Το λεγόμενο «θέατρο του παραλόγου» εμπεριέχει πολλές συνιστώσες και τάσεις. Ο Μπέκετ είναι αφαιρετικά ποιητικός, ο Αραμπάλ (στο «Νεκροταφείο αυτοκινήτων» κυρίως) ακολουθεί έναν ιδιότυπο μαγικό ρεαλισμό με πολλά στοιχεία σουρεαλιστικά, αν όχι και φουτουριστικά, ο Ιονέσκο είναι μάλλον διδακτικός και ασκείται ιδιαίτερα σε ένα βιτριολικό ανατρεπτικό χιούμορ, που συνεχίζει θαρρείς τη μακραίωνη παράδοση της Νέας Αττικής Κωμωδίας, όπως πέρασε μέσα από την commedia dell’arte και τους πλανόδιους θεατρίνους μέχρι το ελισαβετιανό θέατρο και τον Σαίξπηρ. Και οι τρεις όμως κύριοι εκπρόσωποι του «παραλόγου» αποδομούν αυτό που λέμε «δυτικό πολιτισμό», έτσι όπως εκδηλώθηκε στον ταραγμένο εικοστό αιώνα με τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τις δύο πυρηνικές βόμβες. Η φρίκη οδηγεί αναγκαστικά σε εσωστρέφεια και ενδοσκόπηση. Το ελατήριο μετά εκτονώνεται προς τα έξω δυναμικά. Στο στόχαστρο η παραισθητική «Κοινωνία της Αφθονίας», όπως την ανέλυσε ο κύριος εκφραστής της «Σχολής της Φρανκφούρτης» Χέρμπερτ Μαρκούζε, που συναντάει παραπλεύρως τον Σαρτρ, τον Καμί και συνεχίζει την αναλυτική συλλογιστική του Φρόιντ, είναι στο επίκεντρο αυτών των δραματικών έργων.
Ο αντιήρωας στον ιονεσκικό «Ρινόκερο» κατάγεται από τον «Δύσκολο» του Μενάνδρου έως τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου, με «γέφυρα» τον σαιξπηρικό «Τίμωνα τον Αθηναίο». Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη και η συνέχεια είναι σχεδόν νομοτελειακή μέσα στους αιώνες. Εργο σύγχρονο, αφού ο Μπερανζέ αντιτίθεται στη «ρινοκερίτιδα» της αγέλης, που αποκτά με τον χρόνο ένα είδος ανοσίας απέναντι σε κάθε μορφής φασισμό. Γιατί περί αυτού πρόκειται: για τη δυσανεξία του «μικροαστού» ενάντια σε καθετί που υπερβαίνει το δικό του αξιακό σύστημα και δεν χωράει στα ασφυκτικά καλούπια της όποιας ευκαιριακής ηθικής του. Κι εδώ συναντιούνται οι δύο μεγάλοι ποιητές της σκηνής. Τα έργα τους συγκοινωνούντα δοχεία. Μόνο που ο «Ρινόκερος» εκτυλίσσεται στον εξωτερικό, ευρύτερο κοινωνικό χώρο, ενώ στο μπεκετικό αφαιρετικό αριστούργημα με τον άκρως ειρωνικό τίτλο «Oh les beaux jours» ο Γουίλι και η Γουίνι βιώνουν την εσωτερική τους μοναξιά στην έρημο του σαλονιού τους. Πρόκειται για δύο πλευρές του ίδιου υφέρποντος καθημερινού φασισμού: η μία «ιδιωτική» και η άλλη «δημόσια». Η στενομυαλιά μετατρέπει όλους τους μικροπρεπείς, ανασφαλείς, γυμνοσάλιαγκες ανθρώπους σε «ρινόκερους» που είναι έτοιμοι να εξοντώσουν δίχως την παραμικρή ενοχή κάθε είδος, άτομο ή οντότητα που δεν τους ταιριάζει και δεν συνάδει με το είδωλό τους στον καθρέφτη. Αυτόν τον καθρέφτη που συμβουλεύεται συχνά-πυκνά η Γουίνι για να δει και να μετρήσει τον Χρόνο μέσα από τα αναπόφευκτα σημάδια της φθοράς στο πρόσωπό της, όχι όμως όπως τα βιώνει η ίδια εσωτερικά αλλά όπως αντανακλώνται στα μάτια των άλλων. Το «φαίνεσθαι» εναντίον του «είναι». Σε αυτόν τον αγώνα κερδίζει το «φαίνεσθαι». Ο καταναλωτισμός του υλιστικού πολιτισμού είναι μια μάστιγα, ένας αντιπνευματικός καρκίνος, είναι η νεύρωση, η ψύχωση και η αγκύλωση του σύγχρονου ανθρώπου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος