Η Ελένη Κοκκίδου μπορεί να μην περίμενε αυτή τη συνάντηση, αλλά δύσκολα θα μπορούσε και να την αρνηθεί. Γιατί η Φλέρυ Νταντωνάκη και τα τραγούδια της, γιατί ο Μάνος Χατζιδάκις και οι μουσικές του, γιατί όλη αυτή η εποχή και η αισθητική ήταν/είναι μέσα στη ζωή και στην κουλτούρα της. Και τελικά, μέσα από τον μονόλογο «Το τραγούδι της Φλέρυς» του Δημήτρη Οικονόμου, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, η ηθοποιός αναμετριέται ξανά με τον εαυτό της. Και προσπαθεί να κατανικήσει τους φόβους της, όπως και η Φλέρυ…

Πώς θα ορίζατε τη «σχέση» σας με τη Φλέρυ Νταντωνάκη;

«Υπήρχε ένας τεράστιος θαυμασμός. Για εμένα η Φλέρυ ήταν σαν τη Μαρία Κάλλας στην όπερα. Ηταν τέτοιες οι προσλαμβάνουσές μου στη μουσική. Σπίτι ακούγαμε Χατζιδάκι, κλασική μουσική, Αττίκ, Γιαννίδη… Ο Χατζιδάκις ήταν μέσα στην κουλτούρα μου. Ημουν δώδεκα χρόνων όταν βγήκε ο «Μεγάλος Ερωτικός» και τον είχα μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά. Επαιζα και στο πιάνο κάποια από τα τραγούδια του. Μεγάλωσα με αυτή την αισθητική, μου ήταν οικεία, είναι η βάση μου. Οπότε όταν μου είπε ο Μάνος Καρατζογιάννης για το κείμενο και τη Φλέρυ, ένιωσα σαν να μου φέρνει η ζωή ένα δώρο. Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα συμβεί. Με γύρισε πίσω στη δική μου τη ζωή και στον τρόπο που εγώ ανακάλυπτα τη μουσική, την τέχνη, το θέατρο. Βρίσκω πολλά κοινά σαν ιδιοσυγκρασία με τη Φλέρυ».

Οπως;

«Οπως το ότι έψαχνε να βρει την αλήθεια των πραγμάτων, έψαχνε σε βάθος την ερμηνεία της μουσικής, τη θέση της στη ζωή, τον λόγο της ύπαρξής της. Μου είναι οικεία αυτά τα πράγματα. Εγώ θεωρώ ότι εμένα με έσωσε η ενασχόλησή μου με την τέχνη, έδωσε νόημα στη ζωή μου – και αυτό είναι το δυσκολότερο πράγμα. Η μητέρα μου αγαπούσε πολύ την τέχνη – τα εφόδια μου δόθηκαν από το σπίτι μου».

Μοναδικότητα και μυστήριο χαρακτηρίζουν τη Φλέρυ Νταντωνάνη. Με τον μονόλογο την «ανακαλύψατε»;

«Η Φλέρυ θα παραμείνει για πάντα ένα μυστήριο. Είναι ένα πολύ δυσανάγνωστο πλάσμα, και αυτό κυρίως γιατί κατέληξε σε μια ψυχική νόσο – δεν άντεξε η ψυχή της το βάσανο, τον αγώνα μέσα της. Την καταλαβαίνω πολύ περισσότερο τώρα μέσα από τον μονόλογο, όπου ζω και την εποχή που έζησε. Την τρικυμιώδη εποχή, του ΄50-΄60, τα νιάτα της στην Αμερική, τις μεγάλες εξεγέρσεις των νέων, τους χίπις, τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Μάη του ΄68, τους Μπιτλς, τους Στόουνς… Ημουν κι εγώ ένα παιδί των λουλουδιών.

Τώρα μέσα από τον μονόλογο μπορώ να καταλάβω τον χώρο όπου έζησε και δημιούργησε αυτή η γυναίκα – χρώματα, άνθρωποι, πολιτική κατάσταση. Ωστόσο έναν μεγάλο καλλιτέχνη ποτέ δεν θα μπορέσεις να τον αποκωδικοποιήσεις, να καταλάβεις αυτό που τον κάνει πολύ μεγάλο».

Στην παράσταση, τη συναντάμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, στη συναυλία του 1985 στη Ρωμαϊκή Αγορά…

«Είναι η τελευταία της συναυλία. Εμείς δεν εστιάζουμε σε αυτό καθαυτό το γεγονός που έγινε το 1985, όταν τραγούδησε στη Ρωμαϊκή Αγορά με τη Δήμητρα Γαλάνη. Εστιάζουμε στο ότι πάντα είχε έναν φόβο να βγει στο κοινό. Πολλές φορές έλεγε ότι θα τραγουδήσει και δεν τραγούδαγε, όχι μόνον στην τελευταία συναυλία, όπου τελικά την ανέβασε στη σκηνή η Γαλάνη.

Μέσα στο κοινό έβλεπε πάντα κάτι που τη βαθμολογούσε, έβλεπε τον πατέρα της ο οποίος, μας αποκαλύπτει, ήταν κακοποιητικός και απαιτούσε από εκείνη πειθαρχία, αυτοσυγκράτηση. Πάντα μέσα στο κοινό τον έβλεπε να τη βαθμολογεί, να απαιτεί – κι ας είχε πεθάνει από χρόνια».

Αυτή η αυστηρότητα σας είναι οικεία;

«Ναι, είχα έναν πολύ αυστηρό πατέρα, που είχε μεγάλες προσδοκίες από εμάς. Πάντα οι μεγάλες προσδοκίες είναι ένα μότο στη ζωή μου και μάλλον δεν θα ξεφύγω ποτέ. Νομίζω ότι ο καλλιτέχνης ποτέ δεν ζει την απόλαυση επί της ουσίας. Μπορεί να ξεχαστεί στο σανίδι, να μην ελέγχει το μυαλό του και να βρεθεί σε μια άλλη διάσταση, να αφεθεί, να φύγει. Αλλά αυτό θα συμβεί κάποια στιγμή, όχι πάντα».

Συμμερίζεστε τον φόβο της έκθεσης;

«Νομίζω ότι αυτός ο φόβος ελέγχεται με τα χρόνια, θεωρώντας ότι έχεις πια τις αποσκευές για να προσφέρεις κάτι στους ανθρώπους. Τα πρώτα χρόνια νιώθεις ότι όλοι σε βαθμολογούν.

Περνώντας ο καιρός, ωριμάζοντας, αποκτώντας εμπειρίες και ζωής και τεχνικής, αρχίζεις και νιώθεις πλέον ότι είσαι εκεί γιατί με έναν τρόπο σε έχουν διαλέξει για να προσφέρεις στους άλλους. Οπότε δεν τους βλέπεις απειλητικά.

Τελευταίως νιώθω ότι όταν βγαίνω στη σκηνή αφήνομαι στην αγκαλιά του κοινού, χωρίς φόβο».

Εχετε φτάσει στο σημείο να μη θέλετε να βγείτε στη σκηνή;

«Μια φορά είχα πάθει κρίση πανικού. Ηταν να τραγουδήσω, όχι να παίξω, και ένιωσα ότι δεν μπορώ. Ηταν μια ψυχική ακραία κατάσταση. Στις φυσιολογικές μου συνθήκες πάντα με πιάνει μια περίεργη σωματική κατάσταση πριν από την πρεμιέρα, όπως όλοι οι ηθοποιοί που έχουν επίγνωση ότι αυτό που κάνουν είναι σημαντικό για τους ίδιους, πιθανόν και για τους θεατές. Το τρακ είναι πάντα κάτι που υπάρχει και μεγαλώνοντας αποκτά άλλη μορφή. Μεγαλώνοντας κάνεις πρωταθλητισμό, έχεις να ανταγωνιστείς τον ίδιο σου τον εαυτό, να πας πιο ψηλά…».

Μόνη επί σκηνής. Δύσκολο;

«Δεν μοιράζεται το βάρος, το έχεις μόνο εσύ».

Τραγουδάτε στην παράσταση;

«Ναι. Δεν μιμούμαι τη Φλέρυ, δεν θα μπορούσα άλλωστε. Εχω τα ακούσματα, η φωνή της είναι πάντα μέσα στο κεφάλι μου, με οδηγεί. Αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει ο λόγος – τα επαγγελματικά της κυρίως, οι μεγάλες αναζητήσεις, τα ταξίδια στο Θιβέτ, η ζωή στη Νέα Υόρκη, εδώ όταν επιστρέφει. Και η κόρη της, το σημαντικότερο γεγονός της ζωής της, ένα αποκαλυπτικό μυστήριο, το μεγαλειώδες θαύμα της ζωής, όπως λέει».

Πόσο καθοριστικό είναι για έναν ηθοποιό να επιλέξει τη στιγμή που φεύγει;

«Εγώ, τώρα, νομίζω ότι δεν θα ήθελα να σταματήσω ποτέ – όσο το επιτρέπει το μυαλό, το σώμα… Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει η προσωπική μου ζωή να μετρήσει περισσότερο από αυτή τη διαρκή προσπάθεια, τον μεγάλο κόπο που κάνει ο καλλιτέχνης. Μπορεί να πεις κάποια στιγμή «φτάνει». Ξέρεις ότι υπάρχει ένα πεδίο που δεν μπορείς ποτέ να καλύψεις, ούτε θα φτάσεις ποτέ στην τελειότητα. Και λες θέλω να ζήσω με λιγότερες αγωνίες, πιο ήσυχα, πιο γαλήνια».

Συνειδητή η αποχώρηση από τη «Μουρμούρα»;

«Αισθάνθηκα ότι μπορεί να γίνει ρουτίνα, και δεν τα έχω καλά με τη ρουτίνα γενικότερα. Ηταν άλλωστε πολλά τα χρόνια, δέκα. Δεν μου ήταν δύσκολο. Εκανε τον κύκλο του, πάμε γι’ άλλα».

Δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί;

«Για εμένα, ναι. Αλλά εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι όταν αποχαιρετάς. Οταν νιώθεις ήσυχα μέσα σου, δεν είναι οδυνηρό. Κι εγώ κέρδισα πολλά από αυτή την πορεία».