Η ιστορία μιας νέας κοπέλας που γοητευμένη από το τάνγκο και το μπαντονεόν εγκαταλείπει τη γειτονιά της και έρχεται να ζήσει στο κέντρο της πόλης της, του Μπουένος Αϊρες, παρουσιάζεται την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Η tango όπερα «Maria de Buenos Aires» («Μαρία του Μπουένος Αϊρες») είναι η παγκόσμια πρώτη χορογραφημένη όπερα τάνγκο: 14 χορευτές, 10 ηθοποιοί – χορωδοί και μια εννεαμελής ορχήστρα υπόσχονται μια ξεχωριστή βραδιά. Τη μουσική υπογράφει ο κορυφαίος Αστορ Πιατσόλα ενώ η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε πριν από 50 χρόνια στο Μπουένος Αϊρες από τη μούσα και σύντροφο του αργεντινού συνθέτη Αμελίτα Μπαλτάρ.
Τα τραγούδια του έργου έχουν γραφτεί για εκείνη, αφού αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον συνθέτη. Στη σκηνή του Ηρωδείου θα ερμηνεύσει, όπως σημειώνει η ίδια στο «Βήμα της Κυριακής», «τη Μαρία, η οποία είναι μια γυναίκα όπως κι εγώ, με έρωτες, πόνους και φυσικά ρομαντική. Αν και είμαστε δυο γυναίκες διαφορετικές, έχουμε κοινά πολλά πράγματα, και μας ενώνει χωρίς αμφιβολία το τάνγκο» (το πρόγραμμα περιλαμβάνει και άλλα αναγνωρίσιμα θέματα του Αστορ Πιατσόλα).
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, στον Μάιο του 1968, η Αμελίτα Μπαλτάρ θυμάται «τις πολλές πρόβες στο σπίτι του Πιατσόλα με τους πρωταγωνιστές που διήρκεσαν τρεις και πλέον μήνες. Τεράστιο γεγονός. Μουσικά ένα πολύ πρωτοποριακό και δύσκολο έργο. Το κοινό έπρεπε να δεχτεί αυτό το νέο είδος μουσικής και συγχρόνως να καταλάβει την πολύπλοκη ποίηση του Οράσιο Φερέρ. Θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν για μένα να μάθω όλα τα τραγούδια απ’ έξω… Αποτέλεσε μεγάλη ευθύνη αλλά και μια συναρπαστική περιπέτεια».
Η γνωριμία της Μπαλτάρ με τον Αστορ Πιατσόλα έγινε μέσω κάποιων φίλων που του μίλησαν για τη φωνή της ενώ, όπως σημειώνει, «ήρθε να με συναντήσει μετά από μια παράστασή μου. Εκείνη την εποχή, το 1968, ο Πιατσόλα δεν ήταν πολύ δημοφιλής στην Αργεντινή, τον γνωρίζαμε για την ποιοτική μουσική του αλλά δεν είχε πολύ πέραση στο ραδιόφωνο και στο κοινό. Επαιζε σε μικρά μπαρ. Μόνο οι μουσικοί είχαν αρχίσει να τον εκτιμούν. Μου φάνηκε ηλικιωμένος και λίγο… χοντρούλης. Μετά από λίγες μέρες μου πρότεινε να γίνω πρωταγωνίστρια στο έργο που δημιουργούσε με τον Φερέρ. Πρόκειται για ιστορία βγαλμένη από παραμύθι».
Γεννημένη στην κακόφημη γειτονιά Barrio Norte του Μπουένος Αϊρες, η Μπαλτάρ είναι η καταλληλότερη για να μιλήσει για το τάνγκο, όχι μόνο ως μουσική αλλά και ως κοινωνική έκφραση. «Είναι η μουσική της πόλης μου. Η οικογένειά μου το άκουγε όταν ήμουν πολύ νέα και το έχω στην ψυχή μου, αν και το τραγούδησα σε μεγαλύτερη ηλικία. Υπάρχουν τάνγκο που μιλούν για πολύ σκληρά πράγματα, όπως κάποιες ιστορίες αγάπης είναι. Στην πραγματικότητα, το τάνγκο μιλά για τον πόνο της αγάπης. Μετά τον Πιατσόλα έχουν προσπαθήσει πολλοί νέοι μουσικοί να του δώσουν άλλη διάσταση ή να αντιγράψουν το στυλ του. Μερικά πράγματα δεν τα αλλάζει ούτε τα φθείρει ο χρόνος, και ένα από αυτά είναι η μουσική του».
Για την Αμελίτα Μπαλτάρ ο Πιατσόλα αποτελεί μέρος της μουσικής της ζωής. Οχι όμως και χωρίς κόστος. «Το να είσαι η σκιά της ιδιοφυΐας του μου κόστισε λίγο. Αλλά συγχρόνως με διασκέδαζε. Ηταν μια προσωπικότητα με χιούμορ, πέραν του ότι ήταν δυνατός χαρακτήρας. Ηταν 7 έντονα χρόνια με τα πάνω και τα κάτω τους».