Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ήρθαν πάλι στο προσκήνιο, αφενός επειδή η UNESCO για πρώτη φορά ζήτησε ευθέως την επιστροφή τους στην Ελλάδα και αφετέρου επειδή ο Πρωθυπουργός έθεσε αυτό το αίτημα στον βρετανό συνάδελφό του. Οσοι θεώρησαν ότι αυτές οι ειδήσεις μάς φέρνουν κοντύτερα στην επανένωση των Γλυπτών του Φειδία, μάλλον θα πρέπει να προσγειωθούν στην πραγματικότητα. Πρώτον, από τον κ. Τζόνσον δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση. Δεύτερον, η γνώμη του δεν μετράει, δεδομένου ότι αρμοδιότητα για τα Γλυπτά δεν έχει η βρετανική κυβέρνηση αλλά οι επίτροποι του Βρετανικού Μουσείου. Τρίτον, τα ψηφίσματα της UNESCO έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα με τις εκκλήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το Κυπριακό· καμία. Η χλιαρή διαμαρτυρία UNESCO για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας – αναγνωρισμένου μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς – σε τζαμί δεν έφερε αποτέλεσμα. Τέταρτον, το αφτί του Βρετανικού Μουσείου δεν ιδρώνει από τα ψηφίσματα της UNESCO. Στην ιστοσελίδα του διαβάζουμε: «Το Βρετανικό Μουσείο έχει μακρά ιστορία συνεργασίας με την UNESCO και θαυμάζει και υποστηρίζει το έργο της. Ωστόσο, το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι κυβερνητικός οργανισμός. Οι επίτροποί του έχουν τη νομική και ηθική ευθύνη να διατηρήσουν και να συντηρήσουν το σύνολο των συλλογών που έχουν υπό τη φροντίδα τους και να τις καταστήσουν προσιτές στο παγκόσμιο κοινό. Οι επίτροποι επιθυμούν να ενισχύσουν τις υπάρχουσες καλές σχέσεις με συναδέλφους και ιδρύματα στην Ελλάδα και να διερευνήσουν συνεργασίες απευθείας μεταξύ ιδρυμάτων, όχι σε διακυβερνητική βάση. Γι᾿ αυτό πιστεύουμε ότι η ανάμειξη της UNESCO δεν είναι η καλύτερη πορεία προς τα εμπρός».

Πρόοδος στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα θα υπάρξει με ρεαλιστική πολιτική, όχι με πυροτεχνήματα. Μια ρεαλιστική πολιτική πρέπει να λάβει υπόψη της τον λόγο για τον οποίο το Βρετανικό Μουσείο, παρά της πιέσεις της κοινής γνώμης, παρά την απουσία επιστημονικών, νομικών και ηθικών ερεισμάτων, αρνείται να συζητήσει την επανένωση των Γλυπτών, αν δεν του αναγνωρισθεί πρώτα η κυριότητα. Αν παραχωρούσε τα Γλυπτά με τρόπο που θα δημιουργούσε την οποιαδήποτε υπόνοια ότι τα κατέχει παράνομα, θα δημιουργούσε προηγούμενο που θα έθετε σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα των συλλογών που απέκτησε πριν από τη διαμόρφωση διεθνών κανόνων για το δίκαιο των αρχαιοτήτων. Αυτό είναι θέμα επιβίωσης για το Βρετανικό Μουσείο. Θυμίζω ότι τον Μάιο του 2005 το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας απαγόρευσε στο Βρετανικό Μουσείο την επιστροφή 4 έργων τέχνης που αποδεδειγμένα είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί· θεώρησε ότι ο νόμος που προστατεύει τις συλλογές του Βρετανικού Μουσείο είναι ανώτερος από οποιαδήποτε «ηθική υποχρέωση». Για αυτόν τον λόγο – και παρά τα τεκμήρια ότι ο Ελγιν απέσπασε τα Γλυπτά παράνομα – η νομική τους διεκδίκηση από την ελληνική κυβέρνηση θα ήταν ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ενώ από ηθική και επιστημονική άποψη τα πράγματα είναι ξεκάθαρα – ο Ελγιν προχώρησε σε πραγματική λεηλασία -, στη νομική διεκδίκηση ελλοχεύουν κίνδυνοι. Μια δικαστική απόφαση υπέρ της Ελλάδας για πράξεις που συντελέστηκαν πριν από τη θέσπιση διεθνών κανόνων για την προστασία των αρχαιοτήτων είναι αμφίβολη, γιατί θα αποτελούσε νομικό προηγούμενο με επιπτώσεις για όλα τα μουσεία που απέκτησαν τις συλλογές τους τον 18ο και τον 19ο αιώνα.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω