν πίσω κάτι καλό, μακριά από την εξουσία και το χρήμα. Ο ανθρωπισμός».
Χωρίς προσωπικό συμφέρον;
«Ναι. Σαν να κινούνται για το γενικό καλό, θα έλεγα κάπως απλοϊκά. Ζήσαμε μια εποχή τρομερού καταναλωτισμού, αλλά θα επανέλθουμε – κι ας ακούγεται ρομαντικό. Η ανθρωπότητα έχει ανάγκη να επανέλθει σε κάτι που μπορεί να μην έχει να κάνει με ιδεολογίες, αλλά με κάποιου είδους ιδεώδη. Είμαι αισιόδοξη. Ζήσαμε πολύ με το «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε», σαν να μην υπάρχει αύριο, και με το χρήμα να κινεί τα πάντα, να είναι η μεγάλη εξουσία. Πιστεύω ότι ο ανθρωπισμός και τα ιδεώδη πρέπει ή μπορεί να είναι το τελευταίο μας καταφύγιο. Και με το «Χρονικό», όπως λέει ο Καλφάκης, προσπαθούμε να κάνουμε εν τέλει «έκκληση σε μια επαγρύπνηση». Είτε έχεις είτε δεν έχεις παιδιά, δεν μπορεί να μη σκέφτεσαι τι κοινωνία θα αφήσεις πίσω σου – το χρέος…».
Πώς είναι δομημένη η παράσταση;
«Περιλαμβάνει όλο το κείμενο του Ρίτσου, με αφηγηματική κυρίως προσέγγιση. Αλλά φέρνει μαζί και προσωπικά υλικά ή κομμάτια που σχετίζονται με τη διαδρομή του ποιητή. Εγώ κάνω μια αναφορά σε κάποια τραγούδια που άκουγα παιδί από τη μάνα και τον πατέρα μου στο αυτοκίνητο, γυρίζοντας από κάποια έξοδο. Ο καθένας μας προσπαθεί να εγκαθιδρύσει στη σκηνή έναν χαρακτήρα. Εχει ενδιαφέρον ότι ο πρόλογος του έργου αρχίζει με τη λέξη «σκηνή». Σαν ο Ρίτσος, με κάποιον τρόπο, όπως τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», την «Ελένη», να το προόριζε για το θέατρο. Το κείμενο ήταν πολύ αποκαλυπτικό στις πρόβες. Μπήκα με μεγάλη προθυμία, αναγνωρίζοντας και τη δυσκολία των εννοιών. Το αναλύσαμε γραμμή-γραμμή».
Είχατε ήδη μια σχέση με τον ποιητή;
«Ναι. Είχαμε ανεβάσει κάποια στιγμή με τον Γιάννη Παρασκευόπουλο τη «Σονάτα του σεληνόφωτος». Είχα και προσπαθώ να έχω μια σχέση με την ποίηση. Μαζί με τον ηθοποιό Λάμπρο Γραμματικό κάνουμε μαθήματα για την ποίηση μέσα από θεατρικές δράσεις στο Ιδρυμα Λασκαρίδη – «Από τον Καβάφη στον Λεξ». Τον Ρίτσο τον ανακάλυψα δυστυχώς αργά – υπήρξε πολύ αποκαλυπτικός».
Τα παιδιά έχουν σχέση με την ποίηση;
«Από την επαφή μου με μαθητές φοβάμαι πως όχι – σχεδόν άγνωστη έννοια για τους περισσότερους».
Εχετε σκεφτεί το προσωπικό σας χρέος;
«Δεν αισθάνομαι τόσο ολοκληρωμένος άνθρωπος ώστε να μπορώ να σκεφτώ κάτι ανάλογο στη ζωή μου. Οπως οι περισσότεροι έχω μικρότητες, πάθη… Αλλά όσο μπορώ προσπαθώ να «ανθρωπεύω». Το παράδειγμα είναι η προσωπική μας ζωή, η διαδρομή μας. Μου άρεσε κάτι που είχα διαβάσει σε μια συνέντευξη του Σημίτη: «Να κάνουμε τη δουλειά μας». Συχνά αρνούμαστε να δούμε το αυτονόητο. Και όπως έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος «μιλάμε, ξεχνάμε, συνηθίζουμε… τόσο απλά μας ξεχνάνε…»».
Παρατηρώ μια αθωότητα…
«Ναι, προσπαθώ. Tώρα που μεγάλωσα και δουλεύω περισσότερο απ’ ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, προσπαθώ να κερδίζω τον χαμένο χρόνο με μια κάποια ελαφρότητα. Πέρασα μεγάλο διάστημα που δεν δούλευα χωρίς να μπορώ ακόμα να απαντήσω γιατί. Ισως είχε να κάνει με προσωπικά βιώματα και όχι με τη συνθήκη – μια ασυνείδητη επιλογή. Αλλά δεν σταμάτησα ποτέ να ασχολούμαι με το θέατρο, λέγοντας, λίγο χαριτωμένα, ότι βρίσκομαι σε αυτή την δουλειά με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω – δεν ήταν διόλου χαριτωμένο».
Μιλήσατε για ιδεώδη. Τα βλέπετε γύρω σας;
«Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο όπου δύο άνθρωποι κάθονται κοιτάζοντας ένα κινητό, χωρίς να μιλάνε. Το βλέπω, το ζω, αλλά δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι θα συνεχίσει να συμβαίνει. Είναι μια πράξη χωρίς κανένα ερωτηματικό. Και όταν δεν τίθενται ερωτηματικά οδηγούμαστε προς ένα τέλος, προς τον θάνατο. Προτιμάμε τη σιωπή, αλλά όπως λέει ο Ρίτσος, «η σιωπή δεν είναι ρόδινη, είναι άσπρη». Δεν μπορεί, μια μέρα η κοινωνία θα ξυπνήσει, θα αντιδράσει».
Τηλεόραση. Επιστρέψατε…
«Ναι, χαίρομαι. Συχνά έρχομαι σε σύγκρουση με αυτό που κάνω – δεν έχεις πάντα τον χρόνο να δημιουργήσεις έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, ούτε γνωρίζεις την εξέλιξή του. Δεν μου αρέσει συχνά ο εαυτός μου, αλλά υπάρχουν και πράγματα που εμείς που δουλεύουμε στην τηλεόραση, όπως και οι τεχνικοί, πρέπει να είμαστε περήφανοι που τα καταφέρνουμε στον λίγο χρόνο που έχουμε».
Είστε κατά βάση κινηματογραφική ηθοποιός.
«Μου το λέει και η μεγάλη κόρη μου όταν με βλέπει στο θέατρο. Εχω μάθει πολλά από το σινεμά – δουλεύω από τα 18 μου. Εχω κάνει πολλές ταινίες, μικρού μήκους, τηλεταινίες. Την τσαγκαρική της δουλειάς την έμαθα στο σινεμά. Δεν νομίζω πως έχω τη στόφα μιας αμιγώς θεατρικής ηθοποιού. Πιθανόν η προσέγγισή μου στο θέατρο να έχει περισσότερο τη λιτότητα μιας κινηματογραφικής ηθοποιού. Ελπίζω πως έχω μάθει να ακούω – το έμαθα από τον κινηματογράφο. Για εμένα το να ακούς στη σκηνή είναι πράξη πιο σημαντική από το να μιλάς. Συχνά βλέπω ηθοποιούς που δυσκολεύονται να ακούσουν. Είμαστε και ένας λαός που του αρέσει περισσότερο να μιλάει παρά να ακούει».
Μια σκέψη για το τέλος.
«Στην εποχή μας δυσκολευόμαστε να ονειρευτούμε. Το θέατρο μπορεί να μας κάνει να ονειρευόμαστε, ηθοποιούς και θεατές. Για αυτή την παράσταση νομίζω πως ονειρευτήκαμε ξανά. Πιστεύω πως θα ονειρευτούν και οι θεατές. Εναν καλύτερο κόσμο».
INFO
«Χρονικό» του Γιάννη Ρίτσου. Σκηνοθεσία: Βασίλης Καλφάκος. Παίζουν: Γιώτα Φέστα, Βασίλης Καλφάκης, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργος Σύρμας. Θέατρο 104 (από 24 Φεβρουαρίου).