Ο Γιάννης Χουβαρδάς κατεβαίνει τα σκαλιά του Υπογείου για να ξανασυναντήσει, σαράντα τρία χρόνια μετά, τη σκιά του Κουν και τις αναμνήσεις του στο Θέατρο Τέχνης. Κι αυτό το κάνει με ένα έργο για τη μνήμη και τον χρόνο, τους «Παλιούς Καιρούς» του Χάρολντ Πίντερ.
Με ποια συναισθήματα επιστρέφετε στο Θέατρο Τέχνης, κ. Χουβαρδά;
«Η αλήθεια είναι ότι, ιδίως το πρώτο διάστημα, μπήκα με πολλή συγκίνηση και δέος. Ημουν πολύ-πολύ νέος, εντελώς άβγαλτος, όταν πρωτοπάτησα τη σκηνή του Υπογείου, ηθοποιός. Είχα μόλις επιστρέψει από το Λονδίνο, με εκείνη την πατριωτική ενέργεια μια που μόλις είχε πέσει η Χούντα. Ημασταν στη φάση «πάμε να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα από την αρχή». Eίχα από παλαιότερα επαφή με τον Χατζημάρκο, τον ίδιο τον Κουν και μου ζήτησαν να γυρίσω».
Τι κρατάτε από τον Κουν;
«Από τον Κάρολο Κουν έχω κρατήσει την επιμονή στο προσωπικό όραμα, την ανάγκη της συνεργασίας με όρους και ανθρώπους εμπιστοσύνης και το επίπονο «κολύμπι» ενάντια στο ρεύμα. Και βέβαια τη σκυφτή αλλά επιβλητική παρουσία του, που είναι ακόμα αισθητή στο θρυλικό Υπόγειο».
Σε ποια έργα είχατε παίξει;
«Είχα πάρει μέρος σε δύο παραστάσεις, στην πρώτη αναβίωση των «Ορνίθων», στον Χορό και στο «Επτά επί Θήβας», τον Αγγελιαφόρο. Δεν έμεινα πολύ. Ενα καλοκαίρι και κάτι μήνες. Αλλά αυτό το διάστημα ήταν πολύ φορτισμένο, όπως τώρα».
Ξεκινήσατε ως ηθοποιός. Τι σας έκανε να στραφείτε, σύντομα, στη σκηνοθεσία;
«Από 15-16 χρόνων στο σχολείο είχα αρχίσει να ασχολούμαι με τα θεατρικά, να παίζω σε ερασιτεχνικές παραστάσεις, να ψάχνομαι. Εβλεπα πολύ θέατρο, πήγαινα φανατικά στο Τέχνης. Ηδη από τη σχολή στο Λονδίνο ήμουν με το ένα μάτι έξω από τη σκηνή. Σε μια φάση έπαιζα και σκηνοθετούσα ταυτόχρονα, μέχρι που πέρασα στην πέρα όχθη».
Μήπως ήταν και μια αίσθηση αυτογνωσίας, ότι δεν θα κάνατε καριέρα;
«Ο λόγος ήταν διπλός. Ο ένας ήταν αρνητικός. Δεν άντεχα την προσωπική έκθεση στην οποία έπρεπε να υποβάλω τον εαυτό μου για να είμαι ενδιαφέρων ηθοποιός. Αρχισα να απομακρύνομαι. Ο θετικός ήταν ότι μου άρεσε να έχω μια αίσθηση εξουσίας πάνω στον τρόπο με τον οποίο συντελείται και οργανώνεται η θεατρική πράξη. Κάπως έτσι ξεκίνησε αλλά προχώρησε πιο βαθιά. Ηθελα να εκφράζομαι μέσα από τους άλλους, όχι απευθείας. Και δεν επέστρεψα ποτέ».
«Παλιοί καιροί». Κουβαλάει ένα βάρος αυτός ο τίτλος. Συμφωνείτε;
«Εσείς λέτε βάρος, εγώ θα έλεγα κάτι πιο σκονισμένο, κουβαλάει κάτι περασμένο, ξεπερασμένο, που μπορεί να μη θέλουμε να επισκεφθούμε. Ομως, δεν είναι έτσι. Το ζητούμενο του Πίντερ είναι να μπερδευτείς σε σχέση με αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή, να ξεχάσεις το «παλιοί καιροί», να νομίζεις ότι είναι οι τωρινοί, το τώρα. Αυτό είναι όλο το παιχνίδι που παίζει ο Πίντερ με τη συνείδηση και την αντίληψή σου. Ο τίτλος έχει και κάτι ειρωνικό. Οι ήρωες ξαναβιώνουν παλιούς καιρούς, αλλά στην πραγματικότητα είναι σαν να βιώνουν το τώρα με έναν άλλον τρόπο».
Εργο μνήμης και χρόνου;
«Ναι, ανήκει κι αυτό όπως και κάποια άλλα στα έργα μνήμης. Θεωρώ ότι οι «Παλιοί Καιροί» είναι το πιο χαρακτηριστικό, και για εμένα στην τριάδα των κορυφαίων – όπου και να το πιάσεις, γλιστράει».
Θα το χαρακτηρίζατε εγκεφαλικό;
«Ναι, με την έννοια ότι και η μνήμη είναι εγκεφαλική, η ανάκληση γεγονότων είναι μια εγκεφαλική λειτουργία, όπως και η προσπάθεια να καταλάβεις τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα, σχετικό κι αυτό, αλλά επιτακτική ανθρώπινη ανάγκη. Γιατί δεν μπορούμε να ζούμε στο σκοτάδι. Ψάχνουμε το φως. Κι αυτό είναι μια εγκεφαλική λειτουργία. Είναι όμως τόσο ζωτικής σημασίας για υπαρξιακούς λόγους στον άνθρωπο οπότε το έργο παύει να είναι εγκεφαλικό, είναι υπαρξιακό».
Εσείς είστε εγκεφαλικός σκηνοθέτης;
«Συμπίπτω απόλυτα με τον Πίντερ. Επεξεργάζεται τα συναισθήματα των χαρακτήρων του πάντα μέσα από τον εγκέφαλο».
Ο Πίντερ μοιάζει να βάζει σε δοκιμασία σκηνοθέτη, ηθοποιούς, κοινό και να απαιτεί το 100% της προσοχής μας.
«Ναι, είναι σχεδόν σαδιστικό αυτό. Και ναι, απαιτεί το 100% της προσοχής μας. Δεν πρέπει να πέσεις στην παγίδα αλλά να αποδεχθείς ότι όλοι λένε αλήθεια και ψέματα ταυτόχρονα. Είναι δύσκολος συγγραφέας. Το στοίχημα είναι να στήσουμε αυτό το παιχνίδι με έναν τέτοιον τρόπο ώστε η επίπονη προσπάθεια που απαιτείται από τον θεατή να είναι και ευχάριστη».
Το θέατρο είναι υπόθεση παρέας;
«Κόβεις δρόμο έτσι και ταυτόχρονα σου δημιουργείται μια οικειότητα. Δεν είμαι όμως από τους σκηνοθέτες που αποκτούν τρομακτική οικειότητα».
Αν μιλούσαμε για μοντέρνους καιρούς, τι θα σκεφτόσασταν σήμερα;
«Εμένα δεν μου έρχεται το μέλλον σαν επιστημονική φαντασία, κι αν προσπαθήσω να βγάλω από το μυαλό μου την αριστουργηματική ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, μου έρχεται μια παρωδιακή εικόνα του παρόντος. Ζούμε στην εποχή που δεν υπάρχει παρόν. Υπάρχει μόνον παρελθόν και μέλλον, το οποίο με ταχύτατους ρυθμούς γίνεται παρόν και παρελθόν. Δεν βλέπω μέλλον. Πας να προβλέψεις πότε θα είναι αυτό το μέλλον και μέχρι να το προβλέψεις έχει περάσει».
Σας τρομάζει;
«Είναι πάρα πολύ τρομακτικό. Τουλάχιστον για εμένα που είμαι μιας γενιάς που όλο αυτό με έπιασε στον ύπνο. Οι νεότεροι μπορεί να νιώθουν πιο οικεία, αλλά έχω την υποψία ότι δεν έχουν καταλάβει πού οδεύει όλο αυτό. Νομίζω ότι επειδή είμαι έξω, έχω καταλάβει πού οδεύει. Η πιο σοβαρή εκδοχή αυτής της παρωδίας μού φέρνει στο μυαλό τη σκηνή που στο «2001» του Κιούμπρικ το διαστημόπλοιο περνάει από τη μαύρη τρύπα… Που νιώθεις ότι εκτοξεύεσαι με μια ταχύτητα τρομακτική αλλά δεν ξέρεις πού πας».
Μνήμη και αναμνήσεις ταυτίζονται;
«Οχι. Η μνήμη είναι ένα χρηματοκιβώτιο. Οι αναμνήσεις είναι τα χαρτονομίσματα μέσα. Και τα δύο είναι δύσκολα. Οι αναμνήσεις κάποιες φορές είναι δυσβάσταχτες. Η μνήμη δύσκολη γιατί πέρα από το ότι λειτουργεί ερήμην σου, σε αναγκάζει πολλές φορές να σκάβεις, κι αυτό είναι οδυνηρό και επίπονο. Φαντάσου να σκάβεις το μυαλό σου, την ψυχή σου, τη ζωή σου».
Με το θέατρο «κοροϊδεύεις» τον εαυτό σου;
«Ναι, βέβαια. Το θέατρο για εμένα πάντα ήταν η δωρεάν ψυχανάλυση. Ισιώνω. Αλλά θέλει το μέτρο του. Αν δεν αποτοξινωθώ δύο-τρεις μήνες, δεν μπορώ να κάνω θέατρο. Και υποφέρω πολύ όταν είμαι υποχρεωμένος να κάνω το ένα μετά το άλλο, κάτι που αποφεύγω, ούτε να κάνω το ένα πάνω στο άλλο».
Αυτός ο κύκλος, μετά το Αμόρε και το Εθνικό, είναι αυτός που είχατε ονειρευτεί;
«Δεν έχω αυτού του είδους τα όνειρα, ούτε τα οράματα. Μετά το Εθνικό η ανάγκη μου ήταν να αποφορτιστώ από το βάρος των ευθυνών που με είχαν σχεδόν συνθλίψει, γιατί μπήκα στο Εθνικό στη χειρότερη δυνατή περίοδο, τότε που γεννήθηκε, εξετράφη και γιγαντώθηκε η κρίση. Βγαίνοντας από εκεί το μόνο που ήθελα ήταν να αποφορτιστώ και ταυτόχρονα να πραγματοποιήσω κάποιες καλλιτεχνικές σκέψεις και επιλογές ως ελεύθερος. Γιατί 25 χρόνια περίπου, από το Αμόρε ως το Εθνικό, ήταν πολλά».