Η διαδρομή της Ρούλας Πατεράκη στο θέατρο έχει τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικής αυτονομίας, είτε σκηνοθετεί είτε παίζει. Εφέτος επιστρέφει, μετά από χρόνια, στην Επίδαυρο με την Εκάβη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη – σκηνοθεσία Χρήστος Σουγάρης, από το ΚΘΒΕ.
Δεν παίζετε συχνά στην Επίδαυρο. Υπάρχει κάποιος λόγος;
«Πράγματι. Είναι η δεύτερη φορά που πάω στην Επίδαυρο. Πήγα μια φορά σαν σκηνοθέτις, όταν με κάλεσε ο Χουβαρδάς στο Εθνικό και έκανα τους δύο Οιδίποδες. Θεωρώ ότι είναι η κατακλείδα της τραγωδίας. Στην Επίδαυρο πήγα μεγάλη. Δεν μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση. Εκτοτε δεν ξαναπέρασε απ’ το μυαλό μου, παρά μονάχα κάνοντας τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, επί Λούκου, στην Μικρή Επίδαυρο. Και ήταν πιο ευχάριστα από τη μεγάλη για μένα. Τώρα πηγαίνω χωρίς καμία προσμονή, σχεδόν δεν με απασχολεί. Πιο πολύ με απασχολεί ότι λόγω αυτού του έργου θα βρεθώ στην Κύπρο, που δεν έχω πάει ποτέ. Η Επίδαυρος είναι, στερεοτυπικά και τελετουργικά, το θέατρο στην Ελλάδα. Παρατήρησα βέβαια το περιεχόμενο και το περιέχον του φετινού προγράμματος. Μου φάνηκε μονότονο. Τι εννοώ; Τραγωδίες στη σειρά. Υπάρχει βέβαια ο Κάστορφ που μπορεί να δημιουργήσει για τη διανόηση αυτό που συμβαίνει πάντα όταν έρχεται ένας ξένος. Οτι μπορεί να κομίζει κάτι – τις περισσότερες φορές δεν κομίζει τίποτα. Ο αιώνιος επαρχιωτισμός, δεν θα περάσει ποτέ».
Δέλεαρ ήταν το έργο, ο ρόλος;
«Καθόλου. Πριν από χρόνια μου το είχε προτείνει ο Σουγάρης, με τον οποίο συνεργαζόμαστε τελευταίως, και του είχα πει «ναι». Επανήλθε φέτος οπότε είπα και πάλι «ναι». Δεν ήταν ένα ιδιαίτερο δέλεαρ. Προσωπικά είναι μια τραγωδία που λατρεύω. Εχω κάνει και μια μεταγραφή του έργου, «Οι Τρωάδες σήμερα», όπου το αντιμετώπισα με διαφορετικό τρόπο. Νομίζω ότι έχει ιδέες ο Σουγάρης, δεν ζορίζει, δεν καινοτομεί σε σημείο εκνευριστικό, έχει μια φρέσκια σκέψη και οι συνάδελφοι που είναι εκεί έχουν πολύ κέφι και λαχτάρα».
Με ποιον τρόπο μάς μιλάει σήμερα έργο;
«Οι «Τρωάδες», αν το δούμε επιφανειακά, κανονικά πρέπει να μας μιλάει. Γιατί είναι ένας πόλεμος από πίσω, και μετά από μια ήττα, ένας ξεριζωμός. Χρόνια ολόκληρα το ζούμε – πόλεμοι στον πλανήτη, καραβάνια ανθρώπων να έρχονται, να πεθαίνουν καθ’ οδόν. Το Προσφυγικό και το Μεταναστευτικό έχουν μπει στον ψυχισμό και στην κουλτούρα μας, στο DNA μας σχεδόν. Οπότε έχουμε γίνει ευαίσθητοι και στον ξεριζωμό και στη μετακίνηση, και πολύ ενοχικοί στην Ευρώπη. Λόγω της απανθρωπίας μας είμαστε φιλεύσπλάχνοι. Πιστεύω ότι η φιλευσπλαχνία είναι η άλλη μορφή της απανθρωπίας και δεν τα πολυμετράω αυτά. Ωστόσο οι «Τρωάδες» δεν είναι ένα αθώο έργο. Είναι το ξεκλήρισμα μιας βασιλικής οικογένειας. Πληρώνουν το τίμημα της ιστορίας και της δικής τους ύβρεως. Νομίζω ότι ο Σουγάρης έχει την ευφυΐα να μην το πάρει μονότερμα – «αχ οι καημένοι οι μετανάστες» – αλλά από μια πιο αντικειμενική και ισορροπημένη μεριά. Διότι αυτές οι Τρωάδες, Ελένες, Κασσάνδρες, Εκάβες, δεν είναι αθώες, δεν είναι χωρίς ευθύνη. Εχουν δημιουργήσει έναν πόλεμο και έχουν εξαναγκασθεί στον εκπατρισμό και τη σκλαβιά, όπως όλοι οι άνθρωποι, όταν δέχονται την ήττα. Αυτό συμβαίνει. Αν ήταν αλλιώς, θα ήμασταν με τους άλλους».
Εχει επίκαιρους συμβολισμούς η παράσταση;
«Οχι, δεν θέλει να το σκηνοθετήσει έτσι ο Σουγάρης. Δεν πάσχει από σκηνοθετίτιδα – δική μου η πατρότητα του όρου. Θεωρώ ότι η σκηνοθετίτιδα είναι μια ασθένεια ανάλογη με την κολίτιδα. Ολοι πάσχουν, όχι μόνον οι νέοι, που έχουν κι ένα δικαίωμα παραπάνω, αλλά όλοι. Ο Σουγάρης είναι πιο λιτός, πιο ουσιαστικός, στέκει στο κείμενο. Υπάρχει η μετάφραση του Θεόδωρου Στεφανόπουλου που είναι μια καλή μετάφραση, με μια καλή νεοελληνική γλώσσα, ούτε αγοραία ούτε αρχαΐζουσα. Και ερωτοτροπεί ωραία με το πρωτότυπο».
Παίζετε, σκηνοθετείτε. Το ένα να επηρεάζει το άλλο;
«Ξέρετε, και ως σκηνοθέτις είναι αλλαγμένη, εδώ και χρόνια, η συμμετοχή μου στο θεατρικό δρώμενο. Συμβαίνει το εξής: Εγώ σκηνοθέτις, δεν μπορώ πλέον να κατεβάσω ιδέες. Εχω μια φοβία, το θεωρώ μια βαθιά προδοσία του θεάτρου με το να το κάνω. Ως ένα σημείο το πέτυχα. Δεν έχω ιδέες. Φτάνω στο σημείο να λογοκρίνω υπερβολικά τον εαυτό μου. Αναζητώ πλέον στο θέατρο ένα είδος βαθιάς τεχνικής που έχει σχέση με την ουσία του θεάτρου. Περνώντας τα χρόνια, μπορεί και να μην την απέκτησα. Σκέφτηκα ότι η ουσία του θεάτρου είναι πολύ βαθιά, ο ηθοποιός. Οπότε δεν χρειάζεται να του πω πολλά πράγματα σε ιδεολογικό επίπεδο ούτε να τον γεμίσω με θεωρητικές σκέψεις. Ως σκηνοθέτις οφείλω να είμαι ό,τι ένας μαέστρος σε μια συμφωνική, που γνωρίζει κάτι παραπάνω από ένα όργανο. Γνωρίζει καλά βιολί αλλά ξέρει και πιάνο και όμποε. Με αυτή την ιδιότητα σκηνοθετώ – επί των οργάνων και όχι επί των ιδεών. Οι ιδέες εδώ δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Γεννιούνται στην πράξη και αφομοιώνονται από άλλους, όχι από εμάς. Αυτοί που έρχονται καταλαβαίνουν κάτι, ή ανατρέπεται κάτι μέσα τους και αρκεί. Είναι καθαρά τεχνικό το πράγμα στο θέατρο. Αυτό με ενδιαφέρει σε μια παράσταση. Και έτσι δεν πάσχω από σκηνοθετίτιδα, που ως μικρή βέβαια έπασχα, ήμουν πολύ περισσότερο υπερφίαλη. Τώρα δεν λέω ότι είμαι σεμνή, αλλά δεν είμαι και υπερφίαλη. Είμαι ακόμα πιο απόμακρη – πάντα ήμουν».
Η εμπειρία, η γνώση, λειτουργούν θετικά;
«Αυτό δεν υφίσταται στο θέατρο, είναι ψέμα. Πάντοτε είσαι απ’ την αρχή. Υπάρχουν αυτοματισμοί, λόγω της τεχνικής, που μπαίνουν στο σώμα του ηθοποιού. Εμένα το σώμα μου, είτε το θέλω είτε όχι, είναι εκπαιδευμένο για να αντιμετωπίζει τον πόλεμο του θεάτρου. Δεν είναι θέμα εμπειρίας. Αν πας να πολεμήσεις, κάθε φορά ο πόλεμος είναι διαφορετικός. Η αυτοματοποίηση του να είσαι πολεμιστής υπάρχει, αλλά όχι η εμπειρία. Η εμπειρία, η πείρα δεν υφίστανται στο θέατρο. Κανένας καλλιτέχνης δεν έχει πείρα και εμπειρία, αν είναι καλλιτέχνης. Το θέατρο είναι καθαρά πολεμική τέχνη. Δεν έχει σχέση με την πολιτική, έχει με τη στρατιωτική. Το θέατρο είναι πόλεμος».
Πώς κρίνετε τη σύνδεση του θεάτρου με τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα;
«Παραξηλώθηκε αυτό… Το κάνει μονόδρομο, αλλά βολεύει. Αυτή η οξυμμένη αγανάκτηση, είναι κολλητική, μεταδοτική, είναι κι αυτή μια πανδημία. Το γρατζουνίζει το θέατρο και δίνει έναν λόγο ύπαρξης στην μαζικότητα των καλλιτεχνών -βρίσκουν έναν τρόπο κοινής αναφοράς. Την τέχνη του θεάτρου την βλάπτει αφορήτως, το ίδιο το θέατρο, όχι, το βοηθάει. Για μένα είναι δύο διαφορετικά πράγματα το θέατρο και η τέχνη του θεάτρου. Η τέχνη του θεάτρου είναι θέμα ιδιοφυΐας. Είναι κάποιοι γεννημένοι. Υπάρχει ταλέντο στο θέατρο. Είναι ψέματα ότι δεν υπάρχει και ότι είναι μόνο θέμα δουλειάς. Ναι, βλέπουμε πολύ καλές παραστάσεις, αλλά ίχνος θεάτρου. Ενώ μπορεί να δεις κάτι άνισο που μέσα του να έχει μια στιγμή θεάτρου – σχεδόν θεϊκό».
«Τρωάδες» του Ευριπίδη – ΚΘΒΕ. Θέατρο Δάσους 6/7, Επίδαυρος 18-19/8.