Τη στιγμή που ο Θωμάς Μοσχόπουλος δέχθηκε πρόταση εκ μέρους της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να σκηνοθετήσει τη «Μανόν», συμπτωματικά σχεδίαζε και ο ίδιος να ανεβάσει μια θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος του αβά Πρεβό, στο οποίο βασίζεται η γοητευτική όπερα του Γάλλου Ζιλ Μασνέ. Το γεγονός αυτό έφερε πιο κοντά τη συνεργασία, την έκανε να μοιάζει, κατά κάποιον τρόπο, καρμική. «Ωστόσο, προβληματίστηκα ακούγοντας την όπερα. Μου φάνηκε κάπως κατακερματισμένη εννοιολογικά αλλά και γενικότερα» αποκαλύπτει ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πόρτα.
Ο αρχικός προβληματισμός όμως έδωσε τη θέση του στο έντονο ενδιαφέρον. «Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι το έργο μιλάει για μια κατάσταση η οποία είναι τελικά πολύ κοντινή μας, σημερινή. Ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Μανόν, ένας κόσμος επιφανειακός, χαρακτηρίζεται από την ακόρεστη κατανάλωση ηδονών και την κατάπτωση των αξιών. Η αίσθηση της πτώσης και του εφήμερου, άτομα και κοινωνίες που δεν μπορούν να συγκροτηθούν και καταρρέουν σαν φούσκες, όλη αυτή η κατάσταση συνάδει, θεωρώ, με μια νοοτροπία σταθερά επαναλαμβανόμενη στον δυτικό πολιτισμό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία λοιπόν άρχισα να βλέπω τις πιο τραγικές αποχρώσεις του έργου αλλά και του ρόλου του τίτλου».
Υστερα από μισό αιώνα
Η «Μανόν» που ανεβάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος επιστρέφει στη μουσική ζωή της Αθήνας ύστερα από 52 χρόνια απουσίας. Η υπόθεση της όπερας αφορά τη σύντομη ζωή της επαρχιωτοπούλας Μανόν Λεσκό, η οποία πόθησε τα πλούτη και τη μεγάλη ζωή στο Παρίσι. Αφού τα έζησε για σύντομο χρονικό διάστημα, κατηγορήθηκε για πορνεία, απελάθηκε και κατέληξε να πεθάνει από εξάντληση στον δρόμο προς το λιμάνι της Χάβρης. Τη Μανόν ερωτεύθηκε παράφορα ο ιππότης Ντε Γκριέ, ο οποίος κατέστρεψε τη ζωή του ακολουθώντας την αγαπημένη του.
Το έργο στηρίζεται στην προσωπικότητα της ίδιας της ηρωίδας, η οποία αποτελεί την επιτομή του στερεοτύπου της εποχής σχετικά με τη δύναμη αποπλάνησης της γυναικείας γοητείας. Η Μανόν είναι νέα και όμορφη, ασταθής και αναποφάσιστη, ειλικρινής στην ανειλικρίνειά της, γενναιόδωρη και φιλόδοξη. Ορκίζεται χωρίς δυσκολία αιώνια πίστη σε όποιον εραστή τής προσφέρει αυτό που ζητεί και με την ίδια ευκολία τον εγκαταλείπει. Στο κυνήγι των ηδονών δεν εξαντλείται παρά μονάχα από την ίδια την εξάντληση, αφού προηγουμένως μετανοήσει για τις αμαρτίες στις οποίες τή έχουν ζητήσει οι άλλοι να υποπέσει.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1884 και γνώρισε τεράστια επιτυχία τα επόμενα χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο: από το Λονδίνο ως την Αγία Πετρούπολη και τη Νέα Υόρκη. Σήμερα άλλωστε θεωρείται η δεύτερη σε απήχηση και επιτυχία γαλλική όπερα μετά τη θρυλική «Κάρμεν» του Μπιζέ.
Τον ρόλο του τίτλου θα ερμηνεύσουν σε διπλή διανομή δύο υψίφωνοι με διεθνή αναγνώριση, η Μυρτώ Παπαθανασίου και η Χριστίνα Πουλίτση. Ο σκηνοθέτης στέκεται ιδιαίτερα στη διάθεση αναζήτησης, ανταλλαγής απόψεων και δημιουργικότητας των συντελεστών της παραγωγής και δηλώνει ιδιαίτερα ευτυχής για αυτό. Πώς άρχισε όμως να δουλεύει επάνω στην όπερα; «Κατ’ αρχάς υπήρξε ένας σχεδιασμός με τους στενούς μου συνεργάτες» λέει ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Πολύ σύντομα βρήκαμε μια κοινή γλώσσα. Στη συνέχεια, ερχόμενος σε επαφή με τους υπόλοιπους συντελεστές αναζήτησα κώδικες επικοινωνίας με τον καθένα ξεχωριστά, έτσι ώστε αργότερα όλα αυτά να ενωθούν σε μια γενικότερη κοινή γλώσσα. Πρέπει να πω πως αρχίσαμε με το κείμενο. Αναλύσαμε το έργο σαν να επρόκειτο για θεατρική παράσταση. Μελετήσαμε το τι λένε τα λόγια και κατά πόσο μπορεί να κρύβουν ερμηνείες. Το να βρει κανείς αποχρώσεις σε ένα πράγμα που θεωρείται άσπρο-μαύρο είναι πολύ σημαντικό».
Στη συνέχεια η ομάδα ασχολήθηκε με τη μουσική του Μασνέ. Στη «Μανόν» οι ωραίες μελωδίες αφθονούν. Η μουσική είναι άλλωστε το στοιχείο που έχει χαρίσει στη συγκεκριμένη όπερα τη διαχρονικότητα και τη μεγάλη δημοφιλία, ανεξάρτητα από μόδες. «Είμαστε τυχεροί γιατί είχαμε σε όλες τις πρόβες τον μαέστρο, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό» σχολιάζει και πάλι ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Γενικά έχει κάτι το αβίαστο αυτή η συνεργασία, κι αυτό είναι μια ευτυχής συνθήκη η οποία μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη. Ισως έχει να κάνει με την ανάγκη μας να δημιουργήσουμε μια κοινή αίσθηση ή με την ανανεωτική διάθεση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη Λυρική Σκηνή».
Σε αναζήτηση χαρακτήρα
Ποια είναι λοιπόν η Μανόν; Ενα θύμα των καταστάσεων και μιας κοινωνίας που υποτάσσει μια νέα γυναίκα σε κατηγοριοποιήσεις ή μια φιλήδονη αμοραλίστρια που καταστρέφεται από τον ναρκισσισμό της; Ο ιππότης Ντε Γκριέ; Μια πιστή ύπαρξη με άδολα και δυνατά αισθήματα ή ένας αφελής, εμμονικός νέος, καλομαθημένος από την οικονομική και κοινωνική επιφάνεια της οικογένειάς του; αναρωτιέται ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Ισως ούτε ο Πρεβό ούτε ο Μασνέ να αποσκοπούσαν σε ξεκάθαρες ή ηθικολογικές απαντήσεις. Αλλωστε και το αφηγηματικό έργο και η όπερα είναι προϊόντα εποχών κατά τις οποίες η ρευστότητα κυριαρχούσε» σημειώνει. Εξηγεί πως, στην πρώτη περίπτωση, το πνεύμα του γαλλικού 18ου αιώνα δέχεται τα «τσιμπήματα» του Διαφωτισμού που παρακινεί σε κριτική σκέψη και επανεξέταση κάθε βεβαιότητας, ενώ κατά την μπελ επόκ μέσα από την ευζωία καλύπτονται έντεχνα μεγάλες εντάσεις και ανισότητες καθώς και ανακατατάξεις σε κάθε επίπεδο κοινωνικής και πνευματικής ζωής. «Σαν δυο μεγάλες φούσκες που μεγαλώνουν ασύστολα, οι δυο αυτές εποχές θα σκάσουν σε μεγάλες και παγκόσμιας εμβέλειας κρίσεις που θα συνταράξουν ολόκληρο τον κόσμο».
Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, το ειδικότερο ενδιαφέρον που μπορεί να έχει το ανέβασμα του έργου στις ημέρες μας μοιάζει προφανές. «Και στον Πρεβό αλλά και στον Μασνέ οι αφηγήσεις της ιστορίας της Μανόν Λεσκό αναφέρονται σε έναν παρελθόντα χρόνο για να κατανοήσουν τον παρόντα. Ετσι και το ανέβασμα θα αναμείξει τον 18ο και τον 19ο αιώνα με το πρόσφατο παρελθόν μας ξεκινώντας από τις εξωτερικές λαμπερές εικόνες τους και την «ιλιγγιώδη αίσθηση αναρρίχησης» και καταλήγοντας στον γυμνό πόνο της ξαφνικής πτώσης του παρόντος» συμπληρώνει ο σκηνοθέτης.
Εχοντας διαγράψει σημαντική πορεία και στον χώρο της όπερας, ο Θωμάς Μοσχόπουλος αποδίδει κατ’ αρχάς το ενδιαφέρον του για το είδος στο γεγονός ότι είναι φιλόμουσος. «Επειδή οι θεατρικές δουλειές μου είναι μικρότερης κλίμακας, η όπερα μου δίνει τη δυνατότητα να παίξω με πιο μεγάλες διαστάσεις. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζω κάνοντας μόνο όπερα αλλά σαφώς δεν μπορώ και κάνοντας μόνο θέατρο. Αναζητώ διαφορετικές γλώσσες έκφρασης, κι αυτό το βρίσκω πολύ ανανεωτικό».