Ο Πάνος Παπαδόπουλος μετρά ήδη επτά χρόνια στο θέατρο – γεννήθηκε το 1993. Από μικρός αγαπά το σινεμά, λατρεύει τις ταινίες κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϊ και την Γκλεν Κλόουζ. Θαυμάζει τον Αντονι Χόπκινς, χρωστά πολλά στη Σοφία Φιλιππίδου και ονειρεύεται να παίξει Μπέκετ – «Περιμένοντας τον Γκοντό». Το περασμένο καλοκαίρι ήταν στο «1821, η Επιθεώρηση», μετά στη «Φάρμα των ζώων» και τώρα ερμηνεύει τον μονόλογο του Ρομπέρτο Ατάιντε «Δεσποινίς Μαργαρίτα» με τον τίτλο «Μπαίνει η δεσποινίς Μαργαρίτα» – και έπεται συνέχεια. Ηθοποιός με γοητευτική σκηνική ενέργεια, ο Πάνος Παπαδόπουλος διαθέτει παιδικότητα, την αύρα του καλοπροαίρετου και την ανασφάλεια των αληθινά ταλαντούχων. Τι σας οδήγησε στη «Μαργαρίτα»; «Είχα δει τους «Τυραννόσαυρους-Rex» της Λένας Κιτσοπούλου. Εκεί ο Γιάννης Κότσιφας έπαιζε μια δασκάλα που δεν προσπαθούσε να είναι γυναίκα. Μου είχε φανεί πολύ ενδιαφέρον, γιατί αποκτά μια τερατική διάσταση, υπερβαίνει την κανονικότητα και καταλήγει δραματικό – ένας πάσχων άνθρωπος. Κάπως έτσι το σκεφτόμουν. Οταν το ανέφερα στον Γιώργο Παπαγεωργίου (σ.σ. είχαν συνεργαστεί με επιτυχία στον «Επιθεωρητή»), μου πρότεινε να το κάνουμε παρέα». Σε τι συνίσταται η διασκευή; «Αν και πολύ μοντέρνο έργο, έχει μέσα του πράγματα ίσως λίγο πιο παλιά. Στην εποχή μας η ιδέα του είναι πιο ισχυρή από κάποια σημεία του περιεχομένου του. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο το πολιτικό όσο το συναισθηματικό. Είναι μια γυναίκα που δεν εισέπραξε ποτέ χάδι, καλοσύνη. Βιδωμένη στην καρέκλα, διδάσκει κάθε χρόνο άλλα παιδιά, τα οποία έχουν μια δυνατότητα να πάνε παραπέρα τη ζωή τους – εκείνη όχι. Με συγκινεί ο στίχος του Παλαμά «Λυπούμαι γιατί άφησα ένα πλατύ ποτάμι να περάσει μέσα από τα χέρια μου χωρίς να πιω μια στάλα», όπως οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας και τα μικρά παιδιά, γιατί δεν διεκδικούν με μανία κάτι». Εργο εξουσίας; «Οσο κι αν η δασκάλα έχει, σε πρώτο επίπεδο, μια εξουσία, η Μαργαρίτα πιο πολύ εκλιπαρεί για την προσοχή των παιδιών. Δεν ξέρω αν έχει, πράγματι, επιλέξει να μιλήσει σε αυτό το κοινό. Στα δικά μας κείμενα είναι σαν να μιλάει σε φίλους που δεν έχει, σε μεγαλύτερους. Εχει μια βαθιά απελπισία. Η εξουσία αυτή είναι ουσιαστικά μια άμυνα, σαν να χτυπάει το κεφάλι της σ’ έναν τοίχο, να θέλει να πει «σε αγαπώ», με τον φόβο ότι δεν θα λάβει ανταπόκριση, με τον φόβο της μη αποδοχής». Αποδοχή, μεγάλη κουβέντα για τον ηθοποιό… «Ναι, πολύ. Εγώ πιστεύω ότι έγινα ηθοποιός επειδή θέλω να με αγαπούν, με τη λαχτάρα ότι κάτι μπορείς να προσφέρεις σε κάποιον, ως ενδιάμεσος. Και έτσι εκείνος μπορεί να βρει έναν τρόπο να διαχειριστεί καλύτερα τη ζωή του, να ανακουφιστεί, να ελπίσει. Αλλά και του ίδιου του ηθοποιού, ιδίως αυτές τις πολύ σκοτεινές ημέρες που ζούμε. Λαχταράω να έρθει η μέρα που θα πάω να παίξω. Γιατί ξαφνικά γίνομαι παραγωγικός ενώ τα άλλα στάδια της ζωής μας είναι σαν να περπατάμε σε ηφαιστειογενείς πλάκες. Εδώ είναι που λες δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία». Ο μονόλογος σημαίνει άλμα; «Είναι μια λαχτάρα να μετρήσω τις δυνάμεις μου, να δω αν μπορώ. Θα τα καταφέρω; Θα έρθει κάποιος να το δει; Το κοινό είναι ένα λάκτισμα για να συνεχίσω. Κάθε φορά που πάω στο θέατρο αναρωτιέμαι αν θα έρθει κανείς». Κάνετε πολλές παραστάσεις μέσα σε μία σεζόν: Θετικό; Αρνητικό; «Και καλό και κακό. Το καλό είναι ότι έρχεσαι σε επαφή με πολλά κείμενα. Από την άλλη τα κείμενα δεν αφομοιώνονται από εμάς – δεν έχεις τον χρόνο να εμβαθύνεις. Δουλειά μας είναι να εκπαιδευτούμε και σε μια επαναληπτικότητα με την οποία οι νεότεροι δεν έχουμε επαφή. Παίζοντας μία-δύο σεζόν ένα έργο, καλείσαι να επανεφεύρεις τρόπους ώστε να φαίνεται σαν η πηγή του νερού να ρέει πρώτη φορά τώρα. Εχει και μια θλίψη όλο αυτό, μια μοναξιά. Είναι η φύση της δουλειάς τέτοια που τα «αντίο» πληθαίνουν συνέχεια μεταξύ μας. Δεν με ταράζει στη δουλειά, αλλά με κάνει να σκεφτώ ότι χρειάζομαι μια προστασία, ένα πιο σταθερό περιβάλλον στη ζωή μου. Δεν έχουμε πια υπομονή να παλέψουμε για τις σχέσεις. Το να μη με αγαπούν πια άνθρωποι που με αγαπούσαν και αγαπάω είναι το χειρότερό μου». Προταθήκατε αλλά δεν λάβατε το Βραβείο Χορν. Σας στενοχώρησε; «Οχι. Εγώ και στη σχολή δεν ήμουν αγαπημένος μαθητής των δασκάλων, ούτε φέρελπις. Αλλωστε η Γκλεν Κλόουζ, αγαπημένη μου ηθοποιός, οκτώ φορές υποψήφια για Οσκαρ, δεν το έχει πάρει ποτέ. Μου αρέσει η ιδέα του καταραμένου». Γιατί κάνετε θέατρο; «Πιστεύω στο στοιχείο του προσωπικού αποτυπώματος – στόχος είναι να αφηγηθώ όσο καλύτερα μπορώ την ιστορία και ο άλλος να την πιστέψει. Αντονι Χόπκινς, Γκλεν Κλόουζ είναι ηθοποιοί από τους οποίους περιμένεις κάποια στιγμή να δεις ένα μικρό κομμάτι της προσωπικότητάς τους – σημαντικό στην εποχή μας. Χαθήκαμε στο να γίνουμε κάποιος άλλος». Ισχυρό το αποτύπωμα της Λαμπέτη στη «Μαργαρίτα»; «Πιστεύω ότι τα έργα έχουν ένα άτυπο DNA, το οποίο, περιέργως, είναι στιγμές που νιώθω ότι το κουβαλάμε κι εμείς στη δική μας – ήταν ιστορική παράσταση. Με συγκινεί ο τρόπος της Λαμπέτη, το αισθαντικό, η τρομερή γοητεία της. Το κουβαλάω μέσα μου με την έννοια ενός σεβασμού, μιας συγκίνησης. Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι οι νέοι είμαστε καλύτεροι από τους παλιούς. Μέσα μου λογοδοτώ πάντα στους παλαιότερους. Από την άλλη, με τη νέα γενιά βγήκαμε μαζί σε αυτόν τον ωκεανό να κολυμπήσουμε, μόνοι μας, χωρίς χρήματα. Αυτό με κινητοποίησε. Μας έκανε να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας». Πώς βλέπετε τον εαυτό σας; «Είναι στιγμές που βλέπεις τα πάντα και άλλες στιγμές το τίποτα. Μπαίνεις στη σχολή, δεν έχεις ταβάνι, ονειρεύεσαι όλους τους ρόλους. Βγαίνοντας, σκεφτόμουν ότι θα είμαι τυχερός αν καταφέρω να είμαι σε μια δουλειά όπου θα έχω πέντε λεπτά να εκτονώσω τη λαχτάρα μου να παίξω. Κάποιες στιγμές λέω ότι δεν το περίμενα καθόλου. Κάποιες άλλες ότι είναι κάτι που μπορώ να το κάνω». Πώς νιώσατε με τις καταγγελίες; «Τρομοκρατήθηκα. Κάποιοι τραυματίστηκαν ανεπανόθρωτα, γι’ αυτό και δεν είναι της ώρας να εκφράσεις τη γνώμη σου… Εγώ ευτυχώς δεν έχω καμία τέτοια εμπειρία. Γιατί μπορεί και να τα είχα παρατήσει. Για εμένα το θέατρο ήταν μια διαφυγή από τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Αν συναντούσα αυτά που πέρασαν οι άλλοι, μπορεί να με είχε ισοπεδώσει. Πας στο θέατρο με την ελπίδα ν’ ανακουφιστείς. Για να πάει κανείς στο θέατρο είναι ελλειμματική προσωπικότητα. Κι αυτό είναι το χαστούκι που δεν αντέχεται. Το θέατρο είναι ο χώρος που δέχεται όλους τους ανθρώπους, βασανισμένους, μοναχικούς, καταραμένους, κλειστούς, ευαίσθητους, διαφορετικούς. Και αυτό είναι ωραίο να μην το ξεχνάμε ούτε εμείς ούτε οι θεατές».