Εχοντας βάλει χρήματα από την τσέπη του για να υποστηρίξει ένα όραμα στο οποίο πίστευε εδώ και 36 χρόνια, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός Κέβιν Κόστνερ τον περασμένο Μάιο παρουσίασε στο Φεστιβάλ Καννών το πρώτο μέρος του «Ορίζοντας: Eνα αμερικανικό έπος» (Horizon An American Saga), ενός τετράπτυχου έπους που επιστρέφει στην εποχή που με πολύ αίμα χυμένο έμπαιναν τα θεμέλια των Αμερικανών στην Αγρια Δύση.

Το γουέστερν είναι ένα είδος με το οποίο ο Κόστνερ έχει διαπρέψει χάρη στην κλασική ταινία του «Χορεύοντας με τους λύκους» (Οσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας το 1991) αλλά και άλλες, όπως ο «Αγραφος νόμος της Δύσης» (δική του), ο «Γουάιατ Ερπ» του Λόρενς Κάσνταν αλλά και η σειρά «Yellowstone». Με αφορμή τον «Ορίζοντα», που έχει τη στόφα του παλιού, παραδοσιακού γουέστερν, από αυτά που σπανίως γυρίζονται πλέον και συγχρόνως τονίζει τον ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στα δύσκολα εκείνα χρόνια, ο Κόστνερ ανέπτυξε τη φιλοσοφία του ως δημιουργού του κινηματογράφου μιλώντας στο «Βήμα» κατά τη διάρκεια ενός καυτού μεσημεριού στο ξενοδοχείο Carlton.

Κάθεστε στην καρέκλα του σκηνοθέτη μετά από 20 και παραπάνω χρόνια. Πώς νιώσατε που βρεθήκατε και πάλι εκεί;

«Πάντα πίστευα ότι οι άλλοι μπορούν να κάνουν τη δουλειά του σκηνοθέτη καλύτερα από μένα (γελάει). Απλώς έτσι ένιωθα. Δεν έχω σκηνοθετήσει πολλές ταινίες, αλλά για κάθε ταινία στην οποία έχω παίξει, έχει περάσει από το μυαλό μου ότι θα μπορούσα να την έχω σκηνοθετήσει. Ομως πάντα, πίστευα ότι κάποιοι άνθρωποι γνωρίζουν περισσότερα απ’ όσα εγώ. Στην περίπτωση του «Ορίζοντα» ωστόσο κανείς δεν ήθελε να τη σκηνοθετήσει, επομένως αποφάσισα να τη σκηνοθετήσω εγώ. Η ιστορία αυτού του σεναρίου αρχίζει από το 1988».

Η αρχική μορφή του σεναρίου ήταν ίδια με αυτήν που βλέπουμε σήμερα;

«Οχι, στην αρχή ήταν ταινία ντουέτου, κάτι σαν το «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (σ.σ.: αναφέρεται στην ταινία «Οι δύο ληστές» με τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Πολ Νιούμαν). Οχι το ίδιο πράγμα ακριβώς, αλλά καταλαβαίνετε, με δύο βασικούς ήρωες. Επρόκειτο να τη γυρίσω το 2003 αλλά το στούντιο τελικά δεν προχώρησε, για μια διαφορά 5.000.000 δολαρίων που έπρεπε να καλυφτεί. Πεισμάτωσα. Είπα όχι, κανείς δεν θα δουλέψει τσάμπα. Αλλά η ταινία δεν έφευγε από το μυαλό μου».

Στο πέρασμα του χρόνου, πώς διαμορφώθηκε η ιστορία του «Ορίζοντα» στο μυαλό σας;

«Περίπου έξι χρόνια αργότερα, το 2009, άρχισα να σκέφτομαι ότι στα περισσότερα γουέστερν που έχουμε δει και ξέρουμε, οι πόλεις ή τα χωριά όπου οι ιστορίες εκτυλίσσονται είναι πάντα εκεί. Α πριόρι. Αρχισα λοιπόν να σκέφτομαι «γιατί είναι ήδη εκεί; Πώς έγινε και είναι ήδη εκεί; Τι ήταν αυτές οι πόλεις; Μανιτάρια που φυτρώνουν στη βροχή;».

Αρχισαν δηλαδή να με απασχολούν το παρελθόν και η δημιουργία αυτών των πόλεων. Και τότε συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι που τις έχτισαν ήξεραν τι έκαναν. Ηξεραν πού βρίσκεται το καλό νερό. Ηξεραν σε ποιο σημείο μπορούσες να διασχίσεις ευκολότερα το ποτάμι. Ηξεραν σε ποιο σημείο της γης οι αγροί τους θα καρποφορούσαν καλύτερα. Αρα θα πρέπει να υπήρξαν συγκρούσεις ακόμα και στη δημιουργία αυτών των πόλεων. Και σκέφτηκα ότι αυτή η πτυχή ήταν κάτι που μπορούσα να αναδείξω με όσο το δυνατόν καλύτερο και λεπτομερή τρόπο. Κάτι παράλογο βέβαια».

Παράλογο για ποιον λόγο;

«Γιατί αποφάσισα να μοιράσω αυτή την ιστορία σε τέσσερα μέρη, τριών ωρών το καθένα. Αν όμως η πρώτη ταινία δεν μπορούσε να προχωρήσει μετά από τόσα χρόνια, τι με έκανε να σκεφτώ ότι θα μπορούσαν να γυριστούν άλλες τρεις; (Γέλια) Οφείλω να ομολογήσω ότι καταλαβαίνω τον δισταγμό των στούντιο, όμως συγχρόνως ένιωθα την ανάγκη να γυρίσω τον «Ορίζοντα» για έναν ακόμα λόγο.

Με ενδιέφερε να δείξω τη θέση των γυναικών στην Αγρια Δύση που για μένα ήταν πολύ σημαντική. Οι γυναίκες αυτές βρέθηκαν εκεί παρά τη θέλησή τους και οι περισσότερες πέθαναν δουλεύοντας – αν δεν είχαν σκοτωθεί ήδη. Πέθαναν ενώ προσπαθούσαν να φροντίσουν τα παιδιά τους, δούλευαν ασταμάτητα 24 ώρες το 24ωρο. Ολα αυτά όμως που ήθελα να δείξω απαιτούσαν χρόνο, γι’ αυτό αποφάσισα, αμετάκλητα, να γυρίσω τον «Ορίζοντα» ως τετραλογία.

Αυτό που είδατε εδώ είναι το πρώτο μέρος, το δεύτερο έχει τελειώσει, τώρα γυρίζω το τρίτο και πρέπει επίσης να σκεφτώ από πού θα βρω τα χρήματα για το τέταρτο. Το καλό είναι ότι δεν έχω να απαντήσω σε κανέναν. Κάνω αυτό που θέλω να κάνω και έχω final cut των ταινιών μου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακούω. Ακούω, και μάλιστα πολύ προσεκτικά».

«Το μοδάτο ποτέ δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα· όχι ότι δεν μου αρέσει το ποπ, το δημοφιλές. Μου αρέσει. Αλλά ως δημιουργός δίνω προτεραιότητα σε αυτό που ενδιαφέρει εμένα».

Πιστεύετε ότι η απόφασή σας να γυρίσετε τον «Ορίζοντα» σε τέσσερα τρίωρα μέρη ήταν ριψοκίνδυνη γιατί πηγαίνει κόντρα σε αυτό που είναι κατεστημένο ή της μόδας σήμερα;

«Το μοδάτο ποτέ δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα· όχι ότι δεν μου αρέσει το ποπ, το δημοφιλές. Μου αρέσει. Αλλά ως δημιουργός δίνω προτεραιότητα σε αυτό που ενδιαφέρει εμένα. Με την ελπίδα ότι αυτό που ενδιαφέρει εμένα θα ενδιαφέρει και εσάς. Και προσπαθώ να το κάνω με χιούμορ διότι τίποτα δεν έχει δυστυχήσει εξαιτίας του χιούμορ. Αλλά πρέπει να το κερδίσεις με το σπαθί σου, ειδάλλως θα βγει σαν ανέκδοτο και δεν είναι αυτός ο σκοπός, να βγει σαν ανέκδοτο».

Θεωρείτε τον εαυτό σας άνθρωπο της συνεργασίας;

«Είμαι άνθρωπος της συνεργασίας αλλά η αντίληψή μου για την έννοια της συνεργασίας νομίζω ότι διαφέρει αρκετά από αυτήν που έχει ο περισσότερος κόσμος. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αν δεν δεχθείς την ιδέα που σου δίνουν δεν είσαι καλός συνεργάτης. Εγώ δεν σκέφτομαι έτσι.

Συνεργασία για μένα σημαίνει μια καλή ατμόσφαιρα, την οποία εγώ ως ηγέτης ενός πράγματος έχω δημιουργήσει και στην οποία εσύ, που είσαι μαζί μου, μπορείς να εκφράσεις την ιδέα σου ελεύθερα και ανεξάρτητα από το αν εγώ θα τη δεχθώ ή όχι. Πολλές φορές ακόμα και μια καλή ιδέα δεν μπορεί να χωρέσει σε μια ταινία. Θεωρώ ότι το σενάριο είναι η Βίβλος κάθε ταινίας μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα είμαι άκαμπτος μπροστά σε μια φρέσκια ιδέα αν είναι όντως καλή. Αν νιώσω το παράθυρο της ευκαιρίας θα την αρπάξω, αν όχι, θα μείνω στην ασφάλεια του σεναρίου».

Τι σας προβλημάτισε περισσότερο γυρίζοντας τον «Ορίζοντα»;

«Θα φανεί σαν παραδοξότητα, αλλά ενώ υπήρχε το σενάριο, ξεπετάγονταν διαρκώς μπροστά μου ιδέες για τους χαρακτήρες, κυρίως τις γυναίκες. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια και γνωρίζω ότι είχα γίνει εφιάλτης πολλών ανθρώπων γύρω μου. Κάποιες ηρωίδες ήταν τόσο ενδιαφέρουσες που ήθελα να συνεχιστούν οι ιστορίες τους. Η ηρωίδα της Αμπεϊ Λι, για παράδειγμα, που είναι καταπληκτική στην ταινία. Ολες τους είναι υπέροχες, η Σιένα Μίλερ, η Τζίνα Μαλόουν, η Εμα Χαντ. Δεν είναι απλώς γυναίκες ηθοποιοί σε ένα γουέστερν. Ερμηνεύουν με πάθος τους ρόλους τους».

Πώς θα χαρακτηρίζατε το γουέστερν ως κινηματογραφικό είδος;

«Για μένα το γουέστερν είναι λίγο ο Σαίξπηρ των Αμερικανών. Αρκεί όμως να επενδύσουμε σε κάτι παραπάνω από μια ακόμα μονομαχία. Αρκεί να επενδύσουμε στην ιδέα ότι μια γυναίκα εκείνης της περιόδου δεν μπορούσε να ελέγξει την επιθυμία της να είναι καθαρή, που για μένα είναι το ίδιο σημαντική όσο μια μονομαχία. Θα μου πείτε, αυτό δεν είναι παρά μια λεπτομέρεια.

Και όμως, για μένα είναι μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια, στην οποία δεν δινόταν σημασία τα παλαιότερα χρόνια. Θεωρώ ότι αν μια ταινία δεν δώσει σημασία στις λεπτομέρειες εύκολα μπορεί να καταρρεύσει. Ειδικά αν μιλάμε για ταινίες εποχής με ιστορικές λεπτομέρειες. Γιατί από τις λεπτομέρειες ο θεατής είναι σε θέση να καταλάβει τη συγκεκριμένη περίοδο στην οποία η ταινία αναφέρεται».

«Είμαι Αμερικανός. Οχι τόσο καλλιεργημένος, ίσως, αλλά έχω βαθιά γνώση της Ιστορίας της πατρίδας μου».

Το γουέστερν είναι ένα είδος κινηματογράφου με το οποίο έχετε κατά κάποιον τρόπο ταυτιστεί. «Χορεύοντας με τους λύκους», «Ο άγραφος νόμος της Δύσης», «Γουάιατ Ερπ», «Yellowstone». Πώς εξηγείτε αυτή την ταύτισή σας;

«Iσως να καταλαβαίνω καλά το είδος. Σίγουρα έχω υψηλό επίπεδο ενδιαφέροντος για το γουέστερν. Επίσης νομίζω ότι κατανοώ καλά το πώς πρέπει να χειριστώ τον εαυτό μου ως ηθοποιό σε γουέστερν. Είναι πάντα θέμα συμπεριφοράς και – όπως έλεγα – λεπτομερειών. Τα μικρά πράγματα. Με τα χρόνια έχω αντιληφθεί ότι οι άνθρωποι, σήμερα, δεν είναι και τόσο διαφορετικοί απ’ ό,τι ήταν πριν από 200 χρόνια, όταν τα ξίφη κυβερνούσαν. Η συμπεριφορά ανδρών και γυναικών παραμένει η ίδια και αν έχει αλλάξει κάτι αυτό είναι κυρίως η τεχνολογία.

Επίσης το γουέστερν είναι πολύ αμερικάνικο είδος και ποτέ δεν με μπέρδεψε κάποιος σχετικά με αυτό που είμαι, δηλαδή ένας βέρος Αμερικανός. To καταλαβαίνω, δεν έχω μια παγκόσμια άποψη πάνω στα πράγματα. Είμαι Αμερικανός. Οχι τόσο καλλιεργημένος, ίσως, αλλά έχω βαθιά γνώση της Ιστορίας της πατρίδας μου».

Υπήρξαν ταινίες γουέστερν που σας ενέπνευσαν στον «Ορίζοντα»;

«Με ενέπνευσαν αρκετές· η «Αιχμάλωτος της ερήμου» και ο «Ανθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» του Τζον Φορντ, ο «Γίγας» του Τζορτζ Στίβενς, που δεν είναι ακριβώς γουέστερν αλλά μοιάζει. Μπορώ να απαριθμήσω πολλές αναφορές μου στον «Ορίζοντα», πράγματα άλλων που ξεδιάντροπα έβαλα στην ταινία και το λέω αυτό γιατί αν όλοι αυτοί οι δημιουργοί ήταν μπροστά μου θα τους έσφιγγα το χέρι και θα τους έλεγα πόσο με έχουν επηρεάσει και πόσα τους οφείλω. Αν αυτό το θεωρήσετε αντιγραφή ΟΚ. Αν όμως το θεωρήσετε μια γιορτή προς κάτι που εκτιμώ πολύ, τότε ακόμα καλύτερα».

Είστε καλός καβαλάρης;

«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καουμπόι, φυσικά, θα έλεγα ότι είμαι ένας κοινός καβαλάρης. Γνωρίζω ποιοι είναι σπουδαίοι καβαλάρηδες. Δεν φοβάμαι να καβαλήσω ένα άλογο, πολύ πιθανόν να δείχνω ότι ξέρω τι κάνω αλλά έχω επίγνωση του ποιος είμαι και δεν παριστάνω ποτέ κάτι που δεν είμαι».

Στις Κάννες βρίσκεστε με την οικογένειά σας. Πώς συνδυάζετε τον επαγγελματία Κέβιν Κόστνερ με τον οικογενειάρχη Κέβιν Κόστνερ;

«Νιώθω υποχρέωση εφ’ όρου ζωής στα παιδιά μου. Το πώς διεξάγω την επαγγελματική ζωή μου είναι σημαντικό γιατί έτσι τα παιδιά μου μπορούν να δουν πώς συμπεριφέρομαι. Βέβαια, ενώ τώρα εργάζομαι, τα παιδιά μου είναι εκεί έξω και ψαρεύουν (γέλια)… Σοβαρά όμως, αυτό που κάνουμε, η δουλειά μας, είναι αυτό που αφήνουμε πίσω μας. Και ελπίζω ότι τα παιδιά μου θα βρουν τη δουλειά που θα αγαπήσουν.

Τίποτα δεν συγκρίνεται με το να βλέπεις τα παιδιά σου να πετυχαίνουν. Ακόμα και όταν ήταν μικρά και τα έβλεπα σε σχολικές παραστάσεις, ακόμα και τότε η χαρά που ένιωθα ήταν τεράστια. Ο γιος μου είναι στην ταινία μου. Προσπαθώ να μη δίνω στα παιδιά μου ρόλους που ξέρω ότι σοβαροί ηθοποιοί θέλουν. Αλλά όταν έχω την ευκαιρία να τους βάλω κάπου, είναι κυρίως επειδή θέλω να βρίσκονται κοντά μου. Μου λείπουν. Τα παγιδεύω. Τους δίνω μικρά πράγματα να κάνουν».

INFO Η ταινία «Oρίζοντας: Ενα αμερικανικό έπος – Κεφάλαιο 1» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Tanweer.