Στη σκηνή δύο γυναίκες που αγάπησαν αλλά και που βίωσαν τον έρωτα ως ένα ανηφορικό μονοπάτι που περνά μέσα από τον πόνο και τα δάκρυα. Που ήθελαν στη σχέση με τους συντρόφους τους και γενικότερα στη ζωή τους να έχουν και εκείνες λόγο. Να παίξουν τον ρόλο που οι ίδιες επιθυμούσαν και όχι τον ρόλο που πιθανώς τους επιφύλασσαν οι άλλοι. Δύο γυναίκες με τις φωτεινές αλλά και με τις σκοτεινές πλευρές τους που ζήτησαν να πορευτούν με αλήθεια, με ειλικρίνεια, με ελευθερία σε μια κοινωνία μυστικών, ψεμάτων, τραυμάτων και βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων η οποία τελικά μετατρέπεται σε φυλακή για κάθε άνθρωπο που αρνείται να συμβιβαστεί.
Η Ζεφίρα στον «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και η Ιουδήθ στον «Πύργο του Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Μπάρτοκ είναι χαρακτήρες διαφορετικοί (όπως διαφορετικά είναι και τα μουσικά ιδιώματα των δύο έργων) που όμως τελικά μοιράζονται την ίδια μοίρα. Τη δραματική μοίρα εκείνων που προσπαθούν να παίξουν το παιχνίδι και με τους δικούς τους όρους, ή να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού, και τελικά πληρώνουν το βαρύ τίμημα των επιλογών τους.
Οι ιστορίες τους αναβιώνουν την ίδια βραδιά καθώς οι δύο μονόπρακτες όπερες θα παρουσιαστούν ως δίπτυχο – ο «Αλέκο» σε πανελλήνια πρώτη, ο «Κυανοπώγωνας» σε επανάληψη μετά την επιτυχία που σημείωσε τη σεζόν 2022/23 – στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Λίγο πριν από την πρεμιέρα της 12ης Νοεμβρίου οι αξιόλογες λυρικές καλλιτέχνιδες που ερμηνεύουν τις τραγικές ηρωίδες, οι υψίφωνοι Μυρσίνη Μαργαρίτη (Ζεμφίρα) και Βιολέττα Λούστα (Ιουδήθ), μας εισάγουν στον μαγικό, γεμάτο μουσική, χρώματα και συναισθήματα, κόσμο των έργων.
Ζεμφίρα, η ατίθαση
«Για να είμαι ειλικρινής, η Ζεμφίρα ήταν ένας ρόλος απρόσμενος για εμένα» λέει η Μυρσίνη Μαργαρίτη. «Επειδή ο «Αλέκο» παίζεται σπάνια. Και επειδή προέρχεται από ένα ρεπερτόριο, το ρωσικό, με το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχα μέχρι σήμερα επαφή».
Διάβασα όμως πως έχετε τραγουδήσει την Ξένια από τον «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μούσοργκσκι…
«Με γυρίζετε πολλά χρόνια πίσω! Μάλιστα εκείνο τον ρόλο δεν τον είχα πει στα ρωσικά αλλά στη γερμανική μετάφρασή του, καθώς η παράσταση είχε γίνει στη Γερμανία. Στα ρωσικά έχω ερμηνεύσει κάποια τραγούδια, έχουν γραφτεί υπέροχα λίντερ. Ετσι είχα έρθει σε μια πρώτη επαφή με τη γλώσσα. Η οποία, παρεμπιπτόντως, μου αρέσει πάρα πολύ! Οπότε τώρα που μου δόθηκε η ευκαιρία τη μελέτησα με μεγάλη ευχαρίστηση».
Πώς είναι να τραγουδάει κάποιος σε μια γλώσσα που δεν τη μιλάει;
«Αναλόγως τη γλώσσα. Με κάποιες είναι πιο εύκολο, με κάποιες όχι. Με τα ρωσικά εμείς οι Ελληνες έχουμε θα έλεγα με κάποιον τρόπο μια επικοινωνία. Υπάρχουν ακόμα διάφορες ντοπιολαλιές, διάφορες τοπικές διάλεκτοι, όπου χρησιμοποιούμε τα βαριά σύμφωνα που χρησιμοποιούν και οι Ρώσοι, έτσι το άκουσμά τους μας είναι οικείο. Προσωπικά δεν δυσκολεύτηκα, ήταν πολύ μικρές οι δυσκολίες. Και όπως σας είπα μου αρέσει πολύ αυτή τη γλώσσα στο τραγούδι».
Γιατί; Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ενδιαφέρουσα;
«Δεν ξέρω, είναι με τον τρόπο της μια γλώσσα μουσική. Είναι την ίδια στιγμή η μουσική που έχουν γράψει οι μεγάλοι ρώσοι συνθέτες πολύ συναισθηματική. Οταν τραγούδησα τον «Γκοντουνό» στα γερμανικά αισθανόμουν πως κάτι έλειπε, ήταν άλλο πράγμα η μουσική όταν την άκουγες με το πρωτότυπο ρωσικό κείμενο. Ηταν μουσική φτιαγμένη για αυτή τη γλώσσα».
Ποια από τις γλώσσες στις οποίες έχετε τραγουδήσει σας έχει δυσκολέψει περισσότερο;
«Οταν είχαμε παρουσιάσει με την Εφη Αγραφιώτη έργα για πιάνο και τραγούδια γυναικών συνθετριών που έζησαν γύρω ή μέσα στα χρόνια της σοβιετικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, είχα δυσκολευτεί πολύ με τα ρουμάνικα. Παραδόξως, ενώ είναι κοντά στα ιταλικά, με δυσκόλεψαν. Ολα βεβαίως είναι θέμα επιμονής και μελέτης. Οπως και τώρα στην περίπτωση του «Αλέκο»».
«Ο Αλέκο είναι καταπληκτικό έργο! Επρόκειτο για τη διπλωματική του Ραχμάνινοφ για την αποφοίτησή του από το ωδείο, μια διπλωματική που είχε εντυπωσιάσει και τον Τσαϊκόφσκι!»
Ενός έργου αγνώστου στους περισσότερους από εμάς. Πώς ήταν η επαφή σας μαζί του;
«Είναι καταπληκτικό έργο! Και το κάνει να ακούγεται ακόμα πιο καταπληκτικό το γεγονός ότι επρόκειτο για τη διπλωματική του Ραχμάνινοφ για την αποφοίτησή του από το ωδείο, μια διπλωματική που είχε εντυπωσιάσει και τον Τσαϊκόφσκι! Σκεφτείτε, ένας τόσο νέος συνθέτης να ξεκινάει τόσο δυνατά!».
Και ποιος είναι ο Αλέκο; Ποια είναι η Ζεμφίρα, η ηρωίδα που ερμηνεύετε;
«Η ιστορία είναι λίγο-πολύ μία «Κάρμεν». Ομως αντί να έχουμε μεσόφωνο και τενόρο στον ρόλο των δύο εραστών έχουμε σοπράνο και βαρύτονο. Ερμηνεύω μια Τσιγγάνα, κάπως ατίθαση. Ο Αλέκο, ο σύντροφός της, είναι κτητικός και την καταπιέζει, δεν την αφήνει να ζει όπως αυτή το ονειρεύεται. Και όταν η Ζεμφίρα ερωτεύεται κάποιον άλλον, τη σκοτώνει και τον σκοτώνει. Αυτό βεβαίως το οποίο κάνει το έργο εξαιρετικά ενδιαφέρον και στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι η μουσική».
Δηλαδή; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της μουσικής;
«Είναι πολύ θεατρική, δραματοποιεί έντονα αυτό που γίνεται. Αισθάνομαι πως με υποστηρίζει πάρα πολύ σε αυτά που πρέπει να νιώσω. Είναι μια μουσική πολύ ωραία γραμμένη! Είναι όμως και η γλώσσα. Εχει ένα παράξενο πάθος, ένα παράξενο βάρος η συνάντηση της ρωσικής γλώσσας με τις μελωδίες του Ραχμάνινοφ. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σας το εξηγήσω. Ενώ η υπόθεση μοιάζει με τις όπερες του ιταλικού βερισμού, εδώ η μουσική λειτουργεί αλλιώς. Εχει μια φωτιά άλλου είδους, κάτι πολύ βαθύ. Οταν τραγουδάω τη Ζεμφίρα νιώθω διαφορετικά από ό,τι νιώθω τραγουδώντας δραματικούς ρόλους του ιταλικού ρεπερτορίου».
Τελικά τη συμπαθείτε τη Ζεμφίρα ως χαρακτήρα;
«Την καταλαβαίνω και απολαμβάνω να την ερμηνεύω. Γιατί είναι ένας χαρακτήρας σύνθετος, έχει πολλές πλευρές. Είναι και γλυκιά, γίνεται και κακιά, είναι και ελεύθερη. Την ίδια στιγμή μπορεί να αγαπάει. Εγώ δεν νιώθω πως δεν αγαπά τον Αλέκο, τον αγαπά, απλώς την έχει κουράσει όλο αυτό το πράγμα, όλη αυτή η σύμβαση γιατί έχει μάθει να ζει αλλιώς. Εχεις πολλά πράγματα που μπορείς να εξερευνήσεις και να δείξεις, δεν είναι ένας ρόλος μονόπλευρος».
Από μουσικής απόψεως είναι δύσκολος ρόλος;
«Στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι εύκολο όταν θέλεις να το κάνεις σωστά. Ομως όταν ένας ρόλος ταιριάζει στη φωνή σου τότε δεν σου φαίνεται δύσκολος. Νιώθω πως η Ζεμφίρα μού ταιριάζει πολύ, δεν με ξεπερνάει, είναι απολύτως πάνω στις δυνατότητές μου. Είναι κρίμα που ρόλοι όπως και αυτός, από όπερες τόσο σπάνια παιζόμενες, έρχονται συνήθως μια φορά στην καριέρα ενός τραγουδιστή».
Και συνήθως όταν ανεβαίνουν τέτοια έργα τα θέατρα απευθύνονται σε ρώσους τραγουδιστές…
«Ακριβώς! Ενώ, δείτε τώρα στη δική μας παραγωγή, κανένας δεν είναι Ρώσος! (γελάει). Αυτό το κάνει ενδιαφέρον για το κοινό, αλλά και για εμάς που δουλεύουμε και εξερευνούμε αυτό το ρεπερτόριο. Ελπίζω το αποτέλεσμα να δικαιώσει τους κόπους μας».
Ιουδήθ, η γενναία
«Σκιαγραφώντσς το προφίλ της Ιουδήθ θα έλεγα πως δεν διαφέρει σε τίποτα από μια γυναίκα τού σήμερα» λέει η Βιολέττα Λούστα. «Οι αντιδράσεις της δεν είναι καθόλου απρόβλεπτες. Εχει πολύ γήινα χαρακτηριστικά. Είναι στοργική, παθιασμένη, περίεργη, έντονα συναισθηματική. Είναι ευέλικτη και μιλάει θεωρώ μια πιο σύγχρονη γλώσσα. Αναμετριέται με μια πολύ παραδοσιακή φιγούρα άντρα-συζύγου και προσπαθεί με γενναιότητα να αποκωδικοποιήσει τον χαρακτήρα του. Αυτό είναι και το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό της».
Σύνθετος ρόλος. Ποια θα λέγατε πως είναι τα κλειδιά του;
«Το έργο είναι γεμάτο από συμβολισμούς. Το ίδιο και ο ρόλος της Ιουδήθ. «Ξεκλειδώνεται» και η ίδια όσο ανακαλύπτει πράγματα, σαγηνεύεται αλλά και τρομάζει από τις αποκαλύψεις. Νομίζω πως ένα από τα κλειδιά του ρόλου είναι η ίδια η μουσική. Η μουσική που εφηύρε ο Μπάρτοκ για να την περιγράψει αντανακλά τη διάθεσή της και τη συναισθηματική της μετατόπιση μέσα στο έργο. Τα ρυθμικά μοτίβα αποτυπώνουν με μεγάλη ευκρίνεια την εξέλιξη των συναισθημάτων της και την κορύφωσή τους».
Τι είναι αυτό που σας ενέπνευσε περισσότερο στην παραγωγή;
«Οταν μου ανέθεσε η Εθνική Λυρική Σκηνή τον ρόλο, ήταν και η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με την ηρωίδα. Μουσικά είναι ένα πολύ απαιτητικό έργο. Μια πάρτα με δύσκολα μουσικά μοτίβα με συνεχείς εναλλαγές. Το πιο δύσκολο όμως κομμάτι ήταν η προσέγγισή του υποκριτικά. Ο σκηνοθέτης προσπάθησε να μου δώσει ένα πλαίσιο, όμως θεωρώ πως ήθελε να πειραματιστώ μόνη μου με τον ρόλο. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η ίδια η μουσική. Αυτή με καθοδήγησε να αφουγκραστώ τις δονήσεις και την ενέργεια του χαρακτήρα. Να αποκωδικοποιήσω την Ιουδήθ και να την επικοινωνήσω στον κόσμο».
Εχουν γραφτεί πολλές αναλύσεις για τη σχέση Ιουδήθ – Κυανοπώγωνα. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η συναισθηματική διαδρομή της ηρωίδας κατά τη διάρκεια του έργου;
«Η Ιουδήθ μεταβάλλεται συνεχώς συναισθηματικά. Κάτι που μαρτυρούν και οι μελωδικές γραμμές της. Στην αρχή είναι πολύ δυναμική. Απαρνιέται την οικογένειά της για τον Κυανοπώγωνα. Γνωρίζει τις φήμες, όμως τις αψηφά. Ψάχνει συνεχώς μέσα από χαραμάδες και πόρτες να βρει την αλήθεια. Ερχεται αντιμέτωπη με ζοφερές εικόνες, με αίμα, δάκρυα, όπλα και νεκρές γυναίκες. Με όλη τη διαδρομή της στο έργο, περιπλανιέται σταδιακά στα επίπεδα της ζωής του Κυανοπώγωνα. Στην ουσία, στο ασυνείδητό του. Προσομοιάζει με ψυχαναλυτή.
«Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα γράφτηκε την εποχή που άνθησε η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Φρόιντ.(…) Eύχομαι να αποτελέσει το κλειδί για μια βαθύτερη ενδοσκόπηση.»
Είναι θα λέγαμε το μέσον για να αποκαλυφθούν οι πιο σκοτεινές πτυχές της ψυχής του. Τα κίνητρα, οι μνήμες, ίσως και τα τραύματα που του δημιουργούν δυσφορία. Αλλωστε πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το έργο γράφτηκε την εποχή που άνθησε η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Φρόιντ. Με το άνοιγμα μιας ακόμη πόρτας, μετατοπίζεται και η ίδια. Αυτό που στον θεατή φαίνεται σαν απλή γυναικεία περιέργεια, στην πραγματικότητα έχει σαν κίνητρο την αγάπη και την προθυμία της να ανακουφίσει τον αγαπημένο της. Στο τέλος όμως καταλήγει και αυτή να γίνει άλλο ένα θύμα του. Διαλύεται το σύμπαν της! Αφήνεται στη μοίρα της χωρίς καμία αντίσταση».
Ποιες τεχνικές δυσκολίες συναντήσατε ερμηνεύοντας το έργο, την ιδιαίτερη μουσική του Μπάρτοκ;
«Αδιαμφισβήτητα τη γλώσσα! Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η εκμάθηση της ουγγρικής προφοράς. Τα ουγγρικά έχουν έναν πολύ ασυνήθιστο και ξένο για εμάς ήχο σε σχέση με ό,τι γνωρίζουμε αλλά και σε σχέση με τις μελωδικές γραμμές. Για να «ξεκλειδώσουν» τα νοήματα της γλώσσας έπρεπε πρώτα να κατακτηθούν η προφορά και ο ρυθμός της. Και αυτό πήρε αρκετό χρόνο. Μέχρι να ξεκινήσουν οι συναντήσεις μας με την κυρία Ειρήνη Πατσέα, η οποία επιμελήθηκε τη διδασκαλία της ουγγρικής, το μόνο ακουστικό ερέθισμα που είχαμε ήταν οι ηχογραφήσεις».
Τι είναι εκείνο που «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» λέει στο σύγχρονο κοινό;
«Κατά τη γνώμη μου, η όπερα στον πυρήνα της απεικονίζει το γεγονός ότι υπάρχουν στοιχεία του εαυτού μας που είναι εντελώς απρόσιτα στους άλλους. Μπορεί να μη μας αρέσει αυτό που θα ανακαλύψουμε στους άλλους αλλά και στον εαυτό μας και ίσως να είναι πιο γοητευτικό και υγιές το να μένουν κάποια πράγματα ανεξερεύνητα. Σίγουρα είναι ένα έργο που θέτει διαχρονικά ερωτήματα και προβληματισμούς και ακουμπά σε πολύ αδρά σημεία της κοινωνίας. Θεωρώ όμως πως ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου σήμερα έχει απεμπλακεί από κάθε είδους συντηρητισμό έχοντας τη διάθεση να μπει στη διαδικασία να αποκαλύψει τραύματα και να έρθει αντιμέτωπος με αυτά. «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» εύχομαι να αποτελέσει το κλειδί για μια βαθύτερη ενδοσκόπηση. Αλλωστε αυτός πρέπει να είναι και ο ρόλος της τέχνης. Ο προβληματισμός και η μετατόπιση του εαυτού μας».
INFO Ο «Αλέκο» (νέα παραγωγή) ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Φανί Αρντάν, σκηνικά του Πιερ-Αντρέ Βάιτς και κοστούμια της Καταρζίνα Λεβίνσκα. Με τους Τάση Χριστογιαννόπουλο (Αλέκο), Μυρσίνη Μαργαρίτη, Γιάννη Χριστόπουλο, Γιάννη Γιαννίση και Ινές Ζήκου. «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» (αναβίωση) ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Θέμελη Γλυνάτση και σκηνικά – κοστούμια της Λέσλι Τράβερς. Με τους Τάσο Αποστόλου και Βιολέττα Λούστα. Και στα δύο έργα την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο Φαμπρίτσιο Βεντούρα. Παραστάσεις θα δοθούν στις 12, 14, 16, 19, 21 και 23 Νοεμβρίου. Ωρα έναρξης 19.30.