Πρόσφατα τραγούδησε με επιτυχία, όπως επιβεβαιώνουν και οι εξαιρετικές κριτικές, τον Βόταν από τη «Βαλκυρία», στο Κρατικό Θέατρο του Μπράουνσβαϊγκ της Γερμανίας. Ο Αρης Αργύρης αφήνει τώρα για λίγο το πληθωρικό δραματικό σύμπαν του Βάγκνερ για να στραφεί στον τρυφερό, συναισθηματικό, εσωστρεφή κόσμο των λίντερ. Kαι για να μας ταξιδέψει, πάντα διά της μουσικής, στους μύθους της της Αρχαίας Ελλάδας.

Ο βαρύτονος με τη διεθνή καριέρα θα ερμηνεύσει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τραγούδια του Φραντς Σούμπερτ με θέματα από την ελληνική αρχαιότητα. Τίτλος του πρωτότυπου ρεσιτάλ που θα δώσει στις 8 Απριλίου στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος συνοδευόμενος από τον πιανίστα Πέτερ Μπόρτφελντ «Ο ελληνικός Σούμπερτ» και όπως ο ίδιος ο ερμηνευτής εξηγεί «πρόκειται για ένα όνειρό μου, για μια ιδέα που με απασχολούσε εδώ και χρόνια και που χαίρομαι ιδιαίτερα καθώς τώρα μου δίνεται η δυνατότητα να την πραγματοποιήσω στην Ελλάδα. Είχα ανέκαθεν ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό στην τέχνη του γερμανικού λιντ και στον Σούμπερτ. Εναν σεβασμό ο οποίος εμπεριείχε όμως και μια μικρή δόση φόβου».

Φόβου γιατί; Τι ήταν αυτό που σας τρόμαζε;

«Το λίντερ έχει τις δικές του ιδιαίτερες απαιτήσεις, και τεχνικές και ερμηνευτικές. Δεν έχει την εξωστρέφεια της όπερας. Η διαδικασία του λίντερ όπως και μιας συναυλίας ή μιας όπερας σε μορφή κοντσέρτου, όπως ο Βάγκνερ που ερμήνευσα πρόσφατα στο Μπράουνσβαϊγκ, σε αφήνει πολύ πιο εκτεθειμένο, πιο γυμνό μπροστά στο κοινό. Ετσι όπως στεκόμουν φορώντας το σακάκι μου και προσπαθούσα να τραγουδήσω τον Βόταν, αισθανόμουν άβολα κατά μία έννοια. Γιατί εγώ είναι καλλιτέχνης του θεάτρου. Με ενδιαφέρει το κοστούμι, το μακιγιάζ, η διαδικασία διά της οποίας δημιουργείς έναν ρόλο. Μου αρέσει να κρύβομαι πίσω από έναν ρόλο. Αισθανόμουν λοιπόν πως χρειαζόταν μια άλλου είδους προσπάθεια για να μπω σε έναν χαρακτήρα χωρίς να κρυφτώ πίσω από το κοστούμι του. Ε, το λιντ σε αφήνει ακόμα πιο γυμνό! Κάθε τραγούδι είναι μια μικρή ιστορία. Πρέπει στα δύο, τρία λεπτά που διαρκεί να τη διηγηθείς με τρόπο που να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου. Είναι σαν να δίνεις μία μικρή παράσταση. Με το που τελειώνει η μία παράσταση έρχεται με το επόμενο τραγούδι άλλη μία μικρή παράσταση και πάει λέγοντας. Μέσα σε μία ώρα ερμηνεύεις πολλές μικρές όπερες, καθεμιά συμπυκνωμένη σε πολύ μικρό χρονικό περιθώριο».

Χρειάστηκε ιδιαίτερη μελέτη, δίπλα στις άλλες υποχρεώσεις σας, για να νιώσετε έτοιμος να βγείτε στη σκηνή με τα τραγούδια του Σούμπερτ;

«Ω ναι! Τα τελευταία χρόνια μαζί με τον πιανίστα μου μπήκαμε και σε μία άλλη διαδικασία, κάναμε πολύ έντονο brainstorming, δουλέψαμε πολύ για να φτάσουμε σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα».

Και η επιλογή των κομματιών πώς έγινε;

«Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κύκλος τραγουδιών. Από όλη την παραγωγή του Σούμπερτ αλιεύσαμε περίπου τριάντα λίντερ με αναφορές στην ελληνική μυθολογία. Από αυτά επιλέξαμε τα δεκαεπτά. Προσπάθησα να ενώσω τα λίντερ σε μικρές ενότητες ώστε να μπορεί να υπάρχει μια συνέχεια από το ένα στο άλλο. Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι πάντα πολύ λίγος ο χρόνος που έχει κάποιος για να ξετυλίξει τις ερμηνευτικές του δυνατότητες. Ολα πρέπει να γίνουν πολύ γρήγορα, με μια ένταση που δεν την έχεις στην όπερα όπου διαθέτεις λίγο περισσότερο χρόνο. Πριν από ενάμιση χρόνο τραγούδησα τον «Ελληνικό Σούμπερτ» για πρώτη φορά στη Βόννη και έπειτα σε μια μικρή πόλη, στο Κούζελ, γενέτειρα του σπουδαίου τενόρου Φριτς Βούντερλιχ. Πριν από λίγες μέρες, στις 26 Μαρτίου, παρουσίασα τα τραγούδια και στη Βιέννη, αυτή τη φορά στην ενορχηστρωμένη εκδοχή τους για ορχήστρα δωματίου».

Υπάρχει και τέτοια εκδοχή εκτός από την εκδοχή για πιάνο και φωνή;

«Ηταν η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση των τραγουδιών σε ενορχηστρωμένη μορφή. Και όχι, δεν υπήρχε τέτοια εκδοχή, ζήτησα εγώ από έναν εξαιρετικό συνθέτη, τον Αργεντίνο Χοσέ Λουίς Λαρσάμπαλ (που είναι και ο πατέρας της συζύγου μου, της μεσοφώνου Λούπε Λαρσάμπαλ), να κάνει τη μεταγραφή. Ηταν μια παρουσίαση πολύ ιδιαίτερη, καθώς υπήρχε και αφηγήτρια η οποία ανά τρία-τέσσερα τραγούδια εξηγούσε τα θέματα, τη δομή της συναυλίας».

Στην Ελλάδα όμως θα τα ερμηνεύσετε μόνο με πιάνο. Πώς και δεν επιλέξατε την πιο εντυπωσιακή παρουσίαση με ορχήστρα;

«Η παρουσία μιας ορχήστρας κάνει αμέσως την όλη διαδικασία πιο σύνθετη και ακριβή. Σκέφτηκα πως μπορεί να μην ήταν εύκολο για τη Λυρική να υποστηρίξει κάτι τόσο φιλόδοξο, γι’ αυτό και αποφάσισα να έρθω με το πιάνο. Δεν σας κρύβω πως περιμένω με μεγάλη περιέργεια να δω τι εντύπωση θα κάνει στο ελληνικό κοινό «Ο ελληνικός Σούμπερτ»».

Μιλήσατε για τον φόβο που σας προκαλούν. Την ίδια στιγμή τι είναι εκείνο που κάνει τα λίντερ τόσο ενδιαφέροντα;

«Η ομορφιά της μουσικής και των στίχων. Αποτελούν, επιπλέον, φοβερή άσκηση για τον ερμηνευτή. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη τέχνη το γερμανικό λιντ».

Τελικά τραγουδιούνται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι η όπερα;

«Δεν πρέπει να πέφτουμε σε τέτοιες παγίδες. Δεν μπορεί να έχεις άλλη φωνή και τεχνική για το λιντ και άλλη για την όπερα. Υπήρξαν μεγάλοι τραγουδιστές της όπερας που ήταν και σπουδαίοι λιντερίστες, όπως ο Ντίτριχ Φίσερ Ντισκάου, η Γκρέις Μπάμπρι, ο Τζορτζ Λόντον, ο Φριτς Βούντερλιχ και στις μέρες μας ο Μπριν Τέρφελ, ο Σάιμον Κίνλισαϊντ, ο Τόμας Χάμπσον… Είχαν μεγάλη επιτυχία και στα δύο είδη. Δεν δέχομαι ούτε αυτό που λένε ορισμένοι ότι το λιντ θέλει μικρότερη φωνή και η όπερα μεγαλύτερη. Απλώς θέλει μια άλλου είδους προσέγγιση, πρέπει ο ερμηνευτής να κατανοήσει αυτή τη συμπύκνωση, τη λεπτομερή ανάγνωση της φράσης και να βρει τον τρόπο που θα τη μεταδώσει στο κοινό. Κατά τα άλλα πάντα τραγουδάς με τον ίδιο τρόπο και εκείνο που έχει πάνω από όλα σημασία είναι τι θέλεις να πεις με το τραγούδι σου!».