Λοιπόν, έρχεται η στιγμή που η Ελένα Ιβάνοβνα Πόποβα, αναστατωμένη και έκπληκτη, στραμμένη προς το κοινό, διερωτάται αν είναι δυνατόν να τη θέλει όντως ο Γκριγκόρι Στεπάνοβιτς Σμιρνόφ. «Ε, ποια να θέλει, εμένα;» της απαντά τότε, διερωτώμενη επίσης αλλά με αυτοσαρκαστική φυσικότητα, μια ώριμη κυρία που καθόταν στην πρώτη σειρά, δηλαδή σε απόσταση αναπνοής από τη σκηνή, προκαλώντας τη θυμηδία στους υπόλοιπους θεατές.
Αυτό συνέβη το βράδυ που παρακολουθήσαμε τη μονόπρακτη «Αρκούδα» (1888) του Αντόν Τσέχοφ στο ιστορικό Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, στην Πλάκα. Και η αλήθεια είναι ότι για λίγο μπήκαμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε την εν λόγω κυρία μέρος της ίδιας της παράστασης (ναι, κι όμως, θα μπορούσε) που σκηνοθετεί ο Νίκος Καρδώνης.
Η συγκεκριμένη υπόθεση, κατά τα λοιπά, είναι μάλλον απλή. Το πένθος μιας τεθλιμμένης χήρας διακόπτεται από την επίσκεψη ενός απόστρατου υπολοχαγού, ο οποίος έρχεται να διεκδικήσει (δίκαια μεν, κάπως άγαρμπα δε) κάτι χρωστούμενα του (μακαρίτη) συζύγου της. Η συνάντησή τους εξελίσσεται με απρόβλεπτη ένταση, ας όψονται τα λανθάνοντα συναισθήματα, και καταλήγει σε μια ευτράπελη μονομαχία.
Μια ρυθμική φαρσοκωμωδία
Το Βήμα συνάντησε πρόσφατα τον Νίκο Καρδώνη, έναν έμπειρο, εξαιρετικό ηθοποιό και συζήτησε μαζί του. Τι τον οδήγησε να ασχοληθεί, και αυτός, με τη σκηνοθεσία; «Καταλαβαίνω την έμφαση, πώς και γιατί το λέτε. Προτού δεχτώ, είχα τις επιφυλάξεις μου, τους φόβους μου. Διότι μέχρι τώρα αναλάμβανα μόνο την αποκλειστική ευθύνη του εκάστοτε ρόλου. Εχω συναίσθηση ότι η σκηνοθεσία είναι κάτι ευρύτερο, πιο συνθετικό, πολλαπλώς απαιτητικό. Αλλά όσο προχωρούσε η διαδικασία με αυτούς τους συνεργάτες, το τονίζω, τόσο πιο πολύ εισχωρούσα οργανικά σε αυτήν. Μιλάμε την ίδια θεατρική γλώσσα με αυτούς τους ηθοποιούς, με αυτά τα έξυπνα σώματα, και έχουμε κοινό χιούμορ. Η συγκυρία, επομένως, είναι ευτυχής. Δεν ξέρω τι θα κάνω στο μέλλον, αν θα σκηνοθετούσα ξανά, θα εξαρτηθεί αυτό από διάφορους παράγοντες. Πάντως, θελήσαμε να κάνουμε την «Αρκούδα» όπως την είχε οραματιστεί ο ίδιος ο Τσέχοφ, ένα βοντβίλ, μια ρυθμική φαρσοκωμωδία, κάτι ανάλαφρο, ας πούμε, σαν τον αφρό της σαμπάνιας, χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς να τετραγωνίζουμε τον κύκλο, χωρίς κάτι το επιτηδευμένο ή το ελιτίστικο, χωρίς πομπώδη μηνύματα προς την κοινωνία κυρίως! Απλώς, θέλουμε να βλέπουμε τους ανθρώπους από κάτω να παρασύρονται και να γελάνε. Λίγο είναι αυτό σήμερα; Και, παράλληλα, θέλουμε να αναρωτιούνται για ό,τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους, ακόμη και για τη μετα-θεατρική διάσταση της παράστασης, όχι για το τι συμβαίνει στο «σαλόνι» μόνο αλλά και στην «κουζίνα» της τέχνης μας» εξήγησε.
Χωρίς έπαρση και εμμονές
Και συνέχισε. «Κοιτάξτε, έτσι έχω μάθει εγώ. Να είμαι συν-δημιουργός. Μπαίνουμε μαζί, ηθοποιοί και σκηνοθέτης, σε ένα καράβι και ταξιδεύουμε. Και ψηλαφίζουμε και βρίσκουμε την παράσταση στην πορεία, διαισθητικά και αβίαστα, μέσα από τις πρόβες και τους αυτοσχεδιασμούς. Και όταν όλα συντονίζονται, έχουμε την παράσταση, δίχως να το συνειδητοποιούμε ενίοτε. Για εμένα, εξάλλου, η καλύτερη σκηνοθεσία είναι αυτή που δεν φαίνεται, να πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί εννοώ, όχι οι εμμονές και η έπαρση του σκηνοθέτη. Το κρίσιμο για έναν σκηνοθέτη, από την άλλη μεριά, είναι να δημιουργεί σύμπαντα και να σε βάζει μέσα σε αυτά, να σε αφοπλίζει, να σε μαγεύει. Πότε έχουμε νίκη του θεάτρου; Οταν ξεχνιούνται εντελώς οι θεατές, όταν βυθίζονται πλήρως στη συνθήκη, ακόμη κι εκείνοι με τα πιο υποψιασμένα βλέμματα» είπε ο Νίκος Καρδώνης.
Η συνεργασία με τον Στάθη Λιβαθινό
Υστερα αναφέρθηκε εκτενώς στην πολυετή συνεργασία, τη συνύπαρξή του με τον Στάθη Λιβαθινό, από τα τέλη κιόλας της δεκαετίας του 1990. «Εκείνα τα επτά χρόνια που πέρασα στη Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου παραμένουν αλησμόνητα. Είναι η προίκα και το παράσημο που κουβαλάω. Εκεί ήταν το πραγματικό σχολείο, εκεί δίναμε κάθε μέρα εξετάσεις και φεύγαμε ξημερώματα. Το ανσάμπλ! Ενα μπουκέτο ανθρώπων. Οργασμός δημιουργίας. Και θαυμασμός του ενός προς τον άλλο. Αυτά μάλλον δεν υπάρχουν πλέον. Ακούγομαι κάπως αφοριστικός ενδεχομένως, το ξέρω, αλλά δυστυχώς διαπιστώνω ότι το ελληνικό θέατρο είναι διάσπαρτα νησιά μοναξιάς. Εξαιρέσεις; Ναι, αλίμονο. Ωστόσο, με τον κανόνα τι γίνεται; Είναι σημαντικό να βλέπεις αυθεντικά σύνολα πάνω στη σκηνή, τη βιογραφία τους αλλά και τη βιογραφία του κάθε ηθοποιού ξεχωριστά, να βλέπεις τη χημεία, μια θεατρική συναντίληψη που πάλλεται».
Ο 49χρονος Νίκος Καρδώνης εκπέμπει μια πληθωρική, σαρωτική ενέργεια εν γένει, όχι μόνο όταν ερμηνεύει έναν ρόλο. Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Ρόδο, με απροσμέτρητη λατρεία στη ζωγραφική, με σπουδές στο σχέδιο μόδας και στην ενδυματολογία πέραν της υποκριτικής, άκουσε κάποτε μια φωνή (εσωτερική, εννοείται) να του επισημαίνει, «έλα, Νίκο μου, ας μην κοροϊδευόμαστε, αυτό θα κάνεις, έτσι θα πορευτείς». Και το θέατρο έγινε έκτοτε, ομολογουμένως, η δική του πορεία.
«Ο σκοπός είναι ο ρόλος»
«Η τέχνη μας είναι ξετσίπωτη, εντός και εκτός εισαγωγικών. Η ξετσιπωσιά αυτή σχετίζεται με την έννοια της δημιουργικής αρπαγής. Μπορώ να αντλήσω, ως ηθοποιός, από το καθετί γύρω μου και να το χρησιμοποιήσω. Δεν αρκεί η ανάκληση των βιωμάτων μου. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο σκοπός είναι ο ρόλος. Και τα μέσα είναι, δυνητικά, τα πάντα. Η παρατήρηση γίνεται, από ένα σημείο και μετά, δεύτερη φύση. Μια εγρήγορση άλλης τάξεως. Δίχως καμία σοβαροφάνεια, επειδή τέτοια θέματα εγώ δεν έχω, μπορώ να οικειοποιηθώ εξίσου τον τρόπο που τραγουδάει η Φουρέιρα, ένα κομμάτι του Μπαχ, έναν πίνακα του Ντελακρουά ή τον Ηνίοχο των Δελφών! Και επειδή προετοιμάζω παιδιά για τις δραματικές σχολές, αυτό τους λέω, βγείτε και αντλήστε από τη ζωή. Και η ζωή, τι να κάνουμε, είναι όλα τα παραπάνω» υπογράμμισε.
«Γουστάρω πολύ τους οριακούς ηθοποιούς. Αυτούς που παίζουν, πώς να το πω, απαρηγόρητα. Σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να επέρχεται αύριο μια πυρηνική καταστροφή. Τα χλιαρά, τα μίζερα και τα δήθεν δεν τα μπορώ καθόλου». Στο τέλος, ο Νίκος Καρδώνης πήρε το κινητό του και μας έδειξε ορισμένες εντυπωσιακές φωτογραφίες: κούκλες Barbie τις οποίες ο ίδιος μεταμόρφωσε από ταλαιπωρημένα και πεταμένα παιχνίδια σε «δραματικές ηρωίδες», εμπνευσμένος από το θέατρο και τον κινηματογράφο, γυναίκες με υπέροχα χτενίσματα, ντυμένες με ακριβά και καλαίσθητα φορέματα. «Ηταν βαρετές κούκλες. Τις βοήθησα. Τους έδωσα μια ακόμη ευκαιρία στη ζωή, καταπώς λένε» είπε χαμογελαστός.
«Η αρκούδα» του Αντόν Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Νίκου Καρδώνη, στο Αμφι-Θέατρο (Α. Χατζημιχάλη 15 & Αδριανού 111, Πλάκα, Αθήνα).
Παραστάσεις ως τις 4 Ιουνίου.
Παίζουν: Κατερίνα Λάττα, Γιάννης Λατουσάκης, Γιάννης Δενδρινός.
Μουσικός επί σκηνής: Μιχάλης Λατουσάκης