Δεν σκηνοθετεί συχνά κωμωδία ο Θωμάς Μοσχόπουλος, κι ας είναι ένα είδος που αγαπά, κυρίως τη φάρσα. Γι’ αυτό και τώρα απολαμβάνει την προετοιμασία στην «Προξενήτρα» του Θόρντον Ουάιλιντερ στη σκηνή Κοτοπούλη-Ρεξ (από 10/2) του Εθνικού. Αν και θεατρικά έχει γαλουχηθεί σε ομάδες, ξεκινώντας από το Αμόρε, η πορεία του στη συνέχεια διαθέτει στοιχεία από τη λεγόμενη «μοναξιά του σκηνοθέτη».

Επικεφαλής του θεάτρου Πόρτα, αφοσιωμένος (και) στο θέατρο για παιδιά – φέτος σκηνοθετεί «Το νησί των θησαυρών» –,
ο Μοσχόπουλος ξεχωρίζει για τη σκηνική του ματιά, ουσιαστικός και, ενίοτε, τολμηρός. Πρόσφατα άρχισε να διδάσκει σκηνοθεσία και υποκριτική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κάτι που τον ευχαριστεί ιδιαίτερα. Κι έχουν σίγουρα πολλά να μάθουν οι φοιτητές του.

«’Εχουμε δαιμονοποιήσει το γέλιο και λέμε ότι το γέλιο είναι επιπόλαιο. Όχι, πολλές φορές είναι κάτι πολύ βαθύτερο».

Ήταν δική σας η πρόταση της «Προξενήτρας»;

Ψάχναμε να βρούμε μια κωμωδία. Είχα κάνει την «Κυρία του Μαξίμ» στο Εθνικό, μια παράσταση που θεωρούσα ότι έπρεπε να επαναληφθεί γιατί παίχθηκε μόνο δέκα φορές λόγω πανδημίας. Ο Γιάννης Μόσχος ήθελε να κάνουμε κάτι τελείως καινούργιο σε ένα ανάλογο κλίμα. Εμένα η φάρσα είναι ένα είδος που μου αρέσει πολύ. Αυτό το έργο έχει μια ιδιαιτερότητα, είναι μια μεταφαρσική φάρσα. Είναι διασκευή μιας διασκευής που έχει κάνει ο Θόρντον Ουάιλντερ από μια βιεννέζικη φάρσα του 19ου αιώνα, διασκευή κι αυτή μιας αγγλικής των αρχών του 19ου. Είναι 4-5 διασκευές. Ο Ουάιλντερ είχε κάνει μια πρώτη στη δεκαετία του ’30 και μια ακόμα, αυτή που παίζεται τώρα, του ’53, αλλάζοντας κάθε φορά κάτι. Η Ντόλι, βασικός χαρακτήρας και πρωταγωνίστρια μετά στο μιούζικαλ (Hello Dolly), στην προηγούμενη φάση ήταν ένας μικρός ρόλος.

Σε τι διαφέρει από τη φάρσα;

Η φάρσα είναι ένας μηχανισμός χωρίς πολύ βάθος, ένα παιχνίδι παρεξηγήσεων, συνήθως, που δεν βαθαίνει και πολύ ψυχολογικά. Εδώ κάνει την εξής ανατροπή: Εκεί που παίζεται όλος αυτός ο χαμός, ξαφνικά σταματάνε οι ήρωες, απευθύνονται στο κοινό και βγάζουν τα εσώψυχά τους με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από ό,τι περιμένει κανείς από μια φάρσα. Σαν ένας δισδιάστατος χαρακτήρας να δείχνει και την κρυμμένη τρίτη του διάσταση. Σαν όλα αυτά τα χαζά που κάνουμε να κρύβουν έναν πόνο, μια αμηχανία, έναν φόβο. Κι έχει και κάτι άλλο που μου αρέσει. Είναι ένα έργο κατά των πολώσεων.

Με ποιον τρόπο;

Γράφτηκε την εποχή του Μακαρθισμού στην Αμερική αλλά έχει ένα υπόκωφο, υποβόσκον πολιτικό μήνυμα σχεδόν, ότι τα άκρα ποτέ δεν οδήγησαν τον άνθρωπο στην ευτυχία. Ακόμα κι αν είναι το άκρο του έρωτα. Οτι ο έρωτας είναι μια απόλυτη αξία, η οποία με κάποιον τρόπο σε απογοητεύει σταθερά. Ενώ όταν μπεις μέσα από την ανάγκη του να υπάρχεις μαζί με κάποιον άλλον άνθρωπο, είναι διαφορετικά. Ούτως ή άλλως όλοι είμαστε ηλίθιοι. Το ερώτημα είναι αν θα πεθάνουμε μόνοι ηλίθιοι ή ηλίθιοι παρέα με άλλους ηλίθιους.

«Η συντροφικότητα είναι μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας.  Δεν καταλαβαίνουμε ότι η πραγματική στοργή και η τρυφερότητα φαίνονται στο πόσο αντέχεις τον άλλον όχι στο πόσο ο άλλος είναι ιδανικός»

Το θέμα δεν είναι ξεπερασμένο;

Υπάρχει ένα καταπληκτικό κείμενο του Πασκάλ Μπρικνέρ, εμπεριέχεται στο πρόγραμμα, που μιλάει για τα social-media και τις εφαρμογές για ραντεβού, που είναι το ίδιο πράγμα. Δεν είναι τελικά και τόσο ξεπερασμένο, γιατί στην ουσία αυτή ως match-maker (=φτιάχνει τα ταιριάσματα), κάνει τους ανθρώπους να μειώνουν τις διαφορές μεταξύ τους. Δεν είναι η κλασική προξενήτρα. Βγάζει την ανάγκη του ανθρώπου για συντροφικότητα, λιγότερο την προσήλωση στη ρομαντική ιδεολογία του έρωτα. Η συντροφικότητα είναι μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Τη φοβόμαστε, την αγνοούμε, δεν την ξέρουμε και έχουμε καθηλωθεί στον μύθο του έρωτα. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η πραγματική στοργή και η τρυφερότητα φαίνονται στο πόσο αντέχεις τον άλλον όχι στο πόσο ο άλλος είναι ιδανικός.

Κι όλα αυτά μέσα από την κωμωδία…

Ναι. Εχουμε δαιμονοποιήσει το γέλιο και λέμε ότι το γέλιο είναι επιπόλαιο. Όχι, πολλές φορές είναι κάτι πολύ βαθύτερο».

«Τώρα υπάρχει πολύς θόρυβος, χιλιάδες παραγωγές που δεν προλαβαίνεις να δεις και νιώθω ότι έχουμε στραφεί σε έναν συντηρητισμό και μια μιζέρια, για να μη μιλήσω για την πολιτική ορθότητα».

Πόσο έχει εξελιχθεί το θέατρο σήμερα;

Υπάρχει μια επίφαση κλιμάκωσης μιας ακμής που δεν ισχύει. Το πενία τέχνας κατεργάζεται ήταν πολύ πιο ζωντανό. Τώρα συνδυάζεται με μια ανάγκη να υπάρξω σε έναν κόσμο που κινδυνεύει, κι αυτό δημιουργεί λιγότερο μια ανάγκη αναζήτησης γλώσσας, ύφους ή δρόμων καλλιτεχνικών και περισσότερο μια ανάγκη αναζήτησης τρόπων ύπαρξης. Οι άνθρωποι απλά θέλουν να υπάρξουν στον χώρο. Προσωπικά με θλίβει ότι υπάρχει μια φοβερή στασιμότητα σε ρεπερτόριο. Ακόμα κι αν είναι ελλιπής η νέα δραματουργία, θα έπρεπε να ψάχνει κανείς να βρει νέους δρόμους κι όχι μόνον πώς ανεβαίνει κάτι αλλά συνολικά μια καινούργια γλώσσα. Πριν από είκοσι χρόνια υπήρχε μια ανοιχτωσιά, γινόταν ένας άλλου τύπου διάλογος. Τώρα υπάρχει πολύς θόρυβος, χιλιάδες παραγωγές που δεν προλαβαίνεις να δεις και νιώθω ότι έχουμε στραφεί σε έναν συντηρητισμό και μια μιζέρια, για να μη μιλήσω για την πολιτική ορθότητα.

Δηλαδή;

Θέλω να πιστεύω και να ελπίζω, επειδή όλα τα πράγματα έχουν μια ταχύτητα εξέλιξης, ότι ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται δείγματα αντίθεσης σε αυτό το πράγμα γιατί εγώ το θεωρώ πάρα πολύ στενόμυαλο. Κάποτε κάποια πράγματα προστατεύονταν από την αγωγή και την ευγένεια. Τώρα αυτά έχουν χαθεί και χρειάζονται κανόνες, κανόνες για το τι δεν πρέπει να κάνεις, όχι τι πρέπει. Φυσικά και πρέπει να παραμείνει κανείς αυτάρκης αλλά ανοίγοντας τα σύνορα, όχι κλείνοντάς τα με μικρά-μικρά γκέτο.

Είναι λιγότερο προκλητικό σήμερα το θέατρο;

Φυσικά. Αναρωτιέμαι αν είναι και θέμα ηλικίας, γενιάς. Πιστεύω ότι παλαιότερα υπήρχε ένας πιο ολοκληρωμένος διάλογος με το προηγούμενο. Το θέατρο είναι κτισμένο πάνω στη λειτουργία του διαλόγου, το σπέρμα αυτής της διαλεκτικής υπάρχει από μόνο του. Οσοι κάνουν θέατρο δεν είναι (όλοι) εξίσου διαλλακτικοί. Είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα στις ανασφάλειές μας ώστε να μπορούμε να είμαστε πραγματικά ανοιχτοί, να ακούσουμε, να δεχτούμε κάτι διαφορετικό.

Χάσμα γενεών;

Υπάρχει αλλά δεν είναι αγεφύρωτο. Θέλει μια στάση ευθύνης από τους ανθρώπους της προηγούμενης γενιάς, να μη δειλιάσουμε και να επιμείνουμε στις ανοιχτές γέφυρες.

«Για πολλά χρόνια πίστευα ότι τα πράγματα μου έρχονται από τύχη και μου χαρίζονται, είχα ενοχές».

Είστε επικεφαλής στο θέατρο Πόρτα. Δικαιώθηκαν οι επιλογές σας;

«Ναι, νιώθω καλά με όλο αυτό. Είναι η στέγη μου, το σπίτι μου, αλλά δεν θέλω να το έχω σαν βραχνά. Υπάρχουν και πιέσεις και αγωνίες, αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό που να με κάνουν να τα παρατήσω. Από την άλλη, βλέπω ότι υπάρχει ένα πιστό κοινό, το θέατρο δεν μπαίνει μέσα, ούτε κάνουμε τρελούς συμβιβασμούς. Επιπλέον, είναι κάτι που δεν το χρωστάω, πέρα από την Ξένια (σ.σ. Καλογεροπούλου), σε κανέναν άλλον παρά στη δουλειά μου και στους συνεργάτες μου. Δεν έχω σπρώξιμο, διευκολύνσεις, δεν χρειάστηκε να κυνηγήσω τίποτα. Τα πράγματα έγιναν με μια χαμηλότονη αυτάρκεια».

Από το Αμόρε στο Πόρτα: Νιώθατε προστασία;

Σοκαρίστηκα όταν ήρθα σε επαφή με τον έξω κόσμο, ένιωσα αμήχανος, γιατί ήμουν μέσα σε μια γυάλα. Οταν συνειδητοποίησα τι παίζει έξω, τρόμαξα, σχεδόν ακυρώθηκα. Μετά είδα ότι είμαι πιο επιβιωτικό είδος, πιο κατσαρίδα από ό,τι φανταζόμουν κι ότι θα προσπαθήσω να φτιάξω τα πράγματα έτσι ώστε να είμαι καλά δουλεύοντας. Και κατάλαβα γιατί κάνω αυτή τη δουλειά.

Γιατί;

Για ένα είδος ψυχικής ελευθερίας. Γιατί αυτός ο κόσμος είναι πιο ελεγμένος και ταυτόχρονα περίεργα ελεύθερος. Περιορισμένος και ελεύθερος μαζί, ξέρεις τους κανόνες του παιχνιδιού, τους ορίζεις και μετράς λίγο τις αντοχές και τις δυνάμεις σου. Δεν έχω πρόβλημα με τον περιορισμό, με τον παράλογο περιορισμό έχω.

Η σχέση σας με την Ξένια Καλογεροπούλου παραμένει σταθερή…

Έχουμε συγγενική ταύτιση, είναι μοναδικό όπως είναι. Αντέξαμε να αλλάξουμε ρόλους μέσα στην ίδια τη σχέση μας. Ήμουν ένα πιτσιρίκι που με πήρε στην προστασία της, κάποια στιγμή αυτό μπορεί να αντιστράφηκε. Είναι τόσο ζωντανή η σχέση μας. Λίγες μέρες πριν από την παρουσίαση του βιβλίου της στο Εθνικό είχα πάει να τη δω στο θέατρο, στο «Humans». Η χαρά που πήρα βλέποντάς την να είναι τόσο ζωντανή και χαρούμενη πάνω στη σκηνή, η συγκίνηση δηλαδή αυτού του τύπου, δεν συγκρίνεται με αυτό της τιμητικής εκδήλωσης. Προσωπικά μελαγχόλησα γιατί ήταν σαν να κλείνει κάτι, ενώ για την Ξένια είναι ανοιχτό. Γιατί η Ξένια από μόνη της έχει δείξει περίτρανα ότι δεν υποχωρεί με τίποτα.

Τι έπεται;

Τώρα στην Πόρτα ετοιμάζουν τη νέα τους δουλειά ο Ορέστης και ο Δημήτρης Σταυρόπουλος, δίδυμοι, αριστούχοι του Εθνικού. Ετσι δεν θα έπρεπε να είναι; Δεν είναι αχαριστία να μη συνεχίζεις κάτι καλό που σου έγινε και να το κρατάς για τον εαυτό σου, λέγοντας ότι όλα θα τελειώσουν με μένα; Μα δεν το έχω δει να συμβαίνει με κανέναν από τους προκατόχους μου. Ολοι στάθηκαν πολύ γενναιόδωροι μαζί μου. Ανταποκρίθηκα κι εγώ σε ένα κάλεσμα σταθερότητας, ήμουν εκεί. Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει ο Γιάννης Χουβαρδάς, όταν ένιωθα σχεδόν διακοσμητικά στο Αμόρε: «Αυτό που είσαι, αυτό έχω ανάγκη»… Ερχόντουσαν πειρασμοί από σαράντα μεριές αλλά από τη φύση μου είμαι ένας άνθρωπος που αφοσιώνεται. Για πολλά χρόνια πίστευα ότι τα πράγματα μου έρχονται από τύχη και μου χαρίζονται, είχα ενοχές. Μετά από πολλά χρόνια ψυχοθεραπείας κατάλαβα ότι τα έχω δουλέψει κι εγώ».

INFO Μετάφραση-σκηνοθεσία Θωμάς Μοσχόπουλος. Παίζουν: Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ράνια Οικονομίδου, Θανάσης Δήμου, Σίμος Κακάλας, Πάνος Παπαδόπουλος, Ευδοκία Ρουμελιώτη κ.ά.