Είναι ένα τεράστιο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, ένα από τα λιγοστά δείγματα bauhaus και στεγάζει ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα στον χώρο εκπαίδευσης των παραστατικών τεχνών. Η αλήθεια είναι ότι οι κάτοικοί της μάλλον το προσπερνούν αδιάφοροι. Δεν φταίει μόνο ότι παρά τα 14.000 τ.μ. του καλύπτεται από τα δέντρα που μεγαλώνουν στον άναρχο περιβάλλοντα χώρο, αλλά και ότι ένα μεγάλο κομμάτι του παρέμενε κλεισμένο στον εαυτό του κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το Ωδείο Αθηνών, που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Δεσποτόπουλος ως μέρος του ευρύτερου συνόλου που θα ήταν το Πνευματικό Κέντρο το οποίο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, ενώ το ίδιο παρέμενε ημιτελές από το 1976, εκσυγχρονίζεται και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής του παραμένοντας όσο γίνεται πιστό στο όραμα του δημιουργού του. Οι λαμαρίνες που καλύπτουν την όψη του στην οδό Ρηγίλλης και τυλίγουν το κτίριογύρω από το Παιδικό Μουσείο στο κέντρο του αναμένεται να απομακρυνθούν το προσεχές φθινόπωρο όπου θα πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις δοκιμαστικού χαρακτήρα. Εντός του κτιρίου, οι εργασίες που ξεκίνησαν τελικά το 2019 (οι μελέτες ήταν έτοιμες από το 2013 αλλά στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε η γραφειοκρατία) και με τη σειρά τους συνάντησαν τα εμπόδια που έφερε η πανδημία, οδεύουν προς την ολοκλήρωσή τους με πόρους από ΕΣΠΑ 2014-2020 της Περιφέρειας Αττικής.
Αφορούν το ένα τρίτο περίπου των χώρων του Ωδείου, δηλαδή περίπου 4.500 τ.μ. και περιλαμβάνουν τους χώρους όπου είχε φιλοξενηθεί το ΕΜΣΤ, το αμφιθέατρο που είχαμε δει πρώτη φορά στην documenta 14, το οποίογίνεται πλήρως λειτουργικό, τη νέα διαμόρφωση της εισόδου στην οδό Ρηγίλλης αλλά και τα εγκαταλελειμμένα υπόγεια που αποκτούν πλέον τη δική τους πρόσβαση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος