Γ. Σκουρλέτης : «Τη “Νυχτερίδα” διαδέχθηκαν πόλεμοι»

Ο Γιάννης Σκουρλέτης σκηνοθετεί την οπερέτα του Γιόχαν Στράους «οδηγώντας» την από τα σαλόνια του 19ου αιώνα στη σημερινή Ευρώπη που ψάχνει – πάλι – την ταυτότητά της

Ευπρόσδεκτη επισκέπτρια της εορταστικής περιόδου, η «Νυχτερίδα» επιστρέφει για μια ακόμη χρονιά με τα βαλσάκια της, τα τσάρντας της και τα χαριτωμένα (ερωτικά και όχι μόνο) μπλεξίματά της. Αυτή τη φορά η κοσμαγάπητη οπερέτα του Γιόχαν Στράους αναβιώνει στο Ολύμπια Μουσικό Δημοτικό Θέατρο Μαρία Κάλλας με τη συμμετοχή εξαιρετικών λυρικών τραγουδιστών και υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη.

Σκηνοθετεί ο Γιάννης Σκουρλέτης, ο οποίος μέσα από την ολοκαίνουργια αυτή παραγωγή μάς καλεί «να αντισταθούμε με ένα χαμόγελο στη ζοφερή πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει».

Εφέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από τότε που το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά. Πόσο εύκολα μια οπερέτα του 1874 γίνεται παράσταση για το σύγχρονο κοινό;

«Oλα αυτά τα έργα που φέρουν τη σκόνη του χρόνου χρειάζεται ένας τρόπος να τα αντιμετωπίσεις σήμερα ώστε να αφορούν τον σύγχρονο θεατή. Τίποτα δεν είναι εύκολο. Στην περίπτωσή μας, όχι μόνο το έργο αλλά και η συνθήκη ήταν δύσκολη. Eπρεπε να στηθεί ένα σύνθετο θέαμα μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Με διπλή διανομή, που σημαίνει πως έπρεπε να κάνουμε την ίδια δουλειά δύο φορές, με δύο διαφορετικά καστ, σαν να φτιάχναμε δύο παραστάσεις».

Συμφωνείτε λοιπόν με εκείνους που λένε πως η οπερέτα είναι από τα πιο δύσκολα είδη θεάτρου;

«Απόλυτα! Μη σας πω το πιο δύσκολο, δεδομένου ότι απαιτεί ετοιμότητα σε πολλά επίπεδα. Πρέπει να τραγουδάς, να χορεύεις και να ερμηνεύεις το θεατρικό κείμενο ως ηθοποιός γιατί, εκτός από πολλή μουσική, έχει και πολλή πρόζα. Είναι μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία. Το στήσιμο μέσα σε τέσσερις εβδομάδες μιας τέτοιας παράστασης είναι μια τρέλα».

Τελικά πώς λειτούργησε ο μηχανισμός; Eχετε εμπειρία από παραστάσεις που συνδυάζουν μουσική και θέατρο…

«Κάτι λοιπόν η εμπειρία, κάτι η έμπνευση, κάτι η σχέση με τους πολύ καλούς τραγουδιστές και η εμπιστοσύνη που τους είχα και (ελπίζω) μου είχαν… Hταν όμως πολλά τα θέματα που έπρεπε να επιλυθούν. Ωρες-ώρες ένιωθα περισσότερο διαχειριστής κρίσεων παρά σκηνοθέτης (γελάει). Αν και αυτή είναι μια αίσθηση που είχα στις περισσότερες σκηνοθεσίες μου. Κακά τα ψέματα, σε αυτή τη δουλειά όλα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από το αν υπάρχουν χρήματα. Το χρήμα παίζει μεγάλο ρόλο. Στις δουλειές στην Ελλάδα συχνά δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι πόροι. Αυτό βεβαίως έχει και την καλή πλευρά του καθώς σε υποχρεώνει να βρίσκεις λύσεις».

Ποιες είναι οι λύσεις που βρήκατε για τη «Νυχτερίδα»; Τι θα δει το κοινό;

«Σίγουρα όχι μια επιστροφή στα σαλόνια της Βιέννης του 19ου αιώνα. Δεν ήθελα να το πάω εκεί, δεν υπήρχε λόγος. Το δικό μας στοίχημα ήταν να ξαναδούμε ένα παλιό θέμα με έναν πιο σύγχρονο τρόπο, χωρίς να το προδώσουμε».

Στιγμιότυπο από τις πρόβες. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΙΑΣΩΝ ΡΑΪΣΗΣ

Το κωμικό θέμα της «Νυχτερίδας», ο έρωτας και ο «πόλεμος» ανάμεσα στα δύο φύλα, νομίζω πως βοηθά, έχει προβολές στη σύγχρονη εποχή. Η μουσική όμως, η χαρακτηριστική μουσική του Γιόχαν Στράους με τα βαλς και τις βιεννέζικες μελωδίες βοηθάει;

«Ναι, εμένα με βοήθησε. Εκείνο που θα με κρατούσε πίσω θα ήταν μια πρωτόλεια δραματουργία. Εδώ το κείμενο έχει ποιότητες. Οσο για τη μουσική, την άκουσα και την άφησα να με οδηγήσει προσθέτοντας στον πίνακα και τις δικές μου πινελιές. Εχοντας πάντα στο μυαλό μου πιο σύγχρονους προβληματισμούς από εκείνους που έθετε η «Νυχτερίδα» την πολύ μακρινή εποχή που γράφτηκε.

Αλλά και ανατρέχοντας στην ιστορία εκείνης της εποχής καθώς μέσα από τέτοια έργα περνούν και ζητήματα της Ιστορίας της Ευρώπης. Αυτή τη σαλονάτη αισθητική που βλέπουμε εδώ τη διαδέχτηκαν οι πόλεμοι, η άνοδος του φασισμού. Τυχαία; Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ακόμα και με τον πιο ανάλαφρο τρόπο το έργο δείχνει μια Ευρώπη που ψάχνει την ταυτότητά της. Ενδεικτικά ο Στράους βάζει μέσα στα αριστοκρατικά σαλόνια μαζί με τα βαλς και παραδοσιακές μουσικές όπως τα τσάρντας της Ουγγαρίας που έχουν τσιγγάνικη προέλευση. Ακόμα και αυτό κάτι λέει».

Στην εποχή της πολιτικής ορθότητας θεωρείτε πως έργα όπως αυτό μπορεί σήμερα να εγείρουν αντιδράσεις;

«Ναι, γιατί εμπεριέχουν όλα αυτά τα στερεότυπα που σήμερα προσπαθούμε να λειάνουμε και να εξαλείψουμε. Ο κεκές, ο μεθυσμένος, ο χοντρός, η υπηρέτρια, δεν μπορούν να παρουσιαστούν όπως παλαιότερα, πρέπει να βρεις έναν καινούργιο τρόπο. Χωρίς βεβαίως να στεγνώσεις το έργο, γιατί αντιμετωπίζεις και αυτό τον κίνδυνο. Είναι λεπτές οι ισορροπίες. Επιπλέον κάναμε μια παράσταση για τις ημέρες των εορτών σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας. Που σημαίνει ότι ο θεατής θα έρθει και με τα παιδιά του. Αυτό το είχαμε διαρκώς στο μυαλό μας».

Είναι διαφορετικός ο τρόπος που δουλεύετε με έναν ηθοποιό από ό,τι με έναν τραγουδιστή;

«Δεν έχω τέτοιους προβληματισμούς και διλήμματα. Ξέρω πως υπάρχουν όρια: Οι νότες είναι συγκεκριμένες, ο τρόπος με τον οποίο θα αποδοθούν είναι συγκεκριμένος, ο λυρικός τραγουδιστής πρέπει να σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα αποδώσει όσο καλύτερα μπορεί τη μουσική. Στο υποκριτικό μέρος όμως δεν σκέφτομαι πως έχω απέναντί μου έναν τραγουδιστή αλλά έναν ηθοποιό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως γίνομαι παράλογος και πως τον ταλαιπωρώ. Υπάρχει πάντα ένα θέμα στην οπερέτα: Αντί να μιλάς τραγουδάς, και αυτό είναι το πιο παράδοξο πράγμα στον κόσμο, γιατί δεν είναι ρεαλιστικό. Ξαφνικά όμως, με το που τελειώνει το τραγούδι περνάς στον ρεαλισμό, δηλαδή αρχίζεις να μιλάς σαν κανονικός άνθρωπος. Δημιουργείται μία αντίφαση που μπερδεύει τον ερμηνευτή με αποτέλεσμα συχνά να τον κάνει να ακούγεται παράξενα, εξεζητημένα στις πρόζες του. Δημιουργείται μια ανισορροπία».

Πώς το αντιμετωπίσατε αυτό;

«Στόχος στη δική μας παράσταση ήταν να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερη συνοχή μεταξύ τραγουδιού και πρόζας. Δουλέψαμε πολύ για να το καταφέρουμε, κουραστήκαμε αλλά περάσαμε και ωραία. Θέλω πάντα και οι πρόβες μου να έχουν χαρά, δεν θέλω να είναι σκοτεινές. Αρκετή σκοτεινιά έχει εκεί έξω, δεν τη χρειαζόμαστε και στη σκηνή. Ετσι, με κέφι δουλέψαμε και τη «Νυχτερίδα». Ελπίζω να πέτυχε η «συνταγή» και να δώσουμε μια νότα χαράς και στον κόσμο που θα έρθει στο θέατρο».

INFO: «Η νυχτερίδα» του Γ. Στράους κάνει πρεμιέρα στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας στις 19 Δεκεμβρίου. Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης, σκηνοθεσία / σκηνογραφία: Γιάννης Σκουρλέτης, κοστούμια: Βασιλική Σύρμα, χορογραφία: Γιαν Αγγελος Αποστολίδης (Fuerza Negra). Με τους: Δημήτρη Πακσόγλου, Αννα Στυλιανάκη / Χρύσα Μαλιαμάνη, Δήμητρα Κωτίδου / Αννυ Φασσέα, Γιώργο Ιατρού / Αντώνη Κορδοπάτη, Αντώνη Κορωναίο / Βασίλη Καβάγια, Ειρήνη Καράγιαννη / Μαρίτα Παπαρίζου, Χριστόφορο Σταμπόγλη κ.ά. Παραστάσεις θα δίνονται ως τις 4 Ιανουαρίου 2025.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.