Εφέτος η Μαριάννα Κάλμπαρη κλείνει την πρώτη της πενταετία στο τιμόνι του Θεάτρου Τέχνης και η ζυγαριά γέρνει θετικά. Παλιοί μαθητές του Κουν επέστρεψαν και με τις παραστάσεις τους ξαναζωντάνεψαν τις σκηνές στο Υπόγειο και στη Φρυνίχου. Το πρόγραμμα είναι πολυσυλλεκτικό, ο κόσμος ανταποκρίνεται. Αλλά λεφτά δεν υπάρχουν.
Εφέτος το μότο σας είναι η φράση του Μάνου Ελευθερίου «Αχ, πόσα μας επιφυλάσσει ακόμα το παρελθόν». Τελικά το παρελθόν του Θεάτρου Τέχνης πόσο δεσμεύει το παρόν του;
«Οχι, δεν το δεσμεύει. Του δείχνει έναν δρόμο. Οταν υπάρχει μια ιστορία δεν μπορείς να την αγνοήσεις, σε επηρεάζει και σε καθορίζει. Ακόμα και οι ίδιες οι σκηνές είναι φτιαγμένες με τη φιλοσοφία που κληροδοτήθηκε. Είναι ένα θέατρο ανθρωποκεντρικό, που δίνει πρώτο βήμα στον ηθοποιό, στο κείμενο. Αλλά αυτό που πρέπει να κάνεις με την ιστορία είναι να την ερμηνεύεις σε σχέση με το σήμερα και να τη διαφυλάττεις».
Η σκιά του Κουν είναι μια σταθερή παράμετρος στον τρόπο με τον οποίο εσείς φτιάχνετε κάθε χρόνο το ρεπερτόριο;
«Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι είναι το θέατρό του, το θέατρο που ίδρυσε εκείνος, αλλά δεν είναι κάτι που με τρομάζει. Το αντίθετο. Με κάνει και αισθάνομαι ωραία. Εγώ δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Νομίζω ότι τα πιο δύσκολα χρόνια ήταν εκείνα ακριβώς μετά τον θάνατό του. Είναι όμως σημαντικό ότι η επιθυμία του, μια καθαρή επιθυμία, ήταν να συνεχίσει αυτό το θέατρο. Αρα το γεγονός ότι και επιβιώνει και συνεχίζει, με τα πάνω και τα κάτω του, είναι το πολύ ωραίο. Συνεχίζει να βγάζει ηθοποιούς, σκηνοθέτες, να παρουσιάζει συγγραφείς. Και είναι νομίζω το μόνο θέατρο στην Ελλάδα, και ένα από ελάχιστα παγκοσμίως, που ξεκίνησε από έναν άνθρωπο και συνεχίζει να υπάρχει 76 χρόνια μετά… Ιδρύθηκε το ’42».
Εφέτος κλείνετε πενταετία. Κάντε έναν μικρό απολογισμό. Ποια ήταν τα λάθη;
«Λάθη; Λάθη γίνονται πάντα. Το θέατρο είναι κάτι τόσο ρευστό. Δεν μπορείς να πεις ότι βρήκα τον τρόπο. Φυσικά και έχω κάνει λάθος κινήσεις, λάθος επιλογές, λάθος πρόσωπα, αλλά κι αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι. Το θέμα είναι τι επιθυμεί να είναι το Θέατρο Τέχνης σήμερα. Εχουν αλλάξει πολλά μέσα στις δεκαετίες. Είναι άλλες οι ανάγκες και οι απαιτήσεις. Φυσικά και καταλαβαίνω όλο και περισσότερα πράγματα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν κάνω λάθη. Αυτό που προσπαθώ είναι να μορφοποιηθεί η ταυτότητα του θεάτρου σήμερα. Τι είναι, δηλαδή, το Θέατρο Τέχνης σήμερα».
Τι είναι;
«Είναι ένα ιστορικό θέατρο, και αυτό το διαχωρίζει από όλα τα άλλα. Στη συνείδηση του κόσμου είναι κάτι άλλο και γι’ αυτό περιμένει κάτι διαφορετικό. Αυτή την εποχή ο πιο ενδιαφέρων δρόμος είναι να υπάρχει μια πολυφωνία ανθρώπων, καλλιτεχνών, δημιουργών, που πορεύονται σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφία, είτε τη γνώρισαν ως μαθητές του είτε την ασπάζονται. Δεν είναι θέατρο πρωταγωνιστών, αλλά ουσίας, που αναζητεί συνεχώς δρόμους, που προσπαθεί να αφουγκραστεί το σήμερα και να συνδεθεί μαζί του. Και, επιπλέον, που θέλει να φέρει κάτι καινούργιο. Αυτό δεν είναι εύκολο. Ειδικά όταν δεν υπάρχουν πόροι – δεν είναι εύκολο να πάρεις ρίσκα. Να κάτι που θα θέλαμε να κάνουμε, και δεν μπορούμε. Το μεγάλο ρίσκο, οι νέοι δρόμοι, η πρωτοπορία».
Γιατί με τα χρόνια το κράτος έχασε την εμπιστοσύνη του στο Θέατρο Τέχνης;
«Δεν έχω απάντηση. Επαιξαν ρόλο διάφοροι λόγοι που επηρέασαν και άλλα θέατρα, με αποτέλεσμα την κατάργηση των επιχορηγήσεων. Σήμερα είναι σημαντικό που επανήλθαν οι επιχορηγήσεις, έστω και με αυτά τα ποσά. Γιατί πιστεύω ότι το κράτος πρέπει να στηρίζει το θέατρο γενικά. Αν βασίζεσαι μόνον στα εισιτήρια, κοιτάς την εμπορική πλευρά, και αυτό μπορεί να είναι εναντίον της ουσίας.
Ειδικότερα τώρα για το Θέατρο Τέχνης πιστεύω ότι έπρεπε να υπάρχει ένα διαφορετικό καθεστώς. Και είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι ένα ημικρατικό θέατρο. Δεν ξέρει ότι δεν επιχορηγείται».
Αρκεί η ιστορικότητά του για μια ιδιαίτερη μεταχείριση;
«Οχι, δεν αρκεί. Σημασία έχει το τώρα. Αλλά ένα θέατρο 76 ετών είναι λογικό να έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις».
Καλέσατε πίσω καλλιτέχνες ταυτισμένους με το Θέατρο Τέχνης, όπως ο Παπαβασιλείου, η Πιττακή, ο Μαστοράκης, και αυτό απέδειξε ότι ο σύνδεσμος με το παρελθόν είναι πολύ ισχυρός…
«Πρώτα από όλα, τους ευχαριστώ και όσους αναφέρατε και πολλούς άλλους. Δίνουν το στίγμα ενός θεάτρου με παρελθόν που συνεχίζει. Φαίνεται πως υπάρχει αυτό το νήμα και προσπαθεί να κρατηθεί. Κι αυτό το νήμα το φτιάχνουν οι άνθρωποι, με την προσωπικότητα και το έργο τους. Εχουμε και τη Δραματική Σχολή, άρρηκτα συνδεδεμένη με το θέατρο, και όλο αυτό διαμορφώνει μια οικογένεια. Εδώ είναι ένα σπίτι. Και μου αρέσει να το αισθάνονται έτσι όσοι έρχονται εδώ. Μακάρι να μπορούσαν να είναι καλύτεροι οι όροι για να τους κρατάμε και περισσότερο».
Οικονομικά πώς τα βγάζει πέρα το θέατρο;
«Οι πόροι μας είναι τα εισιτήρια και κάποιες μικρές χορηγίες. Πέρυσι πήραμε την επιχορήγηση των 35.000 ευρώ από το υπουργείο Πολιτισμού για την παράσταση του Νίκου Μαστοράκη. Από τη στιγμή που δεν παρουσιάστηκε πέρυσι το έργο, απέσυρα την πρόταση για εφέτος».
Πληρώνονται οι ηθοποιοί, οι συνεργάτες;
«Αυτό το θέατρο επιβιώνει γιατί πολλοί άνθρωποι, όχι μόνον οι καλλιτέχνες, αλλά και όλες οι άλλες ειδικότητες, προσφέρουν την εργασία τους με ελάχιστα ή και καθόλου λεφτά. Υπάρχει πολλή θυσία. Εφέτος κάναμε συμπαραγωγές για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε καλύτερα. Ετσι κι αλλιώς εδώ δεν υπάρχουν μισθοί πρωταγωνιστών, αλλά συνόλου, με ελάχιστες διακυμάνσεις – με βάση την παλαιότητα. Είναι σημαντικό να έχουμε στήριξη. Θα ήταν ευχής έργο να αποκτήσουμε κάποιους αληθινούς υποστηρικτές, ιδιώτες, ιδρύματα, που να είναι σε μόνιμη βάση δίπλα μας».
Η επαφή με τους εκάστοτε υπουργούς δεν έχει αποδώσει; Συναντήσατε την κυρία Ζορμπά;
«Οχι ακόμα. Είναι αλήθεια ότι αυτή την τελευταία πενταετία τα πράγματα είναι τόσο πολύ δύσκολα συνολικά, αλλά δεν το βάζω κάτω. Αξίζει το καλύτερο για το Θέατρο Τέχνης και πιστεύω ότι πρέπει οπωσδήποτε να το πάρει. Θα το προσπαθήσω μέχρις εσχάτων».
Το κοινό σάς στηρίζει…
«Το κοινό έχει ανοίξει πολύ τα τελευταία χρόνια και ηλικιακά. Αλλά πάντα εξαρτάται από το έργο, την παράσταση. Χρόνο με τον χρόνο πάμε όλο και καλύτερα».
Κινδυνεύει το Θέατρο Τέχνης;
«Αυτή τη στιγμή δεν κινδυνεύει, αλλά, ξέρετε, μαζί με το θέατρο έχουμε να σκεφτούμε και την κληρονομιά του Θεάτρου Τέχνης, το αρχείο, τα κοστούμια και τα σκηνικά. Και όσον αφορά αυτό αν δεν έχουμε χορηγούς δεν μπορεί να γίνει τίποτα».