Πρωτοπαίχτηκε τον Ιανουάριο του 1994, παραγγελία του νεοσύστατου τότε Μεγάρου Μουσικής Αθηνών: Το μιούζικαλ «Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει», σε μουσική του Νίκου Κυπουργού, λιμπρέτο του Θωμά Μοσχόπουλου (σε συνεργασία με τον συνθέτη), εμπνευσμένο από το παραμύθι του Αντερσεν «Τα καινούργια ρούχα του βασιλιά», επιστρέφει περίπου 30 χρόνια μετά την πρεμιέρα του, αυτή τη φορά στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε μια παραγωγή για παιδιά και νέους που σκηνοθετεί ο Θοδωρής Αμπαζής. Για να επιβεβαιώσει πως αντέχει στον χρόνο. Και για να επαναφέρει ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Τι είναι αυτό που κάνει τη μουσική να αντέχει και να συνεχίζει να υπάρχει αρκετά χρόνια έπειτα από την εποχή κατά την οποία γράφτηκε; «Μακάρι να γνώριζα την απάντηση, να υπήρχε μια συνταγή διαχρονικότητας» απαντά ο Νίκος Κυπουργός. «Αν ο χρόνος είναι, όπως λένε, ο τελικός κριτής και αν επομένως διαχρονικό μπορεί να σημαίνει σημαντικό, είναι σαν να αναζητούμε τη συνταγή της ποιότητας. Νομίζω πως όσο πιο σημαντικό είναι ένα έργο τόσο πιο ανεξήγητο είναι. Και τόσο λιγότερο ανήκει στον δημιουργό του. Τριάντα χρόνια όμως δεν είναι πολλά. Τριακόσια, ναι. Θα δούμε τότε…».

Σας ευχαριστεί να ακούτε παλαιότερα έργα σας; Μπαίνετε στη διαδικασία να τα πειράξετε, να «διορθώσετε» πράγματα που πιθανώς τώρα πια δεν σας αρέσουν;

«Σπάνια ακούω παλαιότερες δουλειές μου. Στο «Σιωπή» δεν πείραξα τίποτα. Οταν το ανέσυρε από τη λήθη ο Χαράλαμπος Γώγιος, δέκα χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση, το μετέγραψε για μικρό οργανικό σύνολο χωρίς να επέμβει στη δομή του. Σπάνια επίσης επανέρχομαι σε παλαιότερες μουσικές, εκτός από τις περιπτώσεις που μου ζητήθηκε να γράψω μια σουίτα από κινηματογραφικά ή θεατρικά θέματα. Οπως τώρα, ας πούμε, που κάνω μια σουίτα από τη «Μήδεια» του Μποστ για δύο φωνές και ορχήστρα. Θα παρουσιαστεί στις 30 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης υπό τον Χαράλαμπο Ηλιάδη. Θα τραγουδήσουν ο Δημήτρης Πακσόγλου και η Βάσια Ζαχαροπούλου. Είναι μια σύμπτυξη, μια νέα μορφή του έργου, διάρκειας περίπου μισής ώρας, που απαιτεί δομικές και ενορχηστρωτικές προσαρμογές. Για να επιστρέψω στη «Σιωπή», νιώθω τυχερός που σκηνοθετεί το έργο ο φίλος μου Θοδωρής Αμπαζής, πολύ καλός συνθέτης ο ίδιος, ήταν μια συνεργασία ιδανική».

Εχετε πει πως ο «Βασιλιάς» δεν είναι ένα έργο που γράφτηκε για παιδιά αλλά έργο με «έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, που το κάνει κατάλληλο και για παιδιά». Πόσο σαφή είναι τα όρια ανάμεσα στη μουσική για παιδιά και στη μουσική για μεγάλους;

«Δεν νομίζω ότι είναι θέμα ορίων, είναι θέμα ποιότητας. Είμαι καχύποπτος με τα «έργα για παιδιά». Τα παιδιά ανά τους αιώνες μοιράζονταν τις ίδιες μουσικές, τα ίδια τραγούδια και τα ίδια παραμύθια με τους μεγάλους και η κάθε ηλικία εισέπραττε ό,τι της αναλογούσε. Το ειδικό κοινό των παιδιών είναι μια σχετικά πρόσφατη επινόηση, όχο πάντοτε αγαθών προθέσεων, με αποτέλεσμα συχνά να υποτιμούμε και να εκμεταλλευόμαστε την τεράστια αγορά που αποτελούν. Παιδικό έφτασε να σημαίνει παιδιάστικο, απλοϊκό, αφελές. Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι αν κάτι είναι καλό για τους ενηλίκους, δεν μπορεί να είναι κακό για τα παιδιά. Εχοντας βέβαια κατά νου έναν ευαίσθητο ενήλικο, δηλαδή ένα μεγάλο παιδί. Τα παιδιά δικαιούνται την αγνότερη και καθαρότερη τροφή σε όλα τα επίπεδα, να τα αντιμετωπίζουμε με σεβασμό και με αίσθημα ευθύνης».

Πάντα ασχολούσασταν με την εκπαίδευση, με τη σχέση των παιδιών με τη μουσική, και ως συνθέτης και ως παιδαγωγός. Τι θέλατε να τους δώσετε και τι θεωρείτε πως πήρατε από αυτή την επαφή;

«Υπήρξα κι εγώ σε κάποιον βαθμό θύμα της κακής μουσικής εκπαίδευσης, έτσι ένιωσα υποχρέωσή μου να συμβάλω όσο μπορούσα στο να έχουν οι νεότερες γενιές καλύτερη τύχη. Ηθελα να αποδείξω πως δεν υπάρχουν «άμουσα» και «φάλτσα» παιδιά, μόνο ανίκανοι δάσκαλοι που τα αποθαρρύνουν. Ολοι, ας πούμε, μπορούν εύκολα και γρήγορα να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν τη μουσική γλώσσα, που είναι ευκολότερη από όλες τις άλλες. Μακάρι να συνέβαλα σε κάτι, το σίγουρο πάντως είναι ότι η δική μου ανταμοιβή είναι ανυπολόγιστη. Κάθε Απρίλιο στην Ξάνθη συναντιούνται Μουσικά σχολεία από όλη την Ελλάδα και συνθέτουν μια μεγάλη ορχήστρα και χορωδία με περισσότερα από χίλια παιδιά! Η χαρά να ενορχηστρώνω για αυτά τα παιδιά και να τα διευθύνω καθώς και η ενέργεια που παίρνω από αυτά είναι μια εμπειρία μοναδική. Γενικά θεωρώ ότι ο θεσμός των Μουσικών Σχολείων είναι εξαιρετικά σημαντικός όχι μόνο για τη μουσική αλλά για τη γενικότερη παιδεία μας. Τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι έχουν πολλά να μας μάθουν και πολλά να μας θυμίσουν που έχουμε ξεχάσει».

Δεν ξέρω αν είμαι εγώ που μεγαλώνω ή η εποχή που αλλάζει, αισθάνομαι όμως πως τελευταίως υπάρχει πολλή κακοφωνία γύρω μας. Αναρωτιέμαι πώς μπορούν τα παιδιά που ενηλικιώνονται με τα σουξέ της εποχής να μάθουν να διακρίνουν την πραγματικά αξιόλογη μουσική. Αυτά τα παιδιά είναι το σημερινό και το μελλοντικό κοινό σας. Πώς τα βλέπετε ως ακροατές;

«Είναι τόσο ρευστή η εποχή μας και αλλάζουν όλα τόσο γρήγορα, σε πρωτόγνωρο βαθμό, που δεν θα διακινδύνευα προβλέψεις. Πάντως δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος. Πιστεύω ότι κάθε εποχή γεννά και εκείνους που την εκπροσωπούν επάξια και θα είναι πάντοτε αρκετοί εκείνοι που σπρώχνουν τα πράγματα μπροστά. Μπορεί να υπάρχουν σκουπίδια, όπως πάντα υπήρχαν, αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. Πρόσφατα βρέθηκα στη Ρόδο. Εκεί τρία νέα παιδιά παίζουν και τραγουδούν σ’ ένα ταβερνάκι, χωρίς μικρόφωνα, προπολεμικά ρεμπέτικα. Η Φλώρα από τη Νίσυρο, η Ηλιάνα από τα Τρίκαλα και ο Βαγγέλης από την Ικαρία. Οποιος ψάχνει βρίσκει!

Ας δούμε και τα παιδιά των Μουσικών Σχολείων και το πώς εξελίσσονται. Πολλές νέες ενδιαφέρουσες μουσικές προτάσεις προέρχονται από εκεί. Επιπλέον σήμερα, πολλά, τόσο πολλά διαφορετικά είδη μουσικής μπορούν να συναντώνται και να συνυπάρχουν επιτέλους χωρίς προκαταλήψεις! Και αυτό είναι από τα θετικά της εποχής μας!».