Βασίλης Βασιλικός: Το βαρύ αποτύπωμα της γραφής

«Το Βήμα» αποχαιρετά τον ακάματο και πολυβραβευμένο συγγραφέα που σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία, αφήνοντας πίσω του πάνω από 120 αυτοτελείς τίτλους

Μυθιστόρημα, διήγημα, χρονογράφημα, ποίηση, θεατρικό έργο, δεν υπήρξε είδος που να μην καλλιέργησε και στο οποίο να μην ασκήθηκε ο Βασίλης Βασιλικός (1934-2023). Κάτοχος πτυχίου Νομικής από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Γέιλ όπου σπούδασε τηλεσκηνοθεσία, προοριζόταν να αφήσει το αποτύπωμά του στον χώρο της γραφής, όχι σε εκείνον της εικόνας.

Εζησε και εργάστηκε για πολλές δεκαετίες στο εξωτερικό, υπήρξε όμως ένας από τους πιο πολυβραβευμένους και πολυμεταφρασμένους έλληνες συγγραφείς – χωρίς αμφιβολία και ένας από τους πολυγραφότερους: το σύνολο του έργου του ξεπερνά τους 120 αυτοτελείς τίτλους.

Οπωσδήποτε, μεταξύ τους ξεχωρίζει το «Ζ», η ιδιοφυής μυθοπλαστική αναπαράσταση της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς μηχανισμούς στις 22 Μαΐου 1963, «ένα μυθιστόρημα κατά 50% βασισμένο στα τεκμήρια και κατά 50% στη λογοτεχνική φαντασία», όπως θα το χαρακτήριζε ο ίδιος σε συνέντευξή του το 2014 στον συντάκτη του «Βήματος» Γρηγόρη Μπέκο. Η τριλογία «Το φύλλο», «Το πηγάδι», «Τ’ αγγέλιασμα», ο «Γλαύκος Θρασάκης», «Τα καμάκια», «Το ψαροντούφεκο», «Ο ιατροδικαστής», «Η μυθολογία της Αμερικής» συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του.

Τον άνθρωπο και τον λογοτέχνη Βασίλη Βασιλικό αποχαιρετούμε σήμερα από τις στήλες του «Βήματος».

Ριχάρδος Σωμερίτης, Δημοσιογράφος και συγγραφέας

Του χρωστάμε πολλά

Το γράφω έτσι όπως το νιώθω, σαν παλαιός Ελληνας του Παρισιού ενταγμένος στον αντιχουντικό αγώνα: Χρωστάμε πολλά στον Βασίλη Βασιλικό. Και δεν είμαι βέβαιος, όπως και για αρκετούς άλλους, ότι τον τιμήσαμε όσο άξιζε. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τον Νίκο Σβορώνο αλλά και όχι λίγους άλλους, λιγότερο γνωστούς στο ευρύ κοινό, όπως τον Αρη Φακίνο ή τον Κλέμαν Λεπιντίς (Τσελεπίδης) που τόσα προσφέραν με τις σχέσεις τους και τα γραπτά τους… Ή τον Στρατή Σωμερίτη…

Το προοδευτικό δημοκρατικό Παρίσι άκουγε «Βασιλικός» και μάχονταν για την επάνοδο της Δημοκρατίας στον τόπο. Τον τόπο του «Ζ» που απαθανάτισε ο Κώστας Γαβράς στον κινηματογράφο.

Τον Βασιλικό, όταν δεν ταξίδευε αλλού, τον έβλεπες στα στέκια του Παρισιού, στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε ή στο Μονπαρνάς, όπου μπορούσες να συναντήσεις για παράδειγμα τη Μελίνα… Μπορώ να βεβαιώσω ότι για τους γάλλους συναδέλφους, όπως ο αξέχαστος φίλος Μαδερίκ Ρουλό, ο Βασιλικός ήταν διαβατήριο – αυτό που στερούνταν τόσοι εξόριστοι.

Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν κάποιος μελετούσε – υπό την προϋπόθεση πως δεν καταστράφηκαν τα χαρτιά της πρεσβείας και τον σπιούνων της – την περίπτωση του Βασιλικού και όλων των άλλων αυτοεξόριστων αντιχουντικών. Τελικά για εφτά χρόνια, χάρη στη δράση ανθρώπων όπως αυτοί που «έφυγαν» πια ή «φεύγουν», τα «Πολυτεχνεία» ήταν πολλά.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Συγγραφέας

Ολοι βγήκαμε από τον Βασιλικό

Στον Ντοστογιέφσκι αποδίδεται η φράση: «Ολοι βγήκαμε από «Το παλτό» του Γκόγκολ». Και αυτή μου ήρθε στο μυαλό μαθαίνοντας τον θάνατο του Βασιλικού.

Ολοι βγήκαμε όχι από «το καλύτερο ρωσικό διήγημα», κατά τον Ναμπόκοφ, αλλά από Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα και από το Ζ του Βασίλη Βασιλικού.

Ολοι, δηλαδή: η γενιά μου, και οι ακόμα νεότεροι επίγονοι, έστω και εν αγνοία τους.

Θυμάμαι μια προϊστορική φωτογραφία του Bασίλη Bασιλικού, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά, στο οπισθόφυλλο μιας παμπάλαιης έκδοσης του «Z» («Πλειάς», 1973).

Εκεί, ο συγγραφέας μοιάζει πολύ με τον γάλλο ηθοποιό Zαν Λουί Tρεντινιάν, που κατά σατανική σύμπτωση έπαιζε και στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου.

Ο Bασιλικός υπήρξε νεανικό μου είδωλο. Τόσο ως συγγραφέας όσο και για τη – μοναχική τότε – απόπειρά του να κερδίσει τα προς το ζην από τα γραπτά του στην Ελλάδα.

Και αυτή ειδικά η φωτογραφία του ήταν για μένα, για κάποιον άγνωστο λόγο, επί χρόνια αντιπροσωπευτική τής εν λόγω στάσης του. Πορτρέτο του επαγγελματία συγγραφέα ως μεσήλικα.

***

Οι νεοέλληνες λογοτέχνες, ιδίως εκείνοι της γενιάς του Bασιλικού, σνόμπαραν αγρίως τη δημοσιογραφία.

Η απαξιωτική αυτή στάση επιφυλάχθηκε και απέναντι στον ίδιο τον Bασιλικό, επειδή ακριβώς καλλιέργησε κυρίως ένα είδος πεζογραφίας που πατάει περισσότερο στο ντοκουμέντο και λιγότερο στη μυθοπλασία, και, παράλληλα, άρχισε από πολύ νωρίς ανενδοίαστα να δημοσιογραφεί.

Κάτι που για μας, τους μεταγενέστερους, κατάντησε κοινός τόπος. Είναι, λοιπόν, δικαιωματικά ο πρώτος διδάξας.

***

Ανοδική τάση στη σύγχρονη λογοτεχνία παρουσιάζει το είδος εκείνο του μυθιστορήματος όπου το πραγματολογικό υλικό παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Κάτι τέτοιο ισχύει στη μητροπολιτική λογοτεχνία, όπως η αμερικανική, αλλά και σε περιφερειακές, όπως η νεοελληνική.

Αδιάφορο εάν στα καθ’ ημάς παίρνει συνήθως τη μορφή του ιστορικού μυθιστορήματος. Κατά βάθος, το βέλος έδειξε για πρώτη φορά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση στην περίπτωση του Βασιλικού.

Οσο γι’ αυτό που του καταμαρτυρούσαν κάποτε, ότι ήταν ένα ταλέντο που σπαταλήθηκε στην πολυγραφία, σαν να έχει πια πάρει γύρω μας διαστάσεις επιδημίας.

Σε πείσμα της παλαιότερης άποψης που εκτιμούσε απεριόριστα το παράδειγμα του αριστοκρατικά ολιγογράφου Ταχτσή, το παρόν ακολουθεί την πληθωρική Βασιλική οδό.

Αναστάσης Βιστωνίτης, Δημοσιογράφος και λογοτέχνης

Πάθος γραφής και πάθος ζωής

Ο Βασίλης Βασιλικός, που έφυγε από τη ζωή στα 89 του χρόνια, σύμφωνα με τον αείμνηστο Μένη Κουμανταρέα ήταν «το μεγαλύτερο ταλέντο της γενιάς του» και «ο πρώτος» (από τη γενιά αυτή) «που υπήρξε επαγγελματίας συγγραφέας». Για όσους γνωρίζουν το έργο του ο Κουμανταρέας είχε δίκιο. Και για εκείνους που τον ήξεραν προσωπικά, όπως ο γράφων, ο Βασιλικός διέθετε ένα μεγάλο χάρισμα: ήταν ανοιχτός και γενναιόδωρος, ιδιαίτερα για τους νέους. Κάποτε μου είπε πως δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να κάνει ένας νέος. Από μια ομάδα μέτριων νεαρών μπορεί να ξεκορφίσει όποιος θα δώσει σημαντικό έργο.

Ηταν χαριτωμένος στις παρέες και πάντοτε είχε να αφηγηθεί πλήθος ιστορίες από τον πολυτάραχο βίο του. Κι όταν στα καφενεία ερχόταν ο λογαριασμός, όσο θυμάμαι δεν άφηνε κανέναν άλλον να πληρώσει.

Γνώριζε ότι από τα εκατό και πλέον βιβλία που εξέδωσε θα «έμεναν» μόνο τα καλύτερα: Η Τριλογία, οι Φωτογραφίες, τα Θύματα ειρήνης, το αξεπέραστο Ζ. Εργα της νεότητάς του αλλά απολύτως ώριμα. Ομως έγραφε ακατάπαυτα. Το πάθος γραφής ήταν για τον ίδιο πάθος ζωής. Οι νεότεροι συζητούσαν μαζί του και δεν είχαν την αίσθηση ότι μιλούσαν μ’ έναν διάσημο και πολυμεταφρασμένο συγγραφέα, που είχε συναναστραφεί με τις περισσότερες διασημότητες της εποχής του στα χρόνια της δικτατορίας όπου έζησε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό.

Ετρεφε αδυναμία, μου είχε πει, για τη Διήγηση του Ιάσονα, το «πρώτο», όπως το θεωρούσε, βιβλίο του, που το εξέδωσε δεκαεννιά ετών το 1953! Κι όμως ανήκει στα ωραιότερα μυθιστορήματα της εφηβείας που έχουμε στη γλώσσα μας.

Αυτόν τον «συγγραφέα από κούνια» δεν τον άκουσα ποτέ να επαίρεται που πρώτος αυτός έφερε τη σχολή του new journalism (ή του nonfiction novel) στην Ελλάδα. Το Ζ είναι το κατεξοχήν παράδειγμα. Αλλά παρότι τα πρότυπά του είναι ο Τρούμαν Καπότε και ο Νόρμαν Μέιλερ το Ζ είναι ένα απολύτως ελληνικό βιβλίο, που συνδυάζει αριστοτεχνικά το ρεπορτάζ, τη μαύρη ποίηση της εποχής και τα εξομολογητικά στοιχεία.

Το γράψιμο του Βασιλικού είναι νεανικό, ακόμη και στα μετριότερα βιβλία του, όπως νεανική ήταν και η παρουσία και η συμπεριφορά του στις παρέες. Δεν τον ενδιέφερε να ξεχωρίζει, μολονότι είμαι βέβαιος ότι αυτό το τελευταίο το γνώριζε. Οι αρνητικές κριτικές δεν τον εκνεύριζαν, αν ο κριτικός βρισκόταν ψηλά στην εκτίμησή του. Συνέχιζε να γράφει και να εκδίδει τα βιβλία του με φρενήρεις ρυθμούς, ακόμη κι όταν δεν αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα. Ηταν για τον ίδιο υπαρξιακή ανάγκη.

Γνώριζε άριστα την κινηματογραφική τεχνική, αφού είχε κάνει στην Αμερική σπουδές στον κινηματογράφο και έγραψε σενάρια. Αλλά, όπως μου είπε, είναι θεμελιώδες λάθος αυτό που συμβαίνει με κάποιους νέους πεζογράφους οι οποίοι μιμούνται την κινηματογραφική αφήγηση. Η πεζογραφική αφήγηση είναι διαφορετική.

Μεταξύ μας ουδέποτε συζητήσαμε για την τρέχουσα πολιτική. Οι απόψεις μας διέφεραν – και το ξέραμε αμφότεροι. Φυσικά και τον ένοιαζε η δημόσια εικόνα του. Ηταν συγγραφέας εποχής: Πληθωρικός, ανήσυχος, παρεμβατικός ακόμη και για τους λάθος λόγους, ζώντας σε μια παρατεταμένη εφηβεία, σε καθεστώς δηλαδή εξέγερσης που τη φώτιζε ένα μεγάλο ταλέντο. Η Θεία Πρόνοια να φυλάει αυτόν/ήν που θα φροντίσει την έκδοση των Απάντων του και θα βάλει σε τάξη το αρχείο του.

Θανάσης Αγαθός, Αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ

Λίγα λόγια για τον Βασίλη Βασιλικό

Ο Βασίλης Βασιλικός υπήρξε μια κορυφαία φυσιογνωμία του νεοελληνικού λογοτεχνικού πεδίου, ένας συγγραφέας που αφήνει πίσω του ένα έργο πληθωρικό, πολύπτυχο και παιγνιώδες, ένα έργο που αρνείται τις συμβατικές κατηγοριοποιήσεις.

Αποτύπωσε στα γραπτά του τη μεγάλη περιπέτεια της νεότερης Ελλάδας, συνδυάζοντάς την με τις μικρές περιπέτειες των ανθρώπων της.

Ηδη από το πρώτο του μυθιστόρημα Τα σιλό, το οποίο γράφει σε εφηβική ηλικία, το 1949, αναμετριέται με την πρόσφατη τότε Βουλγαρική Κατοχή στη Μακεδονία, μέσα από τα μάτια μιας νεαρής γυναίκας και των μεσήλικων γονιών της. Στο μυθιστόρημα Θύματα ειρήνης του 1956 οι ήρωές του, επτά νέοι άνδρες, μέλη μιας συντροφιάς, βλέπουν τις σχέσεις τους να δοκιμάζονται στη Θεσσαλονίκη των σκληρών μετεμφυλιακών χρόνων (με προφητικό τρόπο ο Βασιλικός εμφανίζει τους νεαρούς ήρωες να βρίσκουν το ιδανικό που αναζητούσαν απεγνωσμένα στο όραμα της «απελευθέρωσης» της Νίκης της Σαμοθράκης, της «απαγωγής» της από το Μουσείο του Λούβρου και της επιστροφής της στο ελληνικό έδαφος!).

Η περίφημη Τριλογία (Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα), του 1961, λυρικός και σκληρός μαζί στοχασμός πάνω στον κατακερματισμό του νέου ανθρώπου του αντιφατικού μεταπολεμικού κόσμου, του χαρίζει όχι μόνο το πολυπόθητο Βραβείο των Δώδεκα αλλά και μια περίοπτη θέση στη λίστα των σημαντικότερων νεοελλήνων πεζογράφων. Το αριστουργηματικό non-fiction novel Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (1966), μυθοπλαστική επεξεργασία της συγκλονιστικής δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963, συνθέτει ένα συγκλονιστικό μωσαϊκό της βαθιά τραυματισμένης ελληνικής κοινωνίας της περιόδου που ξεκινά από την Κατοχή και φτάνει ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960· τεράστια επιτυχία σε όλο τον κόσμο, μεταπλάθεται σε μια εξίσου αριστουργηματική ταινία από τον Κώστα Γαβρά.

Τα κείμενα που γράφει στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (και εκδίδει αυτοτελώς στο Λονδίνο από τις θρυλικές εκδόσεις «8 ½») είναι πολύτιμα τεκμήρια του αντιδικτατορικού αγώνα των Ελλήνων του εξωτερικού. Ο Γλαύκος Θρασάκης, έργο-σταθμός στην πορεία του συγγραφέα, είναι ένα συναρπαστικό «έργο εν προόδω» (κάνει την πρώτη του έκδοση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και από τότε υπόκειται σε διαρκείς αναθεωρήσεις), που ο ίδιος χαρακτηρίζει «βιομυθιστόρημα, αυτομυθιστόρημα ή και αντιβιογραφία».

Τα πεζογραφήματα Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Το τελευταίο αντίο και Η φλόγα της αγάπης, γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αποτελούν ύμνους στον απόλυτο έρωτα και σχόλια πάνω στη διαχείριση του πένθους. Και η συναρπαστική αυτοβιογραφία του Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (1999), όπως και τα μεταγενέστερα ημερολόγια Οι γάτες της Rue D-Hauteville (2010) και Ημερολόγιο Θάσου (2015), αποτελούν διαυγείς και συγκινητικές καταθέσεις ψυχής και πνεύματος ενός ανθρώπου που υπήρξε ενεργός πολίτης του κόσμου και αφοσιώθηκε με πραγματικό πάθος στην υπόθεση της γραφής, ταυτίζοντάς την με την ίδια την ύπαρξή του.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.