O Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε ότι «αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των αιωνόβιων ορμών του θα διαπιστώσει ότι πολλές από αυτές τού της δίδαξε ο δάσκαλος με το ξύλο και πως από τον εσωτερικό του κόσμο δεν βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, η φωνή του Θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών. Ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία».
Είτε ασυνείδητα είτε συνειδητά, ο ράπερ ΛΕΞ έχει κατορθώσει να αποτελέσει τον τροβαδούρο της γενιάς του ή των γενιών εκείνων που έχουν επιλέξει να εκφράζονται με διαφορετικό από τους mainstream τρόπους. Τον Ιούλιο του περασμένου καλοκαιριού έβαλε φωτιά στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη όπου 20.000 θεατές αποθέωσαν έναν «άγνωστο» καλλιτέχνη. Στις 21 Οκτωβρίου ήρθε η σειρά της Θεσσαλονίκης να γκρεμιστεί. Περίπου 30.000 θαυμαστές του συγκεντρώθηκαν στο Καυτανζόγλειο Στάδιο για να μοιραστούν μαζί του, τα τραγούδια του, τα ραπαρίσματά του, να ανάψουν καπνογόνα και να τραγουδήσουν. Το γήπεδο έζησε στιγμές του Μεγάλου Βάσια, του Βασίλη Χατζηπαναγή με τον Ηρακλή. Η μουσική έχει άλλους κώδικες σε σχέση με το ποδόσφαιρο και καλά κάνει. Δεν είναι μόνο ψυχαγωγία αλλά ενίοτε και καταγγελία. Αυτό ο ΛΕΞ και οι φίλοι του το γνωρίζουν πολύ καλά. Ο ράπερ χωρίς να έχει πίσω του δισκογραφικές εταιρείες, εταιρείες παραγωγής, γραφεία μάνατζερ, χωρίς να δίνει συνεντεύξεις και να κάνει promotion αποτελεί κοινωνικό-μουσικό φαινόμενο της εποχής μας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.