Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Νότιο Λονδίνο σε οικογενειακό περιβάλλον που είχε στενές σχέσεις με την Εκκλησία και αγαπούσε την γκόσπελ μουσική, ο Τζέικ Αϊζακ άρχισε να παίζει ντραμς από όταν ήταν τριών μόλις ετών. Στην ύστερη εφηβεία του είχε γίνει ήδη session μουσικός για γνωστά ονόματα όπως η Duffy, η Σίνθια Ερίβο και η Νάταλι Ιμπρούλια. Παράλληλα ωστόσο έγραφε και δικά του pop soul τραγούδια. Μια αξιοπρόσεκτη εμφάνιση σε ένα από τα stages του φεστιβάλ Γκλάστονμπερι δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Ελτον Τζον ο οποίος του πρότεινε να συνεργαστούν. Το 2017 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ του με τίτλο «Our Lives», ακολούθησε το «Honesty» το 2021 και πριν από λίγο καιρό παρουσίασε την τρίτη δισκογραφική του δουλειά, το πολύ ωραίο «For When it Hurts».
Κύριε Αϊζακ, ποιες είναι οι πιο δυνατές μουσικές αναμνήσεις που έχετε από τα παιδικά σας χρόνια;
«Τα γκόσπελ στην Εκκλησία, τα ντραμς, το να ακούω τους δίσκους του πατέρα μου ο οποίος αγαπούσε τον Πολ Σάιμον, ειδικά το «Graceland». Θυμάμαι επίσης πολύ καθαρά την πρώτη φορά που είδα τον Μάικλ Τζάκσον στο MTV, είχα νιώσει έξαψη από τον ενθουσιασμό. Καταλάβαινα ήδη τότε ότι η μουσική είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο σε εμένα σε σχέση με άλλους ανθρώπους».
Παρ’ όλα αυτά, αργήσατε να ακολουθήσετε καριέρα τραγουδιστή…
«Δεν είχα την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση. Ούτε τώρα θεωρώ ότι είμαι ο τραγουδιστής με τις περισσότερες δυνατότητες, πολλοί φίλοι μου είχαν εξαιρετικές φωνές, καλύτερες από τη δική μου».
Εσείς όμως ερμηνεύετε με πολύ συναίσθημα, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν πολλοί.
«Ισως όμως τότε έπασχα από imposter syndrome, από το σύνδρομο του απατεώνα. Υπάρχει όμως και κάτι υγιές στο να μπορείς να αναγνωρίσεις το ταλέντο ή την υπεροχή των άλλων. Μένεις προσγειωμένος, ταπεινός, αναγκάζεσαι να δεις τι μπορεί να σε κάνει εσένα να ξεχωρίσεις. Ακόμη δεν μπορώ να τραγουδήσω σαν την Μπιγιονσέ, αλλά ξέρω πώς να γίνομαι συναισθηματικός και να λέω την αλήθεια μου με τα δικά μου τραγούδια. Γνωρίζω επίσης ότι έχω αναγνωρίσιμο ηχόχρωμα».
Πείτε μου για τη γνωριμία και τη συνεργασία σας με τον Ελτον Τζον.
«Με είδε στο Γκλάστονμπερι και μου πρότεινε να ενταχθώ στο δυναμικό της εταιρείας management καλλιτεχνών που έχει. Είναι πολύ σημαντικό το ότι πάντα στηρίζει τους νέους. Δεν θα ξεχάσω τη φορά που βρέθηκε σε χριστουγεννιάτικο τραπέζι σπίτι του με άλλους καλλιτέχνες όπως ο Εντ Σίραν, η Αν Μαρί και ο Rag’n’Bone Man και ο Ελτον μου ζήτησε να καθίσω δίπλα του και μου μίλησε με πολύ ενθαρρυντικά λόγια, μου είπε ότι πρέπει να τα δώσω όλα από εδώ και πέρα. Είναι φυσικά ένας ζωντανός θρύλος, αλλά και ένας τόσο υπέροχος τύπος, πολύ ζεστός και ανθρώπινος».
Τα τραγούδια σας μοιάζουν να έχουν πολύ προσωπικά στοιχεία. Δεν φοβάστε την έκθεση;
«Οπως όταν εκτίθεσαι συναισθηματικά στους δικούς σου ανθρώπους είναι πιο πιθανό να πληγωθείς, έτσι και στην τέχνη αν είσαι ευάλωτος σε αυτά που κάνεις τόσο πιο πιθανό είναι να το πάρεις προσωπικά αν δεν αρέσεις σε κάποιον. Στην αρχή φοβόμουν και ήμουν διστακτικός, όμως δεν είχα βρει τον ήχο μου, πειραματιζόμουν, έπρεπε να συνειδητοποιήσω πρώτα πόσο αγαπώ τη σόουλ μουσική για να αφοσιωθώ σε αυτό το είδος. Οσο μεγαλώνω τόσο λιγότερο φοβάμαι την έκθεση, η ζωή είναι μικρή για να καθορίζεται από τις αντιδράσεις ή τη γνώμη των άλλων».
Το άλμπουμ «For When It Hurts» είναι πλήρως αντιπροσωπευτικό τού ποιος είστε;
«Ναι, εκφράζει σε μεγάλο βαθμός το ποιος είμαι. Θα έλεγα ότι είναι και το καλύτερό μου αλλά θέλω να ελπίζω ότι στο μέλλον θα κάνω ακόμη καλύτερους δίσκους».
Το ντουέτο σας με τον Τζακ Σαβορέτι πώς προέκυψε;
«Επικοινωνήσαμε αρχικά μέσω Instagram πριν από ένα-δυο χρόνια, του άρεσε η μουσική μου και εμένα φυσικά η δική του. Οταν έγραψα το τραγούδι «When It Hurts» του είπα ότι θα ήταν υπέροχο αν συμπράτταμε στη συγκεκριμένη δημιουργία κι εκείνος έφερε τον ευρωπαϊκό του αέρα στο κομμάτι. Τον εκτιμώ και τον σέβομαι πολύ και σε καλλιτεχνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Η φωνή του είναι εξαιρετική, όμως αυτό που τον κάνει πραγματικά ξεχωριστό είναι το πάθος του. Δεν είναι τυχαία η ιταλική καταγωγή του».
Η συνεργασία με την Τζος Στόουν στο «Broken Pieces»;
«Με την Τζος ήρθε σε επαφή ο μάνατζέρ μου που ήξερε πόσο την αγαπάω. Οταν πρωτοάκουσε το τραγούδι που ήθελα να πούμε ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και είπε όχι. Αφού γέννησε επικοινώνησε μαζί μου και είπε ότι ελπίζει να μην το δώσαμε αλλού γιατί έχει ταυτιστεί με το κομμάτι και θέλει να κάνουμε το ντουέτο. Χρησιμοποιεί τόση από την ψυχή της όταν τραγουδάει, κι αυτό το βρίσκω καταπληκτικό».
Είστε πολύ δημοφιλής στην Ολλανδία. Πώς σας φαίνεται αυτό;
«Είναι τρελό. Κόβω στα live μου στο Αμστερνταμ τόσα εισιτήρια όσα και στη γενέτειρά μου, το Λονδίνο. Κάθε λαός αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο τα τραγούδια, ειδικά αυτά που δεν είναι στη μητρική του γλώσσα. Είμαι πολύ ευγνώμων που με ακούνε και εκτός των συνόρων της πατρίδας μου».
Εσείς τι μουσική ακούτε;
«Ακούω πολλή κλασική μουσική. Το αγαπημένο μου κομμάτι είναι το «Clair de Lune»του Ντεμπισί. Από φωνές αγαπάω την Μπίλι Χόλιντεϊ και τη Νίνα Σιμόν. Είμαι φαν και της τζαζ. Στα 15-16 μου οι φίλοι μου άκουγαν χιπ-χοπ και garage και εγώ στα κρυφά άκουγα τζαζ, δεν ήταν κουλ τότε αυτό το είδος. Η κλασική είναι τέλεια για το πρωί, για να ξεκινάς τη μέρα σου, η τζαζ για να αποσυμπιέζεσαι και να ηρεμείς το βράδυ».