Η Αλεξία Καλτσίκη βυθίζεται στον κόσμο του Τενεσί Ουίλιαμς ερμηνεύοντας την εμβληματική Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος», που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο Προσκήνιο, σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου.
Απόλυτα προσηλωμένη στην τέχνη της, η ηθοποιός μιλάει για την ηρωίδα της, τη μυθολογία του ρόλου, την αξία των συναντήσεων και τις προσωπικές αναζητήσεις στον δύσκολο χώρο του θεάτρου.
Η Μπλανς Ντιμπουά κουβαλά ισχυρή μυθολογία. Πώς την αντιμετωπίζετε;
«Τα τελευταία χρόνια έχω διαπιστώσει ότι ακόμα περισσότερο τα πράγματα τα ορίζουν οι συναντήσεις. Η διαθεσιμότητα είναι μεγάλο στοίχημα για τη λειτουργία ενός ηθοποιού. Και μέσα στα χρόνια έχω προσπαθήσει να το κατακτήσω. Οπότε πέρα από τη μυθολογία ή τις προσδοκίες που μπορεί προσωπικά να έχω – και τις βάζω στην άκρη – περιμένω τη συνάντηση. Εκεί στηρίζεται το θέατρο.
Προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται πιο γενναιόδωρη με τα υλικά μου, ώστε ο ρόλος να βρεθεί και να διαμορφωθεί όχι ως η Μπλανς μου αλλά η Μπλανς μας. Επιπλέον υπάρχουν οι μυθολογίες και οι προσδοκίες των άλλων – συνάδελφοι, θεατές κ.λπ. Είναι μια εσωτερική διεργασία να αποδεσμευτώ από αυτά γιατί ούτως ή άλλως «είσαι καταδικασμένος»: Δεν πρόκειται να ικανοποιήσεις τις προσδοκίες κανενός. Οπότε πορεύεσαι με τους ανθρώπους και το υλικό που θα προκύψει από τη συνάντηση».
Ποια είναι η σχέση σας με τον συγγραφέα και το έργο;
«Είναι ένας γοητευτικός συγγραφέας, αγαπημένος μου. Χαίρομαι που μου δόθηκε η δυνατότητα να τον συναντήσω τώρα με οδηγό τον Δημήτρη (σ.σ.: Καραντζά) – του έχω απεριόριστη εκτίμηση και απόλυτη εμπιστοσύνη. Και διαπιστώνω ότι η Μπλανς είναι, πραγματικά, σαν ένα λευκό χαρτί. Μπορεί να ερμηνευτεί με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους. Γιατί αυτό που βλέπω ότι ζητάει είναι το προσωπικό στίγμα. Σαν να σου λέει ο Ουίλιαμς ότι αν θες να με συναντήσεις, πρέπει να λειτουργήσεις και εσύ όπως εγώ γράφοντάς το. Γιατί μοιράζεται κάτι πολύ βαθιά προσωπικό αλλά και πολύ συγκεκριμένο. Σαν να ζητάει ως προϋπόθεση από τον ηθοποιό να βουτήξει στα δικά του νερά για να υπάρξει. Οπως λέει η Μπλανς στο τέλος, «το μυστικό είναι να βουτήξεις στα βαθιά. Γιατί, αν χτυπήσεις το κεφάλι σε βράχο, δεν βγαίνεις». Πρέπει λοιπόν να βουτήξεις στα βαθιά, για να το χαρείς κιόλας – αν βέβαια τα καταφέρεις».
Ποια είναι η Μπλανς;
«Είναι ένα υλικό πολύ ρευστό. Στην πραγματικότητα βλέπουμε τη διαδρομή της. Σαν το πέρασμα από το σπίτι της Στέλα και του Στάνλεϊ Κοβάλσκι να είναι ένα είδος καθαρτηρίου πριν από τη μετάβασή της στα λεγόμενα Ηλύσια Πεδία που αναζητεί. Σαν μέσα από αυτή τη συνάντηση να έρχεται αντιμέτωπη με όλα τα τραύματα από τα οποία απεκδύεται για να μετακινηθεί κάπου αλλού. Και όλα αυτά σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Η διαδρομή μου είναι σαν μια μετάβαση σε έναν φωτεινό θάνατο ή μια καινούργια ζωή. Ενα πέρασμα. «Εγώ μόνο περνάω» λέει.
Η Μπλανς έχει έναν ωραίο μονόλογο για τους ανθρώπους που είναι μαλακοί, ψυχικά μαλακοί. Και είναι πολύ δυναμική στην υπεράσπιση της μαλακότητάς της. Με ενδιαφέρει αυτό. Γιατί ενώ συνομιλεί συνέχεια με τον θάνατο, είναι δέσμια της ζωής, της συνύπαρξης. Εχει ανάγκη τους άλλους, το βλέμμα τους. Αλλά μαλακός άνθρωπος δεν σημαίνει απαραίτητα αδύναμος. Η ίδια δεν ήταν ποτέ σκληρή ή αδίστακτη. Αλλά διεκδικεί, είναι σίφουνας».
Και θύμα;
«Εντελώς. Τη φωνάζουν loca (τρελή). Βουτάει ανεξέλεγκτα στη ζωή, παρ’ όλο που κουβαλάει όλη την απελπισία του θανάτου. Οπότε τι να πω για τον ρόλο; Λες, εντάξει, είναι ένα «χαμένο παιχνίδι» εξαρχής. Οπότε πας εκεί τουλάχιστον να χαρείς το κολύμπι και να φτάσεις στον πάτο. Γιατί άμα φτάσεις, θα βγεις…».
Η διανομή της παράστασης κινείται έξω από τα συνηθισμένα στερεότυπα…
«Θεωρώ ότι είναι ιδανική για τη βαθιά και ουσιαστική ανάγνωση του Δημήτρη. Αλλά εγώ βλέπω και κάτι άλλο: τη συνάντηση γενεών. Ολοι οι ηθοποιοί, εκτός από εμένα, είναι μία δεκαετία κάτω. Και η Μπλανς έρχεται από μια άλλη εποχή. Ολοι τους είναι υπέροχοι, τόσο καλά παιδευμένοι σκηνικά. Θυμάμαι τον εαυτό μου σε αυτή την ηλικία: Εχεις ανακαλύψει πράγματα και χαίρεσαι να τα επιβεβαιώνεις. Εγώ από την άλλη βρίσκομαι σε μια φάση όπου όλα είναι υπό απόλυτη αμφισβήτηση – ενδιαφέρον υλικό. Γιατί η Μπλανς, σαν ξένη, έρχεται από μια άλλη εποχή σε έναν άλλο κόσμο. Και όλοι αυτοί οι υπέροχοι ηθοποιοί είναι της επόμενης γενιάς, του νέου κόσμου, του νέου θεάτρου. Με συγκινεί η συνάντησή μου μαζί τους.
Οσο για τα στερεότυπα, έχει ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύεται ο πυρήνας της σύγκρουσης. Το έργο λέγεται «Streetcar named Desire», και desire δεν είναι μόνο πόθος αλλά και επιθυμία – και αυτό είναι πιο τρομακτικό. Γιατί με την επιθυμία ανοίγονται πολλά τοπία. Πέρα από το ταξικό, αναδεικνύεται και το πρωταρχικό τραύμα της Μπλανς που καταφθάνει καταποντισμένη – είναι ένα πολύ ζορισμένο πρόσωπο. Εχει φτάσει στο μη περαιτέρω. Εχει κάτι διαγώνιο, άπιαστο, και έρχεται να το υπερασπιστεί. Και μάλιστα είναι επεκτατική. Θέλει να κυριαρχήσει. Από αυτή την αναμέτρηση, είτε χάσεις είτε κερδίσεις, κερδισμένος βγαίνεις».
Νιώθετε δικαιωμένη από την πορεία σας;
«Βεβαίως και νιώθω ικανοποιημένη, γιατί ξέρω και τα μαγκώματά μου. Η πορεία μου, και εννοώ οι συναντήσεις μου, ήταν ολάνθιστο λιβάδι. Τώρα νιώθω ότι ζούμε σε μια εποχή που ενώ υπάρχει όλο αυτό το άνοιγμα, κοινωνικά δίκτυα, αλληλεγγύη, υπάρχει και ένα βαθύ ατομικιστικό κλείσιμο. Νιώθω τους ανθρώπους να κλείνονται, όχι να ανοίγονται. Να θωρακίζονται».
Εφέτος, ύστερα από χρόνια, κάνετε και τηλεόραση;
«Είχα πολλές κρούσεις αλλά για εμένα ήταν πολύ δύσκολο. Πιστεύω ότι δεν γίνεται παράλληλα και με πειράζει που το έχουμε αποδεχτεί ως αναγκαίο για να επιβιώσουμε. Στο θέατρο, όταν έχουμε την τύχη να δουλεύουμε, δεν πληρωνόμαστε όπως θα έπρεπε, δεν μπορείς πλέον να ζήσεις από αυτό. Κι όμως, από την άλλη, το θέατρο «ανθίζει», άνθρωποι βγάζουν λεφτά ενώ οι ηθοποιοί φυτοζωούν. Προσωπικά μου λείπει η έρευνα στο θέατρο. Είμαι σε μια φάση που θέλω να προχωρήσω, όχι να πηγαίνω με τις ασφάλειές μου. Υπάρχουν πράγματα τα οποία λογοδοτούν στην τέχνη, δηλαδή στο μεγάλο, ουσιαστικό ρίσκο, στην πραγματική έκθεση, που σημαίνει ότι μπορείς να φας πολύ άσχημα τα μούτρα σου. Εγώ τα έχω ανάγκη αυτά.
Το προχώρημα στην τέχνη γίνεται όταν μπαίνουν οι ουσιαστικές αγωνίες, η καθαρή αμφισβήτηση για αυτό που έχεις μπροστά σου. Λοιπόν, αυτός ο χώρος δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει γιατί είναι η εποχή τέτοια – χρειάζονται λεφτά. Χαίρομαι που βρέθηκα στην «Παραλία» (ΕΡΤ1), με υπέροχους ανθρώπους που αγαπάνε και φροντίζουν αυτό που κάνουν. Βλέπω πόσο καλά τα καταφέρνουν και με ενδιαφέρει να το μάθω. Γιατί αυτό που ονομάζεται υποκριτική είναι και μια πολύ προσωπική υπόθεση. Εγώ ήθελα να κάνω τη δουλειά μου όπως ήθελα. Ηθελα να κάνω θέατρο. Μετά, που άλλαξαν οι συνθήκες και οι υποχρεώσεις μου, προσπαθούσα να τα καταφέρω με διπλές και τριπλές δουλειές, πρόβες και παραστάσεις παράλληλα, διδασκαλία σε δυο-τρεις σχολές. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Εχω φτάσει να δουλεύω 15 ώρες».
INFO «Λεωφορείον ο Πόθος» στο θέατρο Προσκήνιο. Παίζουν: Αλεξία Καλτσίκη, Αρης Μπαλής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Βασίλης Μαγουλιώτης, Γιώργος Ζυγούρης, Γιάννης Κόραβος, Ιωάννα Ραμπαούνη.