Δύο φίλες περίπου συνομήλικες που διεκδίκησαν την προσωπική τους ελευθερία και η ζωή με τους απρόβλεπτους κυματισμούς της τις έφερε κοντά, τις απομάκρυνε και τις ξαναέσμιξε. Από τη μία η γνωστή και μη εξαιρετέα Ρένα Παπασπύρου (1938), η διαχρονικά δυναμική καλλιτέχνις που έκανε, και συνεχίζει να κάνει, τον αστικό χώρο το πεδίο έμπνευσης και δημιουργίας της.
Από την άλλη, η εξίσου σημαντική αλλά λιγότερο γνωστή Ασπα Στασινοπούλου (1935-2017), η γυναίκα που πόζαρε ως Ανοιξη στις «Τέσσερις Εποχές» του Γιάννη Τσαρούχη και φωτογραφήθηκε γυμνή από τη σύντροφό της Μαρία Δάρα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει μια παλιά ξύλινη σκάλα ως έναν φόρο τιμής στο έργο του Μαρσέλ Ντισάν, ενώ χρησιμοποίησε, από τη μεταπολίτευση και μετά, αντικείμενα καθημερινής χρήσης από τους δρόμους της Αθήνας ως «καμβά» για να τυπώσει φωτογραφίες με ντοκουμέντα της εποχής της.
Οι δύο γυναίκες συνομιλούν μέσα από την έκθεση «Δυνατές στον χρόνο. Ρένα Παπασπύρου – Ασπα Στασινοπούλου» που παρουσιάζεται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης (ΜΣΤΚ) στο Ρέθυμνο μέσα από τα έργα της συλλογής του (συν δύο δανεισμούς από εκείνη της Alpha Bank).
Πρόκειται για έργα από τις δεκαετίες ’70, ’80 και ’90: από τα «Επεισόδια στην Υλη» ή τις «Εικόνες στην Υλη» και το «Baalbek’s» της Παπασπύρου στις χαρακτηριστικές επεξεργασμένες φωτογραφίες πάνω σε έτοιμα αντικείμενα της Στασινοπούλου, μαζί με έργα όπως η εγκατάσταση με τη μεταλλική κατασκευή με το ψόφιο ποντίκι σε έναν ασημένιο δίσκο και μια φωτογραφία ενός παιδιού της Αφρικής.
Έργα άτιτλα στην πλειονότητά τους, αν εξαιρέσεις αυτά που είναι εμπνευσμένα από το αρχαιοελληνικό κάλλος (για παράδειγμα δύο «Νίκες» της από το 1997 συγκεκριμένα).
Την επιμέλεια της έκθεσης έχει η διευθύντρια του ΜΣΤΚ Μαρία Μαραγκού, η οποία είχε επιμεληθεί και την έκθεση με έργα της Στασινοπούλου που είχε διοργανωθεί στο Μουσείο Μπενάκη το 2010.
Όπως θα πει στο ΒΗΜΑ: «Το δικό μου σκεπτικό για αυτή την έκθεση εδράζει στον τίτλο «Δυνατές στον χρόνο». Δύο γυναίκες που έκαναν δουλειά από το ’60 και το ’70 και που παραμένει μέχρι σήμερα πολύ σύγχρονη. Τώρα, γιατί τις συγκεκριμένες – γιατί βέβαια θα υπάρχουν και κάποιες άλλες με αυτές τις «προδιαγραφές» που είναι επίσης «δυνατές» στον χρόνο;
Επειδή είχαν μια σχέση φιλική: ξεκίνησαν μαζί, απομακρύνθηκαν, ξαναβρέθηκαν. Είναι μια ιστορία που με γοητεύει. Επίσης επέφεραν μια τομή στα εικαστικά όταν ξεκίνησαν να δουλεύουν.
Ταξίδεψαν, είδαν, λάτρεψαν τους σπουδαίους των μεγάλων τομών και αυτό έχει σημασία. Από εκεί και πέρα με ιντριγκάρει πολύ η διαφορετική ζωή της καθεμίας. Η Ρένα έγινε καθηγήτρια, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και εγγόνια.
Η Ασπα ήταν μια γυναίκα μποέμ, πολύ γοητευτική, ποτέ δεν υπολόγισε τίποτα, ποτέ δεν φρόντισε το ίδιο της το έργο, είχε μια νοοτροπία σχεδόν περιφρόνησης απέναντί του. Ολη αυτή η εντελώς διαφορετική κατάσταση τις ένωσε μέσα από την «Ελένη», το τελευταίο έργο/δράση για τη Στασινοπούλου που τις έκανε να ξαναγαπηθούν, και μάλιστα με πάθος, για να βγει αυτό το φοβερό έργο».
Το όνειρο και το κέντημα
Με την αφορμή της παρούσας έκθεσης παρουσιάζονται τρεις μεγάλες βιντεοπροβολές αυτής της συνεργατικής περφόρμανς. Η Ρένα Παπασπύρου θυμάται χαρακτηριστικά: «Με την Ασπα γνωριστήκαμε στο φροντιστήριο του Σαραφιανού.
Ήμασταν φίλες για πολλά χρόνια, μετά εκείνη πήγε στο Παρίσι, γύρισε με τη μεταπολίτευση, αλλά εκεί χαθήκαμε. Συναντηθήκαμε πολύ αργότερα, όταν ήρθε και μου είπε: «Ρένα, είδα στον ύπνο μου ότι φορούσα ένα έργο σου και περπατούσα στον δρόμο».
Η Ασπα αυτό έκανε, όταν ήθελε να σε βάλει να κάνεις κάτι σου έλεγε: «Σε είδα στον ύπνο μου». Στο μεταξύ εγώ είχα αγοράσει πριν από χρόνια το είδος του κεντήματος που προετοιμάζει ένα μικρό κορίτσι για – περιορισμένες – προκλήσεις της ενήλικης ζωής, αυτές δηλαδή που επιτρέπονταν και επιβάλλονταν, και λέγεται marquoir. Είναι ένα μικρό κέντημα στο οποίο το παιδί μαθαίνει να γράφει το όνομά του, τους αριθμούς, την ημερομηνία και διάφορα είδη βελονιάς – το καρίκωμα, την μπορντούρα, το κέντημα.
Είναι μια τεράστια παλιά ευρωπαϊκή πρακτική, την έμαθα από τον Σταμάτη Σχιζάκη, ο οποίος ήταν επιμελητής αυτού του έργου όταν παρουσιάστηκε στο ΕΜΣΤ το 2014». Η Παπασπύρου είχε ένα τέτοιο μικρό κεντημένο ροζ μαξιλάρι στο οποίο εφάρμοσε τη δική της εικαστική μέθοδο. Το έβγαλε φωτοτυπίες, άλλαξε τις διαστάσεις του, το έκοψε, μεγέθυνε ορισμένες λεπτομέρειές του και όλα αυτά τα κόλλησε σε δυο λιτά ρούχα.
Έτσι προέκυψε το ένδυμα και μαζί με τα παπούτσια, που επίσης «πείραξε» η Παπασπύρου, η Στασινοπούλου τα φόρεσε και κυκλοφόρησε μια φορά στην Αθήνα περπατώντας από το ΕΜΣΤ προς τη Ρηγίλλης στις 18 Μαΐου, Διεθνή Μέρα Μουσείων το 2014.
Το ίδιο επαναλήφθηκε στη Θεσσαλονίκη, ένα βράδυ στην οδό Τσιμισκή, όπου παράλληλα προβλήθηκε η βιντεοσκοπημένη τεκμηρίωση της φύσης και λεπτομερειών του ενδύματος. Θα υπήρχε και τρίτη φορά στο Ρέθυμνο, κάτι που όμως δεν πραγματοποιήθηκε γιατί δεν το επέτρεψε η κλονισμένη της υγεία.
Στο Ρέθυμνο μαζί με τις προβολές παρουσιάζεται και το ένδυμα, το οποίο ανήκει στη συλλογή του Μουσείου στο Ρέθυμνο, μαζί με τα παπούτσια και το marquoir απ’ όπου ξεκίνησαν όλα.
Όπως θα πει η Παπασπύρου: «Mε την Ασπα δεν είχαμε συνδέσμους εικαστικούς, μορφολογικούς ή θεματικούς, είχαμε όμως παρόμοια αντίληψη και στάση απέναντι στα πράγματα. Αυτό στη γενιά μου ήταν καθοριστικό, ότι μια μερίδα καλλιτεχνών αντικατέστησε τις πατροπαράδοτες τεχνικές – και το λέω με πολύ σεβασμό για αυτές – με άλλες ύλες και άλλες σχέσεις. Αυτή, νομίζω, είναι η πλατφόρμα πάνω στην οποία βρεθήκαμε και οι δύο.
Εγώ πέρασα στις φόρμες που παράγονται από τις ύλες του αστικού περιβάλλοντος, η Ασπα από την άλλη πέρασε στον πολιτικό χώρο, την απασχολούσε το ζήτημα της βίας – πολιτικής, κοινωνικής και ιδεολογικής – όπως και του σεξουαλικού προσανατολισμού της. Πιστεύω ότι της αξίζει μια μεγάλη αναδρομική αφιερωμένη στο έργο της».
INFO
«Δυνατές στον χρόνο. Ρένα Παπασπύρου – Ασπα Στασινοπούλου» στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, ως τις 30 Οκτωβρίου.