Ενας λύκος που μοιάζει να αλυχτά, ένα ελάφι που νομίζεις ότι δακρύζει. Iσως είναι οι μοναδικές μορφές που θυμίζουν οικεία όντα του ζωικού βασιλείου, γιατί οι περισσότερες εικόνες στην έκθεση «Το αίνιγμα του δάσους» του Τάσου Βρεττού στο Κτίριο Νόμπελ στο Χαλάνδρι φέρνουν στον νου γκαργκόιλ και δαίμονες, χιμαιρικά, υβριδικά πλάσματα που θα ζήλευαν οι καλύτεροι συγγραφείς και εικονογράφοι λογοτεχνίας του φανταστικού ή των παραμυθιών δίχως το ζαχαρωμένο ευτυχές τέλος. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα δέντρα της Αττικής, τα καμένα ξυλώδη φυτά που μέχρι σχετικά πρόσφατα ανθοφορούσαν σε εκτάσεις από τη Βαρυμπόμπη ως την Ιπποκράτειο Πολιτεία, αλλά πλέον μοιάζουν να έχουν μετατραπεί σε δύσμορφα τέρατα που σπαράζουν, σφαδάζουν ή νιώθεις ότι βρίσκονται σε μια φρενήρη κίνηση που επιβάλλεται από τον απόλυτο τρόμο. Μπορεί απλώς να είναι εικόνες από τη «Μυστική ζωή των δέντρων» (εκδόσεις Πατάκη) όπως την περιέγραφε ο δασολόγος Peter Wohlleben στο διακεκριμένο βιβλίο του, εν προκειμένω σε συνθήκες καταστροφής, αν και η έκθεση διαλέγεται και με το έργο του ανθρωπολόγου Eduardo Kohn «Πώς σκέφτονται τα δάση. Προς μια ανθρωπολογία πέρα από το ανθρώπινο» (University of California Press) «όπου επιχειρείται μια ριζοσπαστική αναγνώριση των «οικολογικών δικτύων» που συνδέουν τα δάση με τα ζώα, με το όνειρο και τη σκέψη, που συνδέουν το ανθρώπινο με εκείνο που βρίσκεται πέρα από αυτό» όπως σημειώνεται στο επιμελητικό κείμενο των Νάντιας Αργυροπούλου και Γιώργου Τζιρτζιλάκη. Ο Βρεττός απαθανάτισε κομμάτια των δασών και οι φωτογραφίες του είναι σαν τεκμήρια της ορθότητας της πίστης για την ύπαρξη ψυχής μέσα σε όλα τα φυσικά όντα και φαινόμενα.

Είναι το αποτέλεσμα των περιηγήσεών του στα δυστοπικά τοπία που άφησαν πίσω τους οι πυρκαγιές, σε νυχτερινές ώρες με βροχή, κρύο και πολύ αέρα κάποιους μήνες μετά την καταστροφή. Μόνος απέναντι στα κουφάρια των δέντρων και τα εκτοπλάσματα των νεκρών ψυχών που είχαν το δάσος σπίτι τους, ο Βρεττός συμφιλιώθηκε με τον φόβο, τον προσπέρασε και βγήκε «έξω από τον χώρο και τον χρόνο» όπως θα πει. Οι εικόνες εντείνουν την αρχετυπική φοβία για το σκοτάδι του δάσους και το άγνωστο που ελλοχεύει σε αυτό και συνδράμει άλλωστε προς αυτή την κατεύθυνση και το ηχητικό περιβάλλον του καλλιτέχνη Μάκη Φάρου που διαχέεται στους μεγάλους, κρύους χώρους της έκθεσης – το κτίριο Νόμπελ δεν έχει θέρμανση. Νιώθεις ότι «το δάσος (θα) παραμένει φοβερό. Οσο τεράστιο κι αν είναι, το ΔΑΣΟΣ σού ξεγλιστράει και κρύβεται, το χάνεις από τα μάτια σου, μέσα από τα χέρια. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να το ξετρυπώσεις. Είναι μια τρύπα μέσα σε μια άλλη τρύπα μέσα σε μια άλλη και πέφτεις και είσαι μέσα του, και αυτό είναι πάντα εκτός σου» όπως γράφει ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος στο πρωτότυπο ημερολόγιο δασικής οικολογίας «Στα δάση» (εκδόσεις Ικαρος).

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω