Η αντίστιξη ανάμεσα στην κοινωνικότητα και τη μοναχικότητα προσφέρεται για ενδοσκόπηση. Είτε με τη μορφή μιας μη κοινωνικώς αποκατεστημένης, που βιώνει τη γιορτή με ταπεινή μοναξιά, είτε με την περιγραφή μιας ολόκληρης πλωτής κοινότητας ναυτικών που γιορτάζει στο σκοτάδι της θάλασσας.
Αλλοι πεζογράφοι αναζητούν στον ελεύθερο συνειρμό του μοντερνισμού μια ορθόδοξη ανάσταση του «χαμένου χρόνου» και άλλοι πραγματεύονται τον αδύνατο νόστο σε ένα παραδοσιακό Πάσχα. Αντίστοιχα, στο έργο των νεοελλήνων ποιητών αναζητείται μια περισσότερο προσωπική, εξατομικευμένη και ιστορική σχέση με τη μεγάλη γιορτή. Ανάλογα με τις συνθήκες, το Πάσχα θεωρείται ως σύμβολο για την εθνική αναγέννηση ή την κοινωνική απελευθέρωση από ποικίλες κατοχές και υποδουλώσεις. Επίσης, ως μεσσιανικός χρόνος που αποκαθιστά τους ταπεινούς και καταφρονεμένους ή ως ευκαιρία για καταλλαγή, συγχώρηση και άρση των διχασμών. Είναι, όμως, και ένα φως, στον ορίζοντα του οποίου μετριούνται τα εσώτερα ψυχικά σκοτάδια. Οι εμπειρίες αποτυχίας διεκδικούν δικαίωμα έκφρασης, ακριβώς γιατί στην εορτή της συμφιλίωσης ο ποιητής μπορεί να καταθέσει άφοβα την όποια αλήθεια του.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Χωρίς στεφάνι»
(απόσπασμα, 1896)
Ηρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Υστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φορές τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά τις κουλούρες, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. […] Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλαιοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.
Ανδρέας Καρκαβίτσας
«Πάσχα στα πέλαγα»
(απόσπασμα, 1922)
Το πλοίο ολοσκότεινο έσχιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δύο χρωματιστά φανάρια της γέφυρας ζερβόδεξα· ένα άλλο φανάρι άσπρο ακτινοβόλο ψηλά εις το πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω εις την πρύμη του. Τίποτε άλλο. Οι επιβάτες ήσαν όλοι ξαπλωμένοι στις κοκέτες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία εροχάλιζαν εις τα γιατάκια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν εναέριοι, έλεγες πως ήσαν πνεύματα καλόγνωμα, που εκυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμωμένων ανθρώπων. Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας εσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα εσήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνη τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό και να κράζη όλους εις το κατάστρωμα. Και με μιας το σκοτεινό πλοίο επλημμύρισεν από φως, από θόρυβο, από ζωή. Αφησε το πλήρωμα τα γιατάκια του και οι επιβάτες τις κοκέτες τους. […]
Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε απάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.
Η γέφυρα στρωμένη με μία μεγάλη σημαία εμοίαζε αγιατράπεζα. Ενα κανίστρι με κόκκινα αυγά και άλλο με λαμπροκούλουρα ήταν απάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψέλνη το Χριστός Ανέστη. Το πλήρωμα κι οι επιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια, ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη. […]
– Χριστός Ανέστη.
– Αληθινός ο Κύριος.
– Και του χρόνου σπίτια μας…
Επαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι εβυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι επάνω στη γέφυρα, πνεύματα θαρρείς εναέρια, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι. […]
Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σχίζη τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
«Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση»
(απόσπασμα, 1944)
Εμποδισμένος να χορτάσω, θλιβερό παλικάρι, δέντρο που με σφάζουνε σύρριζα, συλλογιέμαι χωρίς να βρίσκω σκοπό, χάνω τις κινήσεις μου μέσα στο ρεύμα που με παρασέρνει. Ο μηχανισμός της σκέψης μου ακατάσταστος, προσηλωμένος σ’ ένα σημείο. Αηδιάζω κάθε όψη πράγματος, κάθε τροφή. Κόβω του ψωμιού τις άκρες και πετώ τα κομμάτια. Ολα είναι μολυσμένα. Δεν μπορώ να γευτώ το ψωμί. Επαναστατώ, θέλω να σηκωθώ, να βγω, να μην είμαι περιορισμένος. Θα ξεντυθώ τα ρούχα μου να βγω γυμνός. Γιατί να σκέφτομαι το συμφέρον μου, την ωφέλειά μου; Γιατί να θέλω την καλοπέραση; Αν δεν περπατήσω γυμνός, δε θα πω ό,τι έχω. Δεν μπορώ να σταματήσω αυθαίρετα σ’ ένα τυχαίο σημείο, να δεχτώ από τύχης τη ζωή και από τύχης το θάνατο. Σκοτάδι γύρω μου πυκνό. Δεν βλέπω. Ανισα σχήματα που διαψεύδονται με το πασπάτεμα της αφής. […] Θέλω να μιλήσω με δύναμη για να μπορέσει να κατορθωθεί η ζωή στον τόπο μου. Προσφιλής μου πατρίδα, μόνο η ζωή σου μπορεί να δικαιώσει τη ζωή μου. Σύμβολα υψηλά και μορφή απαιτεί το έργον. Όρθιος παλεύω. Ξεχωρίζω μόνο γεωμετρικά σχήματα. […] Σκουντώ με τον ώμο μου γυρεύοντας ν’ απομακρύνω το σκοτάδι. Κουράζομαι, κουράζομαι. Θέλω ένα πέρασμα όχι μονάχα για τον εαυτό μου, ιδιωτικό. Θέλω να ξεπεράσω το τυχαίο που θα μπορούσε να μου προμηθέψει έναν μισό θάνατο, που να μην είναι για ολόκληρο τον εαυτό μου. Μέσα μου, όπως κάτω από μία πέτρα, ακούς το νερό υπόγειου ποταμού. Ακούγω ομιλία, ιστορίες, τη ζωή όλων των ανθρώπων μαζί. Οπισθοχωρώ με πληγές, ματωμένος, καταδικασμένος σε αδιέξοδο.
Αντώνης Σουρούνης
«Πάσχα στο Χωριό»
(απόσπασμα, 1991)
Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν’ ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί ν’ αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν’ αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχοι. Για να μην υπάρχουν μάρτυρες και να μην το πιστεύει κανείς. Έτσι ώστε να είμαστε συνεχώς αναγκασμένοι να πράττουμε για να μας πιστέψουν οι άλλοι κι όχι συνεχώς να μιλάμε.

Διονύσιος Σολωμός
«Η ημέρα της Λαμπρής
(απόσπασμα, π. 1826)
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Κώστας Βάρναλης
«Το πέρασμά Σου»
(απόσπασμα, 1922)
Σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.
Αγγελος Σικελιανός
«Στου Οσίου Λουκά το Μοναστήρι»
(απόσπασμα, 1935)
Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Γιάννης Ρίτσος
«Εαρινή Συμφωνία»
(απόσπασμα, 1938)
Ακου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση. […]
Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό μακρύ πένθιμο φουστάνι κι
αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου;
Χάθηκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά
δε θα σ’ την πόρτα του ουρανού;
Μη χαμογελάς που ’χω κ’ εγώ δεμένο το κεφάλι.
Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
Ελα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμε
στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο
μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια.
Και να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε
στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα
στολίζουμε τα μακριά τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
Νίκος Καρούζος
«Πάσχα των Πιστών»
(απόσπασμα, 1954)
Κύριε, λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Αστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ’ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Οδυσσέας Ελύτης
«Ενα το Χελιδόνι»
(απόσπασμα, 1959)
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το ’χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ’χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.
Θεέ μου Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θεέ μου Πρωτομάστορα, μύρισες την Ανάσταση.
Κική Δημουλά
«Μεγάλο Σάββατο» (2005)
Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν
οι άγιες μέρες μεταξύ τους
κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου
όχι για να εισέλθω μολονότι
κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ
με προϋπηρεσία έντιμη μακρά
έξωθεν του Νυμφώνος.
Βγες άφοβα.
Οχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ
το φίλημα εκείνο που έριξες
από το ύψος ευγενέστατης ευχής
Καλή Ανάσταση
και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου
ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε
στο δίσκο του εθίμου;
ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα
περιγελαστική;
ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση
πτωχής αδιαφορίας;
Σε ρωτώ
γιατί δεν είδα ταμπελίτσα
δεν είδα να αναγράφεται
το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης
ούτε και είδα τυπωμένη
τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά.
Ανώνυμο τελείως
λαθραίο δηλαδή το πώς να αισθανθώ.