Το 2018 ο Κρίστοφ Βαρλικόφσκι, μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως πρόεδρος μιας λογοτεχνικής κριτικής επιτροπής, μοιράστηκε δημοσίως τις αγωνίες του και συσχέτισε την αναγνωστική παρακμή – το γεγονός ότι ολοένα μειώνονται οι άνθρωποι που διαβάζουν σοβαρή μυθοπλασία – με την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γηραιά Ηπειρο. «Για όσους από εσάς γνωρίζετε τον νοτιοαφρικανό συγγραφέα Τζον Μάξγουελ Κουτσί, οφείλω να σας εξομολογηθώ ότι, ευρισκόμενος σήμερα ενώπιόν σας, αισθάνομαι όπως ένας χαρακτήρας του, η Ελίζαμπεθ Κοστέλο» δήλωνε τότε ο κορυφαίος πολωνός σκηνοθέτης προς το πολιτικό ακροατήριό του. Ο ίδιος, λάτρης των βιβλία, ένας διανοούμενος καλλιτέχνης και πέραν του θεάτρου, επικαλέστηκε την εμβληματική ηρωίδα του νομπελίστα πεζογράφου διότι, ως περίπτωση, αυτή η γυναίκα είναι σεσημασμένη (και ως ομιλήτρια, βεβαίως, που δεν θα στρογγυλέψει τα λόγια της προκειμένου να γίνει αρεστή, ούτε θα συνεκτιμήσει την «πολιτική ορθότητα»).

Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο, η οποία δεν υπάρχει ακριβώς ή μάλλον υπάρχει περισσότερο σαν φωνή (ή και σαν απόηχος μιας συνείδησης) με ποικίλους τρόπους, στηλιτεύει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την πτώση του πολιτιστικού (και πολιτισμικού) επιπέδου της ανθρωπότητας. Ως βασικότατο άξονα (και συμβολικό μέτρο) της κριτικής της αναδεικνύει τη μεταχείριση που επιφυλάσσουμε στα ζώα, μια κακοποίηση και μαζική βία τεράστιας κλίμακας, την οποία δεν διστάζει να συγκρίνει με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, εγείροντας σφοδρές αντιδράσεις εναντίον της.

Η επίμονη και υπομονετική Ελίζαμπεθ Κοστέλο μπορεί να είναι ψυχρή (ή και ξινή, για κάποιους) αλλά είναι υπέρμαχος (δίχως αμφιβολία) ενός sui generis ρομαντισμού, πληγωμένου, όχι αυτάρεσκου. Τι σημαίνει όμως να αισθάνεται κανείς (ο Βαρλικόφσκι εν προκειμένω) όπως ακριβώς μια επινοημένη ηρωίδα; Και μάλιστα μια ηρωίδα που επινόησε κάποιος άλλος; Τι υποδηλώνει μια τέτοια ταύτιση, μια τέτοια οικειοποίηση;

Ενα περίπλοκο ζήτημα

Το ζήτημα είναι περίπλοκο προφανώς (και ενδεχομένως απροσπέλαστο, αν προσθέσουμε στην εξίσωση ψυχαναλυτικές διαστάσεις). Αν πάντως παρακολουθήσουμε λίγο πιο προσεκτικά το συγκεκριμένο τρίγωνο, την ιστορία δηλαδή μιας συστηματικής ανταλλαγής ή, ακόμα καλύτερα, μιας αντανάκλασης σκέψεων και αξιών ανάμεσα σε δύο σημαντικούς δημιουργούς της εποχής μας, ίσως καταφέρουμε να πλησιάσουμε ουσιαστικά την τρίτη, κοινή, αισθητική εν τέλει πλευρά, την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, ετούτη τη γυναίκα (είναι άραγε απλώς συμπτωματικό το φύλο της;) που είναι στα έργα τους και έμπνευση και φόρμα και αποτέλεσμα συγχρόνως, η οποία πέρασε από τον νου στο χαρτί κι από εκεί στη σκηνή, αποτελώντας μια σταθερή έκφραση της εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ Τζ. Μ. Κουτσί και Κρίστοφ Βαρλικόφσκι.

Ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι είναι λάτρης των βιβλίων, ένας διανοούμενος καλλιτέχνης.

Θα αποφύγουμε τον όρο «ενσάρκωση» για την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, δεν της ταιριάζει τόσο, είναι πιο πολύ ένα γοητευτικό ασώματο πλάσμα, ένα πλάσμα καμωμένο από τις αμφισημίες και τις αντιφάσεις του λόγου, μια δύναμη ποιητικής μεταφοράς εν τέλει, μια δύναμη που διανοίγει και παράλληλα οριοθετεί μια επικράτεια ευαισθησίας, πυκνή και παλλόμενη, εύθραυστη αλλά και συγκρουσιακή, μια επικράτεια στην οποία όχι μόνο προστατεύεται αλλά και διεκδικείται μια αλήθεια ακραιφνώς ανθρωπιστικής συνέπειας, μια αλήθεια που (φαίνεται να) πηγάζει από την τέχνη και η οποία (θα ήθελε να) υπερβαίνει τις ανεπούλωτες, συντριπτικές ήττες που φέρνουν ο χρόνος, η πραγματικότητα, η Ιστορία. Λοιπόν, στο σημείο αυτό, η επιστροφή στο παρελθόν είναι απαραίτητη για να φτάσουμε στο παρόν.

Το 1997 ο Τζ. Μ. Κουτσί είχε προσκληθεί στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, στις ΗΠΑ, για να δώσει διαλέξεις και, αντ’ αυτών, αποφάσισε να διαβάσει αποσπάσματα μυθοπλασίας στα οποία πρωταγωνιστούσε μια φανταστική συγγραφέας, γεννημένη στη Μελβούρνη το 1928, η πεπειραμένη και ασυμβίβαστη Ελίζαμπεθ Κοστέλο, η οποία (στο πλαίσιο εκείνης της αφήγησης πάντοτε) δίνει κανονικότατα τις δικές της διαλέξεις. Φοβερή μεταβίβαση, δεν συμφωνείτε; Το 2003 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ελίζαμπεθ Κοστέλο» του Τζ. Μ. Κουτσί, έναν μήνα προτού ο ίδιος τιμηθεί με το Νομπέλ Λογοτεχνίας (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε ήδη αποσπάσει δύο φορές το Βραβείο Booker, το 1983 και το 1999, με τα μυθιστορήματα «Ατίμωση» και «Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ» αντιστοίχως).

Εκτοτε πια η Ελίζαμπεθ Κοστέλο εδραιώθηκε ως alter ego του λιγομίλητου Τζ. Μ. Κουτσί και άρχισε να διακλαδίζεται και να επανεμφανίζεται συχνά στα γραπτά του. Απέκτησε, θα λέγαμε, τη δική της αυτόνομη φασματική παρουσία, με παρεμβολές και εγκιβωτισμούς, στο ενιαίο σύμπαν της μυθοπλασίας του. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, συνέβη και με τον Βαρλικόφσκι, η πρώτη εμφάνιση της Ελίζαμπεθ Κοστέλο ήταν το 2009, στην παράσταση «(Α)pollonia». Ακολούθησαν άλλες πέντε (δεδομένου ότι ο Βαρλικόφσκι και ο δραματουργός του Πιότρ Γκρουστσίνσκι αφήνονται στον ηλεκτρισμένο συνδυασμό κλασικών και σύγχρονων κειμένων).

Ωσπου χαρίστηκε, το 2024, ένα ολόκληρο εγχείρημα στην πολύφερνη ηρωίδα. Πρόκειται για τη νέα παράσταση του Βαρλικόφσκι με τίτλο «Elizabeth Costello / J. M. Coetzee: Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές», βασισμένη σε μυθιστορήματα και διηγήματα του συγγραφέα, η οποία έκανε πρεμιέρα στην Πολωνία τον περασμένο Απρίλιο και τις προάλλες εγκαινίασε το ξένο ρεπερτόριο του εφετινού Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στον χώρο της Πειραιώς 260 (διεθνής συμπαραγωγή με το Nowy Teatr της Βαρσοβίας).

«Ο ιδεαλισμός, μεταξύ άλλων, τι είναι; Μια μορφή χαμένης αθωότητας ή μια μορφή ανεπίκαιρης πλέον αφέλειας; Απανωτά, κατακλυσμιαία τα φιλοσοφικά ερωτήματα της παράστασης».

Τα σώματα έξι ηθοποιών διαπέρασε το άβαταρ της Ελίζαμπεθ Κοστέλο (πέντε γυναικών κι ενός άντρα) σε διαφορετικές φάσεις του βίου της (αυτές περιλάμβαναν και τους οικογενειακούς δεσμούς με τα παιδιά της, καθώς επίσης τον ακαδημαϊκό και κοινωνικό της συγχρωτισμό). Στο λιτό, σχεδόν απογυμνωμένο, με ελάχιστα αντικείμενα σκηνικό της Μαλγκοζάτα Στσέσνιακ, και με τη διακριτική πλαισίωση των βιντεοπροβολών (ζωντανών και μαγνητοσκοπημένων), το εξαιρετικό ανσάμπλ των πολωνών ηθοποιών επιδρούσε καίρια στη διατήρηση του ενδιαφέροντος. Διότι ενέσκηψαν χάσματα και δεν ήταν αμελητέα.

Τέσσερις ώρες η παράσταση, άνισες ωστόσο. Το πρώτο (και εκτενέστερο) μέρος είχε πολλές ατμοσφαιρικές στιγμές αλλά ήταν μάλλον ανοικονόμητο (δραματουργικά, όχι τόσο λόγω της συνολικής μεγάλης διάρκειας). Δεν χρειαζόμασταν κάμποσα, ούτε την Ανταρκτική ούτε τους συμπαθείς, κατά τα λοιπά, πιγκουίνους (αρκούσε ο πίθηκος από το διήγημα «Αναφορά προς μια Ακαδημία» του Φραντς Κάφκα, εμπνευσμένα προσαρτημένο στην παράσταση, για να ξετυλίξουμε τον ανθρωπολογικό μίτο και να πιάσουμε τον μύθο της παράστασης).

Αρκετοί από το κοινό εγκατέλειψαν μετά το διάλειμμα. Ισως δεν άντεξαν ό,τι προσλάμβαναν ως αργόσυρτη θεατρική εκδοχή ενός πειραματικού σκηνικού δοκιμίου. Να τους δοκίμαζε ο Βαρλικόφσκι; Αμφιβάλλουμε. Απλώς δεν αρμολόγησε λειτουργικά το πρώτο μέρος ώστε να μας οδηγήσει με ακόμα πιο αδιατάρακτη προσήλωση στην ατόφια συγκίνηση του δεύτερου, απολύτως συναρπαστικού μέρους (ιδίως ως προς την περίπλοκη σχέση που αναπτύσσει ένας συγγραφέας με τους επινοημένους ήρωές του).

Δύσκολα πάντως θα ξεχάσουμε την 86χρονη Mάγια Κομορόφσκα, τη συγκλονιστική αυτή ηθοποιό που ανέλαβε τελευταία τον ρόλο της Ελίζαμπεθ Κοστέλο (η οποία, στο τέλος, ζητά να δει, ήρεμα αλλά τόσο σπαραχτικά, τι υπάρχει «στην άλλη πλευρά»). Ο ιδεαλισμός, μεταξύ άλλων, τι είναι; Μια μορφή χαμένης αθωότητας ή μια μορφή ανεπίκαιρης πλέον αφέλειας; Απανωτά, κατακλυσμιαία τα φιλοσοφικά ερωτήματα της παράστασης για καθημερινά μας ήθη, τον έρωτα, τα γηρατειά, τον θάνατο, το πέρασμα του χρόνου, την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία (που είναι, αλλά και δεν είναι ακριβώς ζωή).

Ο Τζ. Μ. Κουτσί είναι ένας στοχαστικός και εσωτερικός συγγραφέας (ήρωας έγινε κι αυτός στην παράσταση, αλίμονο). Και ο Βαρλικόφσκι κατάφερε να δείξει πώς τον διάβασε, να το δείξει θεατρικά, κάτι που (παρά τις όποιες ενστάσεις) αποδείχτηκε εξόχως απαιτητικό και βαθιά σαγηνευτικό. Κρίστοφ Βαρλικόφσκι, μια κορυφή του σημερινού ευρωπαϊκού θεάτρου.