Χαρούμενοι στο πένθος μας. Κι ενώ κοιτάζουμε κατάματα την ιστορία. Δηλαδή την ανθρώπινη μοίρα. Να ένας πιθανός ορισμός της τέχνης. Γιατί είναι το σκοτάδι που κυοφορεί το φως και όχι το αντίθετο. Και επειδή όσο επιμένουμε να αφηγούμαστε τον κόσμο, τόσο ο a priori σκοτεινός και ακατανόητος κόσμος γίνεται λιγότερο σκοτεινός και παύει να είναι ακατανόητος. Τότε η τέχνη ερμηνεύει την ιστορία συχνά προφητεύοντάς την.
Στην έκθεση που εγκαινιάστηκε την περασμένη Τετάρτη στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά ο Παναγιώτης Τανιμανίδης καταθέτει μία συγκλονιστική ενότητα 46 έργων στα οποία συνδυάζονται η γλυπτική, η ζωγραφική, οι κατασκευές, το ready – made και το assemblage παράλληλα με τον ποιητικό λόγο, τη θεατρική αίσθηση και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Θέμα του είναι η τολμηρή αναδρομή στον ιστορικό χρόνο μέσα από τις τομές τριών πολέμων: την εθνική μας επανάσταση πριν από 200 χρόνια, το μαύρο ’22 πριν από 100 χρόνια και τον πόλεμο της Ουκρανίας που ξεκίνησε μόλις πριν από έναν χρόνο. Από το σημείο μηδέν της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας κρίσης. Ολα αυτά συμπλέκονται ελεύθερα, με εμπνευσμένο τρόπο ώστε η φαντασία του καλλιτέχνη να εικονογραφεί, σαν στατικό σινεμά, το δράμα της ιστορίας όπου συνυπάρχουν οι φτωχογειτονιές των προσφύγων στην Κοκκινιά και τη Δραπετσώνα, η ιστορία του Νικηταρά στον οποίο το γκουβέρνο επέτρεψε να ζητιανεύει έξω την Ευαγγελίστρια του Πειραιά, τη φυλακή του Κολοκοτρώνη αλλά και την πιο πρόσφατη θυσία των Ιμίων.
Φαντάζομαι πως δεν θα υπάρξουν ισχυρές διαφωνίες αν πούμε ότι η επέτειος για το 1821 ενώ ξεκίνησε με μεγάλες ελπίδες τόσο ως προς την αναθέρμανση της ιστορικής μνήμης όσο και για την αποκατάσταση της Παλιγγενεσίας μας ως κορυφαίου γεγονότος της ευρωπαϊκής ιστορίας, γρήγορα εκφυλίστηκε σε άνευρο φολκλόρ. Λοιπόν, έστω και με καθυστέρηση δύο ετών, ο Τανιμανίδης δικαιώνει εικαστικά το ’21 και τιμά με τις εικαστικές του ελεγείες τη γενοκτονία του ’22. Και ας μην ξεχνάμε πως είναι ο ίδιος καλλιτέχνης που έστησε πριν από έξι χρόνια στην Πλατεία Αλεξάνδρας το περίφημο μνημείο των Ποντίων «Πυρρίχιο Πέταγμα», μία μεταλλική, καμπύλη κατασκευή μήκους 16 μ. που ήδη έχει καταστεί τοπόσημο του Πειραιά. Στην παρούσα έκθεση της Δημοτικής Πινακοθήκης της πόλης παρουσιάζονται προσχέδια, λεπτομέρειες αλλά και ένα περιεκτικό βίντεο από αυτή τη δημιουργία, χορηγός της οποίας υπήρξε ο ποντιακής καταγωγής εκ μητρός Βαγγέλης Μαρινάκης. Ενας δημιουργός λοιπόν ασχολείται με το εθνικό και με το διεθνές προσπαθώντας να πάρει θέση αλλά και να ερμηνεύσει με τα δικά του μέσα αυτά που απασχολούν όχι μόνο τον τόπο μας αλλά όλη την ανθρωπότητα.
Κι όλα αυτά ενώ βρισκόμαστε ως κοινωνία στο σημείο μηδέν όπου οι συλλογικοί, πολιτικοί μας μύθοι έχουν κενωθεί πλήρως από τα μηνύματα ή τους συμβολισμούς τους σαν να μην ίσχυσαν ποτέ και όπου οφείλουμε να εκκινήσουμε πάλι από το μηδέν. Σαν να μη συνέβη τίποτε στο παρελθόν που να μας σφραγίζει ως ιδεολογία ή πολιτική πρακτική… Σαν να πρόκειται για μια θρησκεία της οποίας οι θεοί μετακόμισαν οριστικά αλλού. Που αποδήμησαν βιαστικά και δεν δύνανται πλέον να θαυματουργούν. Η τέχνη του Τανιμανίδη είναι μία μορφή αντίστασης και μία πρόσκληση αυτογνωσίας. Γράφει ο ίδιος για τα έργα του:
«Ενας μακρύς συρτός αντικριστός χορός του Κασομούλη, του Σταματελόπουλου, του Μακρυγιάννη, του Καποδίστρια, του Κολοκοτρώνη, του ιερέα Γεώργιου Εμμανουηλίδη που πήρε 150 χωριανούς του από τον Πόντο και τους έφτασε μέσα από τη φωτιά στην Πρέβεζα, του Παπαρρηγόπουλου, του Πούτιν, του Ζελένσκι, κάτω από το σήμαντρο βλέμμα του Πινδάρου… Αυτή η έκθεση είναι μια προσπάθεια που ψάχνει σε ποιον ανήκουν τα «πνευματικά δικαιώματα» αυτών των πολέμων, αυτών των αινιγμάτων που ο χρόνος τα αφήνει στο μισοσκόταδο της ιστορίας…». Εξαιρετική προσέγγιση από έναν καλλιτέχνη που μπορεί να υπερασπίζεται την πρωτοπορία με υλικά της παράδοσης και με συνείδηση ιστορίας. Τόσο της εθνικής όσο και της παγκόσμιας. Οντως ταυτόχρονα και ποιητικός και απόλυτα ρεαλιστής. Γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήδη από την δεκαετία του ’30:
«Η ανθρωπότητα που κάποτε ήταν, κατά τον Ομηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, έχει γίνει τώρα θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την κάνει να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητική απόλαυση πρώτου μεγέθους». Αυτό το οδυνηρό θέαμα που «απολαμβάνουμε» μέσα απ’ τους τηλεοπτικούς δέκτες μας, αποτυπώνει πρωτίστως ο Τανιμανίδης με την επιβλητική κατασκευή που εκτίθεται στη δεξιά αίθουσα της Πινακοθήκης και έχει διαστάσεις 9 x 5 x 3 μ. περίπου. Το έργο αναφέρεται στο «μακάβριο χάδι του πολέμου», το οποίο εμφανίστηκε πριν από ενάμιση χρόνο στη γειτονιά μας, εκεί ακριβώς που ήταν οι πανάρχαιες εστίες των Ελλήνων στην Κριμαία και την αζοφική θάλασσα σκορπώντας τον θάνατο. Ο τίτλος είναι απόλυτα ενδεικτικός:
Πόλεμος Γειτόνων – drone Κηδεμόνων. Blood cola – fresh baby blood – zero feelings. Κι ενώ στηνόταν αυτό το εντυπωσιακό όσο και τρομαχτικό εικαστικό περιβάλλον, ξεσπούσε την ίδια μέρα η άλλη φρικώδης σύγκρουση στην Παλαιστίνη με αίμα αθώων να ρέει κρουνηδόν. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η τέχνη δεν είναι προφητική; Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι η δημιουργία δεν είναι μείζον αντίδοτο του θανάτου;
Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι ιστορικός Τέχνης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.