«Πότε σκέφθηκα να γίνω ηθοποιός; Από πολύ μικρή. Βρισκόμουν στα γυρίσματα μίας ταινίας του παππού μου. Μιλάω για τον γερμανό ηθοποιό Χάραλντ Λάιπνιτς. Πρέπει να ήμουν πέντε, έξι ετών. Στο break είχαμε πάει να φάμε σε ένα εστιατόριο μαζί με τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Θυμάμαι ο σκηνοθέτης της ταινίας ήρθε, κάθισε στο τραπέζι, με κοίταξε και είπε «εσύ μία ημέρα θα γίνεις ηθοποιός». Δεν κατάλαβα ποτέ πώς το ξεστόμισε αυτό. Θέλω να πω ήμουν πολύ ντροπαλό παιδί. Κρυβόμουν πάντα πίσω από τα φουστάνια της μάνας μου. Αλλά και μόνο που το είπε κάποιος, εγώ ξεκίνησα να το σκέφτομαι».
Την παραπάνω ιστορία διηγείται η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου. Ηθοποιός με διακριτή πορεία στο θέατρο, μετράει συνεργασίες με σκηνοθέτες όπως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Γιώργος Σκεύας και φυσικά ο Ακύλλας Καραζήσης, ο οποίος υπήρξε καθηγητής της στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έκτοτε συνεργάστηκαν σε πολλές παραστάσεις. Και με τον Ακύλλα Καραζήση συναντιέται για μία ακόμη φορά στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ «Ο παγοπώλης έρχεται», το οποίο παρουσιάζεται στο θέατρο Προσκήνιο.
Το άπιαστο όνειρο
Χρόνος του έργου; Το 1912, αλλά θα μπορούσε να είναι και το σήμερα. Τόπος; Ενα μπαρ και εκεί πρώην αναρχικοί, πρώην τζογαδόροι, πρώην φοιτητές, πρώην πλασιέ, πρώην μπάρμαν και νυν μπεκρήδες απαρτίζουν ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο.
«Οι ήρωες του Ο’ Νιλ βρίσκουν καταφύγιο στο αλκοόλ» αναφέρει η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου μιλώντας στο «Βήμα». «Με έναν τρόπο όλοι τους έχουν παραιτηθεί από ό,τι ήταν στην προηγούμενη ζωή τους. Ολος τους ο κόσμος βρίσκεται πλέον μέσα στους τοίχους αυτού του μπαρ και εκεί υφαίνουν το χθες που ήθελαν για τον εαυτό τους και το αύριο που ονειρεύονται. Ολοι τους δηλαδή κουβαλούν ένα άπιαστο όνειρο. Τα άπιαστα όνειρα βέβαια έχουμε συνηθίσει να τα φορτίζουμε με ένα αρνητικό πρόσημο. Ομως εδώ αυτό το στοιχείο λειτουργεί πολύ συγκινητικά. Υπάρχει μια χαρακτηριστική φράση στο έργο που λέει: «μόνο το ψέμα ενός ονείρου μάς κρατάει στη ζωή»».
Βέβαια, η ζωή αυτών των χαρακτήρων ανατρέπεται όταν φθάνει ο μυστηριώδης Χίκι. «Είναι ο μόνος ήρωας του έργου που ζει έξω από αυτό το μπαρ» εξηγεί. «Δύο φορές τον χρόνο επιστρέφει εκεί κερνώντας τους θαμώνες αλκοόλ, καλώντας τους σε μία ατελείωτη κραιπάλη. Αυτή τη φορά όμως έρχεται διαφορετικός. Τους ανακοινώνει ότι έχει κόψει το ποτό. Αρχίζει να τους μιλάει περί γαλήνης και ηρεμίας, λέγοντάς τους ότι πρέπει να σταματήσουν να κάνουν κούφια όνειρα και αντίθετα να αντικρίσουν τον εαυτό τους στον καθρέπτη και να νιώσουν πραγματικά ελεύθεροι».
Για την ίδια εκεί επικεντρώνεται και η κεντρική υπόθεση του έργου. «Τελικά μέσα από τα όνειρα αυτών των ανθρώπων το έργο θίγει πολλά ζητήματα. Ολοι τους φέρουν την ιδιότητα του «πρώην». Πρώην αναρχικός, πρώην τζογαδόρος, πρώην φοιτητής και μέσα από αυτή την ιδιότητα του «πρώην» ξεπροβάλλουν πολλά κοινωνικοπολιτικά θέματα».
Τελικά κάνει καλό σε κάποιον να κάνει άπιαστα όνειρα; «Δεν νομίζω ότι πρέπει να το θέσουμε σε αυτή τη διάσταση, αν κάνει δηλαδή καλό ή κακό. Τα όνειρα δεν βλάπτουν πάντως κανέναν» απαντά. «Οι χαρακτήρες του Ο’ Νιλ δεν είναι κακοί άνθρωποι. Σίγουρα υπάρχει αυτό το κοινωνικό πρόσταγμα «σταμάτα να κάνεις όνειρα και δες την πραγματικότητα», αλλά από την άλλη κάποιοι που βλέπουν την πραγματικότητα δεν προχωράνε πολλές φορές και σε κάτι καλό. Μπορεί μάλιστα να κάνουν περισσότερο κακό από εκείνους που κάνουν όνειρα χωρίς να τα πραγματοποιούν».
Ανάμεσα σε Ελλάδα και Γερμανία
Την ίδια στιγμή βρίσκεται σε πρόβες με τους RMS MATAROA καθώς τον Μάιο συναντούν σκηνοθετικά ως ομάδα για μία ακόμη φορά τον Ακύλλα Καραζήση αλλά και τον Μάνο Βαβαδάκη για να παρουσιάσουν στο Θέατρο Τέχνης το έργο «Καμπάνες τα μεσάνυχτα. Κάποιες κυρίες διασκεδάζουν». Ουσιαστικά πρόκειται για ένα συμπίλημα των σαιξπηρικών έργων «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ», «Ερρίκος ΙV», πρώτο και δεύτερο μέρος και «Ερρίκος V», ώστε να διερευνήσουν τον χαρακτήρα τον Τζον Φάλσταφ, αυτόν τον ξεπεσμένο ιππότη, τον μέθυσο απατεωνίσκο ήρωα που έπλασε ο Σαίξπηρ και αγαπήθηκε τόσο πολύ ώστε να γίνει από όπερα του Βέρντι μέχρι ταινία του Ορσον Γουέλς.
Πρόσφατα ακόμη προβλήθηκε στη γερμανική τηλεόραση και η τηλεταινία «Χωρίς ίχνος στην Αθήνα» στην οποία και πρωταγωνιστεί. Η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου διατηρεί τους δεσμούς της με την πατρίδα της μητέρας της (πρόκειται για τη Γερμανίδα Χριστίνα Λάιπνιτς, βοηθό σκηνής και σκηνοθέτρια, ενώ ο πατέρας της είναι ο Νίκος Γιαννάτος, ο γνωστός μπασίστας των Πυξ Λαξ). Στα 18 της μάλιστα είχε μετακομίσει για δύο χρόνια στο Βερολίνο.
«Οι πρώτες μου δουλειές ήταν στη Γερμανία. Οχι, δεν μετανιώνω που επέστρεψα στην Ελλάδα. Ξέρετε, στη Γερμανία τα πράγματα φαινομενικά είναι πιο εύκολα για έναν ηθοποιό. Εχεις ένα σταθερό συμβόλαιο με ένα θέατρο για δύο χρόνια για παράδειγμα – το οποίο ακούγεται βέβαια ιδανικό – και σου λένε θα κάνεις τον τάδε ρόλο, με τον τάδε σκηνοθέτη, στο τάδε έργο. Αυτός όμως ο τρόπος δεν σου προσφέρει δυνατότητα επιλογής. Δεν το ήθελα για μένα. Αναζητούσα μια καλλιτεχνική ελευθερία στις επιλογές μου».
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη που την κάνει να μη μετανιώνει για την απόφασή της να επιστρέψει. «Μεγάλωσα μεν στην Ελλάδα, αλλά με γερμανίδα μητέρα. Τα παραμύθια μου ήταν γερμανικά, τα παιδικά που έβλεπα γερμανικά. Θέατρο βλέπαμε επίσης μόνο στη Γερμανία. Ξεκίνησα να έρχομαι γενικότερα σε επαφή με την τέχνη στην Ελλάδα όταν μπήκα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Προηγουμένως δεν ήξερα πράγματα. Ισως μόνο με τη μουσική, λόγω του πατέρα μου, υπήρχε κάποια σύνδεση».
Πριν κλείσει η κουβέντα μας τη ρωτώ αν το φιζίκ της τη δυσκόλεψε. Ψηλόλιγνη, με διαπεραστικά μπλε μάτια και μια ομορφιά αισθαντική, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει φυλακιστεί στους ρόλους μίας ακόμη ενζενί. Kαι όμως δεν εγκλωβίστηκε. «Δεν το φοβήθηκα αυτό. Αλλωστε δεν το αισθάνομαι, χωρίς να σου λέω ότι κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέπτη και λέω «τι ασχήμια είναι αυτή!». Kαταλαβαίνω ότι κάποιοι θα με δουν ως «το ωραίο κορίτσι» και με έχουν απορρίψει από δουλειές λέγοντάς μου «είσαι πολύ όμορφη για αυτόν τον ρόλο», αλλά πιστεύω ότι έχει συμβεί και το αντίθετο: να με έχει βοηθήσει η εικόνα μου να με επιλέξουν».
«Ο παγοπώλης έρχεται»: Από Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8).