Ο Γιάννης Χουβαρδάς καταφέρνει πάντα να μας ταρακουνά: με τις επιλογές του αλλά κυρίως με τον τρόπο που σκηνοθετεί. Για τη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – στη σκηνή της Φρυνίχου – επέλεξε την «Παρεξήγηση» του Αλμπέρ Καμί, ένα έργο σκληρό, όπου μια μάνα με την κόρη της σκοτώνουν τον γιο και αδελφό τους. Ηταν όντως «Παρεξήγηση»;

Κύριε Χουβαρδά, νιώθετε διαφορετικά δουλεύοντας στο Θέατρο Τέχνης;

«Σίγουρα. Και το Υπόγειο έχει κάτι ιδιαίτερο αλλά και εδώ η Φρυνίχου, όπου από χρόνα ήθελα να κάνω κάτι. Είναι ελκυστικοί σαν χώροι και έχουν ιστορία, όχι μόνο την αρχική τους ιστορία αλλά κι εκείνη που έχει πια πολλαπλασιαστεί με όλους αυτούς τους θιάσους που περνάνε και αφήνουν την ενέργειά τους. Ειδικά η Φρυνίχου είναι ένα θέατρο με πολλές δυνατότητες, τις οποίες και προσπαθώ να εκμεταλλευτώ. Είναι ένας περιπετειώδης χώρος».

Γνωρίζατε τον Κουν;

«Τον γνώρισα καλά τον Κουν. Εχω αρκετή ιστορία μαζί του. Οταν πρωτοαποφάσισα να μπω στο θέατρο, η σχολή του ήταν η υπ’ αριθμόν 1, όπως και το ίδιο το Θέατρο Τέχνης. Το Εθνικό ήταν λίγο παρωχημένο, ακαδημαϊκό, με αγκυλώσεις. Αλλωστε είχα μυηθεί στο θέατρο από το Τέχνης, γοητευμένος όπως και πολλοί άλλοι νέοι. Αποφάσισα λοιπόν να δώσω εξετάσεις στη Σχολή του Τέχνης ως ηθοποιός. Εδωσα, με πήραν.

Ταυτοχρόνως ζούσα τότε μια κρίση οικογενειακή. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, ήθελε να ακολουθήσω τα χνάρια του και να ασχοληθώ με την οικογενειακή επιχείρηση. Για να λυθεί, συμφωνήσαμε να πάω πρώτα στρατό ώστε στο διάστημα αυτό να κατασταλάξω. Είχα ήδη μπει στην Ανωτάτη Εμπορική – έξι μήνες μετά, τα παράτησα».

Και;

«Πήγα στρατό κι όταν άρχισε η Σχολή του Τέχνης εμφανίστηκα στο πρώτο μάθημα με τη στολή του σμηνίτη και μου είπαν ότι δεν γίνεται να συνεχίσω, αλλά να επιστρέψω την επόμενη χρονιά, όπως κι έκανα. Αλλά τότε μου ζήτησαν να ξαναδώσω εξετάσεις. Αυτό εγώ δεν το σήκωσα, με πείραξε. Εφυγα, πήγα για σπουδές στη RADA. Είχα όμως διατηρήσει μια αλληλογραφία με τον Χατζημάρκο, ο οποίος με το που τελείωσα μου ζήτησε να επιστρέψω και να γίνω στέλεχος του Τέχνης – με είχε εκτιμήσει πολύ. Γύρισα, ήταν το ’75. Είχε πέσει η χούντα και είχαμε τη ρομαντική διάθεση τότε να ξαναφτιάξουμε την Ελλάδα.

Αρχισα να παίζω στο Τέχνης, «Επτά επί Θήβας» στο Ηρώδειο – ο Κουν είχε μοιράσει τον Αγγελιαφόρο στα τέσσερα, Αρμένης, Κουγιουμτζής, εγώ και, νομίζω, Καρακωνσταντόγλου, και Επίδαυρο, στην πρώτη αναβίωση των «Ορνίθων», στον Χορό. Μετά άρχισαν οι δυσκολίες με τον ιστoρικό κύκλο του Τέχνης. Δεν ευδοκίμησα και αναγκάστηκα να φύγω γρήγορα».

Εξέπεμπε δέος ο Κουν;

«Εκατό τοις εκατό. Ηταν μια δεσπόζουσα μορφή μέσα στην πρόβα, η σιωπή του ήταν σιωπή των πάντων. Ο προβληματισμός και το συννέφιασμά του περνούσαν σε όλους. Ηταν ένας μύθος, ειδικά για εμάς τους νεότερους. Εγώ τον γνώρισα σε μεγάλη ηλικία, βιολογικά ήταν σε κάμψη, αλλά πνευματικά ήταν ακμαιότατος».

Σας ενέπνευσε όλο αυτό για το Αμόρε;

«Μα βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ηταν το θέατρο πρότυπο της εποχής. Τη λέξη ρεπερτόριο από εκεί την ακούσαμε. Το Εθνικό δεν είχε σκεπτικό, ο Κουν είχε. Εψαχνε τα καινούργια έργα, τα έφερνε. Είναι ένα θέατρο με ιστορία και δεν υπάρχει άλλο στην Αθήνα – πλην Εθνικού. Ολα τα άλλα που είχαν κάποια ιστορία τέλειωσαν».

Πώς είδατε το Θέατρο Τέχνης μέσα στα χρόνια;

«Με πολλά σκαμπανεβάσματα. Η μετά Κουν περίοδος ήταν πολύ δύσκολη. Κανείς από τους επιγόνους δεν είχε το πνευματικό του ανάστημα, το μέγεθος του ταλέντου του. Εχει σημασία ότι και ο ίδιος ήθελε πάντα ανθρώπους απαίδευτους, αδούλευτους, φρέσκους, άβγαλτους, για να μπορέσει να τους διαμορφώσει. Οπότε όταν έφυγε αυτομάτως δυσκόλεψαν τα πράγματα και για χρόνια άρχισε να εκπίπτει. Νομίζω πως με τη Μαριάννα (σ.σ.: Κάλμπαρη) κυρίως – χωρίς διάθεση κολακείας – έχει ορθοποδήσει. Μπορεί το θέατρο να μην έχει το κύρος που είχε επί Κουν – υπάρχουν πια πολλά θέατρα, αξιόλογοι σκηνοθέτες – αλλά έχει οντότητα, κύρος, σοβαρές προθέσεις, εκτόπισμα. Δεν μπορεί να είναι αυτό που ήταν. Θα ήταν λάθος να το μιμηθεί».

Το Εθνικό το παρακολουθείτε;

«Ναι. Νομίζω ότι βρίσκεται σε μια ανοδική πορεία. Πιστεύω ότι αφού έφυγα όλες οι καλλιτεχνικές διευθύνσεις προσπάθησαν να κάνουν το καλύτερο δυνατό και σε πολλές περιπτώσεις αναδείχθηκε ο ρόλος του. Τώρα έχω μια διαίσθηση ότι είναι σε καλό δρόμο. Βλέπω σημάδια κάποιας ανοδικής τάσης – δεν θέλω να πω περισσότερα, ο Γιάννης (σ.σ.: Μόσχος) έχει βγει από το Αμόρε.

Οπως και στο Φεστιβάλ με την Κατερίνα Ευαγγελάτου, κουνιούνται σοβαρά τα πράγματα. Μακάρι και στο ΚΘΒΕ – υπάρχουν ενδείξεις, να στηριχτούν Πελτέκης και Σουγάρης. Εχω την πρόθεση να συνεργαστώ».

Πώς νιώθετε που η σκυτάλη περνάει σε νεότερους;

«Μου αρέσει πολύ. Η νεότερη γενιά ήταν για μένα πάντα το alter ego μου με έναν τρόπο. Κι αν ένιωθα ότι εγώ μεγαλώνω, προσέβλεπα πάντα να έρχονται από πίσω νεότεροι με αξία και να πιάνουν τις θέσεις αυτές. Τώρα υπάρχει καλή στελέχωση στους θεατρικούς θεσμούς, και στη Λυρική. Μου δημιουργεί πολύ θετικό συναίσθημα. Θα τους ενθάρρυνα να είναι και πιο ριζοσπαστικοί».

Η συνεργασία με νεότερους – θυμάμαι στο Αμόρε τον Θωμά Μοσχόπουλο – είναι κι ένας τρόπος να ξεγελάτε τον χρόνο;

«Ε, ναι. Ακολουθώ το ίδιο σύστημα και στη ζωή, προσπαθώ να κάνω παρέα με νεότερους – λόγω θεάτρου είναι ευκολότερο. Είναι ένα συνολικό δικό μου αίτημα ζωής, να μπολιάζομαι με νέο αίμα».

Είναι μαζί και μια προσωπική επιβεβαίωση;

«Θέλω να ελπίζω ότι διατηρώ αυτή τη φρεσκάδα και τη νεανικότητα. Μάλιστα, βλέπω πολλές φορές παραστάσεις νεοτέρων και τους λέω «βρε παιδιά, μοιάζει λίγο παλιά αυτή η παράσταση». Αυτό που προσπαθώ, και προσπάθησα να το επικοινωνήσω και με την καλοκαιρινή μου δουλειά στο Φεστιβάλ, βασίζεται στο μότο του Τ.Σ. Ελιοτ ότι «το ταξίδι ξεκινάει πάντα απ΄την αρχή». Γι’ αυτό κι εγώ μέσα στα χρόνια δεν έχω αναπτύξει καμία μέθοδο δουλειάς. Για κάποιους άλλους μπορεί να είναι προβληματικό και ανάθεμα. Για μένα όχι. Ξεκινάω πάντα από το μηδέν. Γι’ αυτό και δεν διδάσκω – κάποια σεμινάρια μόνο.

Ξεκινώ με τα έργα, δεν ξέρω τίποτα από την αρχή. Παλαιότερα διάβαζα τόμους επί τόμων και πήγαινα πάντα πολύ προετοιμασμένος. Τώρα μου είναι πολύ εύκολο να προσεγγίσω ένα έργο – ακούγεται σαν ύβρις αυτό -, αρκεί να είμαι ανοιχτός. Το έργο μού μιλάει αμέσως, δεν σημαίνει ότι θα μιλήσει σε όλους. Νομίζω ότι το μυστικό μιας νεανικότητας και μιας φρεσκάδας είναι ότι δεν έχεις έναν καλουπωμένο τρόπο να πλησιάζεις τα έργα».

Πάμε στην «Παρεξήγηση» και στον Καμί…

«Ο Καμί είναι σίγουρα ένας συγγραφέας που έχει σχέση με εγκλεισμό, καραντίνες, πολιορκίες. Δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος που επέλεξα την «Παρεξήγηση», όσο μια διαίσθηση, ότι κάτι μου ταιριάζει με την εποχή. Και νομίζω ότι σωστά ακολούθησα τη διαίσθησή μου γιατί γίνεται κάτι ιδιαίτερο, κάπως μεταξύ θεάτρου και χοροθεάτρου, με έντονο το στοιχείο της μουσικής. Ο Μπλέιν Ρένινγκερ γράφει τη μουσική και παίζει ζωντανά στην παράσταση».

Τι είναι το έργο; Σύγκρουση με τη μοίρα, παράλογο ή απλώς μια παρεξήγηση;

«Μην περιμένεις απάντηση. Και όποιος, κατά τη γνώμη μου, προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει μηνύματα του έργου ή φιλοσοσοφικούς προβληματισμούς, θα πέσει έξω. Ο Καμί μιλάει ελεύθερα, δεν κρύβει τίποτα. Μπορείς να το δεις από πολλές γωνίες. Εμένα με τραβάει ιδιαίτερα ότι ο θάνατος μπορεί να είναι και λίγο διασκεδαστικός – αλλιώς το έργο δεν αντέχεται. «Δεν συνέβη τίποτα, απλώς ήταν μια παρεξήγηση» λέει στο τέλος η κόρη στη γυναίκα του αδελφού της.

Ολο το έργο είναι μια αδιάκοπη παρεξήγηση. Εγώ παίρνω θέση στο έργο. Ο Καμί δεν εξηγεί αν το κάνουν επίτηδες ή κατά λάθος. Μοιάζει να θέλει να πει ότι το κάνουν κατά λάθος, αλλά υπάρχουν και ηθελημένες παρεξηγήσεις. Πόσες τέτοιες δεν έχουμε κάνει στη ζωή μας; Πόσες φορές ξέρουμε τι λέει ο άλλος και κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε;».

Πώς το στήσατε;

«Θέλω να του δώσω έναν χαρακτήρα θρίλερ, ταινίας τρόμου με πολλά μουσικά και κινησιολογικά στοιχεία. Να μην έχει αυτόν τον στεγνό ρεαλισμό που έχει το ίδιο το κείμενο -στην ουσία έβαζε τις φιλοσοφικές του απόψεις στο χαρτί. Δεν ανεβαίνει συχνά, γιατί είναι πολύ μαύρο. Αν το δεις, μπορείς να τρομάξεις, ο θεατής μπορεί να ψυχοπλακωθεί. Γι’ αυτό και προσπαθώ να δώσω νότες μαύρου χιούμορ, μια ανάταση που μόνο η τέχνη μπορεί να δώσει. Αν το δεις όπως είναι, κόβεις φλέβες».

Με τις επιλογές σας διακρίνω μια τάση προς τον θάνατο;

«Αν δεν έχεις μια τάση προς τον θάνατο, με τι θα έχεις, με τη ζωή; Ηρθαμε στη ζωή, τη ζούμε. Για εκεί που πάμε έχει νόημα να μιλήσουμε με πολύ δημιουργικό και καμουφλαρισμένο τρόπο. Εγώ έβλεπα πάντα την τέχνη σαν δημιουργική ενασχόληση με τον θάνατο. Ο,τι και να πεις για τη ζωή ωχριά μπροστά στην ίδια τη ζωή. Οπότε; Ζήσε τη. Θα κλειστώ εγώ στο θέατρο για να μου πει κάποιος εμένα τι ωραία που είναι η ζωή; Το θέατρο είναι ζωντανό και πρέπει να σε ταρακουνήσει – δεν μπορεί να σε ταρακουνήσει με τη ζωή, γιατί η ζωή είναι πιο δυνατή».

Μετάφραση Μαριάννα Κάλμπαρη, σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς, σκηνικά Εύα Μανιδάκη, κοστούμια Ιωάννα Τσάμη, μουσική Blaine L. Reininger, φωτισμοί Χριστίνα Θανάσουλα. Παίζουν: Μαριάννα Κάλμπαρη, Πηνελόπη Τσιλίκα, Αναστάσης Ροϊλός, Φλομαρία Παπαδάκη, Blaine L. Reininger.