Ηταν προχωρημένο μεσημέρι και στο Εθνικό Θέατρο, στο δαιδαλώδες Κτίριο Τσίλλερ, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Καθώς κλωθογύριζε στο μυαλό μου η εμβληματική φράση του κεντρικού ήρωα στον «Φάουστ», για τις «δύο ψυχές» που φωλιάζουν μέσα του, εμφανίστηκε στο ολόφωτο εντευκτήριο, ήρεμος και χαμογελαστός, ο Μιχάλης Βαλάσογλου. Ο ίδιος, ένας ηθοποιός υψηλής συναίσθησης, με πολύπλευρο καλλιτεχνικό υπόβαθρο, από τη μουσική και τη ζωγραφική μέχρι τον χορό, έχει αναλάβει τον απαιτητικό πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα παράσταση, βασισμένη στο ομότιτλο κλασικό έργο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, που σκηνοθετεί ετούτη την περίοδο ο Αρης Μπινιάρης στην Κεντρική Σκηνή. Εξυπακούεται ότι δεν μιλάμε για κάποιο αυτούσιο ανέβασμα (ό,τι κι αν θα μπορούσε να είναι αυτό εν έτει 2025) αλλά για μια σύγχρονη διαχείριση του κειμένου, μια επεξεργασμένη εκδοχή του «Φάουστ» μεταφερμένη στο σήμερα.

«Οφείλουμε πάντοτε, νομίζω, να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στο έργο και στην παράσταση. Τα σπουδαία έργα είναι σπουδαία στο χαρτί. Κάθε παράσταση, ωστόσο, είναι άλλο πράγμα. Ο Φάουστ είναι ένα μέγεθος που φοβίζει, σε κάθε περίπτωση. Αν όμως δεν τον ξεφοβηθείς κάπως, δεν πας πουθενά. Θα έλεγα πάντως ότι η προσέγγισή μου σε αυτόν τον οπωσδήποτε κορυφαίο ρόλο, όπως και σε κάθε ρόλο, είναι η ίδια. Πλησιάζω προσεκτικά, προσαρμόζομαι στην ανάλογη κλίμακα. Η δουλειά του ηθοποιού είναι τόσο λεπτοφυής, ευάλωτη, εύθραυστη. Και έχει τεράστια αξία με ποιον είσαι δίπλα στον βατήρα, μαζί με ποιον επιχειρείς τη βουτιά. Με τον Αρη Μπινιάρη γνωριζόμαστε χρόνια και έχω την αίσθηση ότι αυτός ίσως με εμπιστεύεται περισσότερο απ’ όσο εγώ τον εαυτό μου» είπε ο Βαλάσογλου στην εφημερίδα.

Ενα τρομακτικά σαγηνευτικό σύμπαν

Ο «Φάουστ» του Γκαίτε αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο της γερμανόφωνης και παγκόσμιας λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Στο επίπεδο της πλοκής, η διαβόητη «συμφωνία με τον διάβολο» είναι κοινό κτήμα πια, το κείμενο όμως παραμένει ουσιωδώς ανεξάντλητο, σε βαθμό αναστάτωσης μάλιστα αν το δούμε σε μια θεατρική προοπτική, όχι μόνο ως προς τα ανθρωπολογικά δίπολα που εξεικονίζει αλλά και ως προς τα διαφορετικά μέσα που επιστρατεύει ο Γκαίτε για να τα δραματοποιήσει. Δεν γίνεται αλλιώς, εδώ που τα λέμε, για να φτιάξεις έναν σύγχρονο «Φάουστ» δίχως να σε καταπιεί το ίδιο το έργο, χρειάζεται να εστιάσεις σε κάποια, σε ορισμένα στοιχεία αυτού του τρομακτικά σαγηνευτικού σύμπαντος. «Ο βασικός κορμός είναι ο Γκαίτε, ασφαλώς. Η παράσταση όμως, που εξελίσσεται μέσα από περιπετειώδη επεισόδια, που αναπτύσσεται μέσα από φραγκμέντα, είναι εμποτισμένη με ένα πλήθος στοιχείων τα οποία ξεκινούν από τη μεσαιωνική λαϊκή φυλλάδα και φτάνουν σε ένα κορφολόγημα αναφορών, από τον Μάρλοου μέχρι τον Ντε Σαντ (πέραν των Φρόιντ και Γιουνγκ, εννοείται). Εχει κρατηθεί απ’ όλους κάτι διαφορετικό. Εν προκειμένω, τρεις είναι οι βασικοί χαρακτήρες: ο Φάουστ, ο Μεφιστοφελής και η Μαργαρίτα», τους δύο τελευταίους ερμηνεύουν, αντιστοίχως, ο Αρης Νινίκας και η Νάντια Κατσούρα.

«Λοιπόν, στην παράστασή μας ο Φάουστ είναι ένας Εωσφόρος κυριολεκτικός και μεταφορικός, ένας ξεπεσμένος άγγελος, ένας δαίμονας που συγχρόνως δεν παύει να κουβαλά μέσα του το φως. Η Μαργαρίτα είναι ο έρωτάς του και ο Μεφιστοφελής, τρόπον τινά, ο ψυχαναλυτής του. Για την ακρίβεια, ο Μεφιστοφελής είναι ο συνοδοιπόρος στο ταξίδι που κάνει ο Φάουστ, ένα ταξίδι πολλαπλών εσώτερων κραδασμών, μέσα στο ασυνείδητό του» ανέφερε ο Βαλάσογλου, απηχώντας μάλλον τον πυρήνα του εγχειρήματος του Μπινιάρη. «Το σκοτάδι δεν είναι για πέταμα, το σκοτάδι δεν είναι κάτι που πρέπει να στιγματιστεί, να αποκλειστεί και να εξοριστεί. Αυτό καταλαβαίνω εγώ, ως άνθρωπος και ως ηθοποιός αυτής της παράστασης. Το ασυνείδητο είναι αυτό που είναι. Δεν είναι το συνειδητό. Δεν έχει πρόσημο το ασυνείδητο, θετικό ή αρνητικό. Κάτι σημαίνει και τις περισσότερες φορές βρίσκει τις διόδους (σαν βαλβίδες ασφαλείας μοιάζουν αυτές) να αναδύεται μες στην καθημερινότητα της ζωής μας, να μας προκαλεί να το εξετάσουμε, αν βεβαίως δεν θέλουμε να έχουμε έναν βίο κυριολεκτικώς αβίωτο. Μπορεί να υπάρχει κάτι στο ασυνείδητο που να καθιστά το συνειδητό, από ένα σημείο και μετά, όχι απλώς δυσλειτουργικό, αλλά ανυπόφορο πλέον. Τότε είναι η κρίσιμη στιγμή για τον καθένα, για όλους μας, αν θα παραμείνουμε στην ασφάλεια της οικείας οδύνης ή αν θα πάρουμε το ρίσκο του ανοίγματος και της συνάντησης, ακολουθώντας μια αναλυτική διαδικασία η οποία δύναται να μας αλλάξει και, συνεπώς, να αλλάξει τον βίο μας. Μιλώ και εκ πείρας. Πάντως, σκέφτομαι έντονα, μέσα από το συγκεκριμένο πρίσμα, ότι η τραγικότητα του μονήρη και περίκλειστου Φάουστ έγκειται ακριβώς στο ότι, ενώ αναζητά την ολοκλήρωσή του, διαπιστώνει εν τέλει ότι είναι ελλιπής, ότι κατοικεί στην έλλειψη. Αυτό δεν είναι λίγο, είναι φοβερό, είναι συνταρακτικό, είναι απώλεια και πένθος. Ποιος άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάτι τέτοιο;» διερωτήθηκε ο Βαλάσογλου.

Συγκρατώντας την ουσία των ανθρώπινων πραγμάτων

Και συνέχισε, διευρύνοντας την κουβέντα μας. «Και στο θέατρο, υφίσταται μια καλώς εννοούμενη αναζήτηση, της επικαιρότητας αφενός, της διαχρονικότητας αφετέρου. Υπάρχουν όμως έργα που παραμένουν ανθεκτικά, και διαχρονικά και επίκαιρα από μόνα τους, σχεδόν ερήμην μας. Ενα τέτοιο έργο είναι ο «Φάουστ». Αυτός ο ήρωας, όπως θα έλεγε ίσως ο Μπρεχτ, ενσαρκώνει κάτι μεταιχμιακό και το βιώνει κιόλας, ζει παράλληλα και σε έναν ενδιάμεσο πολιτισμικό χώρο, είναι εντός του πλαισίου της εποχής του και το αντιμάχεται συνάμα. Αυτό κάνουν οι μεγάλοι ήρωες και έτσι συγκρατούν την ουσία των ανθρώπινων πραγμάτων. Από την εποχή που γράφτηκε ο «Φάουστ», έχει ανατραπεί η τάξη του κόσμου πολλές φορές (και οι αντιλήψεις περί Θεού). Ακόμα και τώρα, σε μια ιστορική περίοδο που φαίνεται να επικρατεί ο ακραίος ορθολογισμός σε όλες τις εκδοχές του (της τεχνητής νοημοσύνης συμπεριλαμβανομένης), έρχεται ο Φάουστ και μας εξωθεί να αναρωτηθούμε, μήπως έχουμε ξεχάσει κάτι που δεν πηγάζει μόνο από το πνεύμα μας, μήπως έχουμε αφήσει ολότελα πίσω μας κάτι που υπάρχει στη γη που πατούμε και στα σπλάχνα μας, μήπως έχουμε χάσει κάτι σημαντικό; Αυτό που πιθανώς έχουμε χάσει και εξακολουθούμε να το ψάχνουμε είναι κάτι που δεν αποτυπώνεται σε στατιστικές και γραφήματα, κάτι που δεν μπορούμε να το μετρήσουμε, ούτε να το εκμεταλλευτούμε, να το αγοράσουμε ή να το πουλήσουμε, είναι κάτι που σχετίζεται με το ψυχικό μας όργανο. Ναι, δεν είναι απτό, αλλά υπάρχει, όπως τα υπόλοιπα ζωτικά όργανα» τόνισε ο ηθοποιός.  Στον «Φάουστ» του Μπινιάρη, όπως είναι αναμενόμενο, η ρυθμική μουσική ανήκει στη δομή της δραματουργίας. «Στην παράσταση σωματοποιείται, θα μπορούσα να πω, η ταραχώδης πορεία του Φάουστ μέσα στον εαυτό του. Η μουσική δεν περιγράφει απλώς, είναι συνυφασμένη με αυτό που συμβαίνει επί σκηνής και με τον λόγο που φέρουμε οι ερμηνευτές» συμπλήρωσε ο Βαλάσογλου.

Το σώμα «ως εργαλείο μιας άλλης γλώσσας»

Ο Μιχάλης Βαλάσογλου γεννήθηκε στην Αθήνα, στην Πλατεία Βικτωρίας, στο σπίτι μιας γιαγιάς «που έραβε γούνες». Σπούδασε κλασική φιλολογία, βυζαντινή μουσική, πιάνο και ζωγραφική. Κατόπιν αφοσιώθηκε στην υποκριτική και στον σύγχρονο χορό ενώ εργάζεται ως ηθοποιός από το 2009. «Δεν έχω πάει σε δραματική σχολή, στην αρχή μόνο με προβλημάτιζε αυτό, πλέον δεν με απασχολεί καθόλου» δήλωσε στο «Βήμα». Ούτε «κάποιου είδους κάλεσμα είχα από μικρός να γίνω ηθοποιός» διευκρίνισε. Η πορεία του, ωστόσο, προσέλαβε τα χαρακτηριστικά μιας δημιουργικής περιπλάνησης σε όμορα, συγγενικά και συγκοινωνούντα πεδία. Στα είκοσι δύο του χρόνια, όπως εξήγησε ο Βαλάσογλου, άρχισε να αντιλαμβάνεται το σώμα του «ως εργαλείο μιας άλλης γλώσσας», της υποκριτικής. «Ημουν ανέκαθεν μέσα σε διαφορετικούς καλλιτεχνικούς ορίζοντες και κατάλαβα σταδιακά, με αυξανόμενη λαχτάρα μάλιστα, ότι ιδίως στο θέατρο όλα όσα με ενδιέφεραν θα μπορούσαν να μετουσιωθούν σε σύστημα και να συνυπάρξουν μεταξύ τους, το σώμα μου, ο λόγος μου. Η υποκριτική είναι η τέχνη της ζωής και του ανθρώπου, το όργανο του ηθοποιού είναι ο εαυτός του. Η υποκριτική είναι τόσο πλατιά, σε κατακλύζει, αν την αφήσεις μπορεί να σε απασχολεί όλη μέρα» υπογράμμισε και, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμήθηκα κάτι που έλεγε επίσης ο Γκαίτε με αφοριστική οξύνοια, ότι η καριέρα ενός ηθοποιού ξεδιπλώνεται δημόσια, αλλά η τέχνη του διαμορφώνεται ιδιωτικά.

«Στο θέατρο είναι σπουδαίο πράγμα το ραντεβού που δίνουμε, συντελεστές και κοινό, δεσμεύοντας χώρο και χρόνο για να βυθιστούμε σε μια ιστορία και να επανεκτιμήσουμε μέσα από αυτήν τις ζωές μας. Ετσι προχωρά ο κόσμος, με αφηγήσεις που αναβαπτίζονται σε καινούργιες αγωνίες. Αυτή η ενσώματη και αδιαμεσολάβητη συνάντηση, καλλιτεχνών και θεατών, είναι κάτι θεμελιώδες (και θα γίνεται όλο και πιο πολύτιμο στην ψηφιακή εποχή). Το θέατρο έχει κάτι χειρωνακτικό, πρακτικό και βαθιά πνευματικό ταυτόχρονα, μπαίνει κανείς ολόκληρος σε αυτή τη συνθήκη, με το σώμα του και την ψυχή του, αυτό είναι που το μετατρέπει και σε κάτι μοναδικό». Στο τέλος αυτής της συνομιλίας, θίξαμε και τις κωμικές διαστάσεις του «Φάουστ», ναι, κι όμως, υπάρχουν κι αυτές. «Εννοείται, o σκοτεινός Φάουστ μας δίνει και έναν καθρέφτη για να γελάσουμε με τα ευτράπελα χάλια μας, είναι κι αυτά κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης».