Εχει φορέσει στο παρελθόν το κουστούμι της Πηνελόπης Δέλτα στην παράσταση «Ιστορία χωρίς όνομα», σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, εφέτος την απολαύσαμε να υποδύεται την Κυβέλη σε νεαρή ηλικία στη σειρά της ΕΡΤ «Φλόγα και άνεμος», σε σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ. Η Μαρία Παπαφωτίου αγαπά τις μεταμορφώσεις, ίσως γι’ αυτό άφησε πίσω της το Πολυτεχνείο και τη Σχολή Μεταλλειολόγων Μηχανικών για την υποκριτική.

Πριν βρεθεί την επόμενη θεατρική σεζόν στο πλευρό του Στέφανου Κυριακίδη στο θεατρικό έργο του Φούριο Μπόρντον «Τα τελευταία φεγγάρια», σε σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ, η ίδια αυτό το καλοκαίρι συναντά το έργο «Η εκδίκηση της Μελιτώς», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Χριστόφορου Χριστοφή. Η παράσταση θα παρουσιαστεί στις 7 Ιουλίου στο Θέατρο Αττικού Αλσους «Κατίνα Παξινού» στο πλαίσιο του Διαβαλκανικού Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, στις 30 Ιουλίου στο θέατρο «Φρύνιχος» στους Δελφούς, ενώ τον Σεπτέμβριο στο θέατρο του Πάρκου Τρίτση και στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Με φόντο την αρχαία Αθήνα

«Η εκδίκηση της Μελιτώς» αποτελεί μια σύγχρονη τραγωδία με άξονα το πρόσωπο του τραγικού ποιητή Ευριπίδη αλλά και τη σχέση του με τη δεύτερη σύζυγό του Μελιτώ, η οποία τον εγκατέλειψε. Ο Χριστόφορος Χριστοφής που υπογράφει το έργο φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση της Ιστορίας αλλά και των ορίων του φαντασιακού, τα οποία και υπερβαίνει στη συγγραφή.

«Το έργο μας ακροβατεί στα όρια του φαντασιακού και του πραγματικού» επιβεβαιώνει και η Μαρία Παπαφωτίου μιλώντας στο «Βήμα». «Περιγράφει με έναν σπάνιο λυρισμό άγνωστες πτυχές της αρχαίας Αθήνας μέσα από τις ζωές των ηρώων. Μεταξύ αυτών και η Φανώ, γνωστή εταίρα της εποχής, την οποία και υποδύομαι. Το πολύ γοητευτικό στον Χριστόφορο είναι η ελευθερία με την οποία αντιμετωπίζει το σύνολο της δουλειάς, γεγονός που τις περισσότερες φορές φωτίζει τελικά τις λιγότερο αναμενόμενες πλευρές ενός ρόλου. Ετσι η Φανώ, αν και εταίρα, έχει ένα άφυλο, άκρως ενδιαφέρον προφίλ. Ως μια πρώιμη κλοσάρ διαπερνά το σύνολο του έργου αναζητώντας την προσωπική της πραγμάτωση, υπερβαίνοντας με αφοπλιστικό δυναμισμό μια πρόδηλη εμφανισιακή ιδιαιτερότητα που φέρει».

Το ταξίδι στην υποκριτική

Δασκάλους της στο θέατρο η Μαρία Παπαφωτίου θεωρεί τον Νίκο Καραγέωργο και την Ελένη Σκότη. «Οπως και κάθε σκηνοθέτη, συνάδελφο, συντελεστή με τον οποίο έχω συνεργαστεί και με τον τρόπο του με έχει εμπνεύσει, καθοδηγήσει, στηρίξει και ταρακουνήσει» αναφέρει. «Θεωρώ δάσκαλό μου κάθε άνθρωπο που η σύμπραξή μας έχει ανοίξει ακόμα μια χαραμάδα, έχει ξύσει ακόμα μια πληγή, έχει ραγίσει ακόμα ένα κομμάτι στο κέλυφος της έκθεσης».

Οπως εξηγεί, η πρώτη πηγαία αντίδρασή της όταν πιάσει στα χέρια της έναν ρόλο είναι η άκρατη χαρά και η έντονη επιθυμία της να συναντηθεί μαζί του. «Μέσα σε όλο αυτό το συναίσθημα που αναπτύσσω η αναζήτηση-ανησυχία για τον ρόλο μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Αφήνω το πρώτο μου και άκριτο ένστικτο να δοθεί ελεύθερο στη διαδικασία της πρόβας, να αλληλοεπιδράσει, να ανασάνει. Δεν αισθάνομαι πως ο ρόλος είναι ιδιαίτερα προσωπική υπόθεση».

Εχοντας υποδυθεί στο παρελθόν την Πηνελόπη Δέλτα αλλά και την Κυβέλη, τελικά οι ιστορικοί ρόλοι τη διαλέγουν ή τους διαλέγει; Χαμογελά. «Αντικειμενικά μιλώντας, πρόκειται μόλις για δύο ρόλους, έναν μικρό αριθμό δηλαδή. Οπότε μάλλον δεν μπορώ να τοποθετηθώ ως βετεράνος των ιστορικών ρόλων. Ισως είναι κάτι συγκυριακό, ίσως προκύπτει από την ιδέα μιας στερεοτυπικά ταιριαστής φυσιογνωμίας για κάτι τέτοιο, ίσως «διαβάζουν» πάνω μου την αγάπη-ανάγκη να πλησιάσω αυτές τις ηρωίδες. Θα δείξει. Είναι σε κάθε περίπτωση βαθιά τιμητικό και αποκαλυπτικό» αναφέρει.

Το θέατρο ως θεραπεία

Οπως επισημαίνει, το θέατρο λειτουργεί ως ψυχοθεραπεία για εκείνη. «Μου πήρε βέβαια πολύ καιρό να το παραδεχτώ. Δεν μπορώ να εντοπίσω το γιατί, αλλά έκρινα τη λειτουργία αυτή ως παρωχημένη. Αντιστάθηκα πολύ μέχρι να αφεθώ στη γλυκιά θαλπωρή που φέρει η θεατρική διαδικασία απέναντι στα τραύματα και στον πόνο. Οταν πλέον πήρα την απόφαση πως σε αυτόν τον χορό που μπήκα δεν θα κουνηθώ βήμα αν δεν εκθέσω το πιο προσωπικό κομμάτι του εαυτού μου, ανακάλυψα πως μετά τον τρόμο έρχεται ένα απίστευτο κύμα εσωτερικής ξεκούρασης και κατάνυξης».

Το 2018 ήταν μια κομβική χρονιά για εκείνη. «Συμπλήρωνα την πρώτη μου διετία στον χώρο. Ηρθε ξαφνικά η βαριά συνειδητοποίηση ότι μπαίνω επίσημα χωρίς αντιπερισπασμούς, δικαιολογίες και αυταπάτες στον επαγγελματικό στίβο χάνοντας την πρωτογενή, αφελή αθωότητα που έφερα. Αυτό ανέσυρε, όπως ήταν φυσικό, μια σειρά από ανασφάλειες και κυρίως αυτόν τον μόνιμο δαίμονα του χαρακτήρα μου απ’ τον οποίο πασχίζω διακαώς να ξεγλιστρήσω: ότι για να νιώθω δηλαδή χρήσιμη, απαραίτητη, αγαπητή και άξια αποδοχής και θαυμασμού πρέπει να διαπρέπω, να ξεχωρίζω με κάθε κόστος. Καταλαβαίνετε την εξάντληση και τη ματαίωση που βίωνα. Ευτυχώς στο παρόν όλο αυτό βρίσκει όλο και πιο πολύ τον θεραπευτικό του δρόμο» εκμυστηρεύεται.

Παρ’ όλα αυτά, όπως ομολογεί, θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της και εκτός σκηνής. «Κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα σε κάτι καινούργιο, εγώ βλέπω στο βάθος το κατώφλι της επόμενης. Θα μπορούσα να με φανταστώ να εργάζομαι, για παράδειγμα, στο κομμάτι της θεατρικής παραγωγής. Νιώθω πως δοκιμάζοντας κάτι τέτοιο μπαίνεις ακόμα εντονότερα στον καλλιτεχνικό σχεδιασμό, στο όραμα, στην ευθύνη. Και είναι πολύ συγκινητικό και άκρως διεγερτικό. Ταυτόχρονα μπορώ να με φανταστώ σε μια εργασία που να σχετίζεται με τη γη. Η παιδική ανάμνηση του παππούλη μου να ραντίζει το αμπέλι του μου μοιάζει τόσο λυτρωτική, απολαυστική και ταιριαστή με την ιδιοσυγκρασία μου που δυσκολεύομαι να αντισταθώ».

Πόσο δύσκολο όμως είναι να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα του 2023; «Περπατάω καθημερινά πάρα πολύ και παρατηρώ ηθελημένα τους ανθρώπους του μεροκάματου. Ολους εμάς, δηλαδή. Δυστυχώς οι ταξικές ανισότητες που εξόφθαλμα πέφτουν στην αντίληψή μου, ακόμα και μέσα από μια εικόνα στον δρόμο, αντί να αμβλύνονται γίνονται όλο και πιο κραυγαλέες. Νιώθω στο πετσί μου να στραγγίζονται τα καλύτερά μας χρόνια. Φαντάζομαι το ίδιο νιώθει η κομμώτριά μου, ο λογιστής μου, ο περιπτεράς μου και ούτω καθεξής. Επιπροσθέτως και πεισματικά ο δικός μου κλάδος κατατάσσεται στις πολυτελείς απολαύσεις. Εχει ομολογουμένως δυσκολίες, οι οποίες γλυκαίνουν όταν έστω και ένας άνθρωπος έχει βρει παρηγοριά σε μια ταινία, έχει μετακινηθεί πνευματικά μέσα από μία παράσταση, έχει βγει από το θέατρο και έχει κοιτάξει τον ουρανό με πιο ανοιχτή καρδιά».