Ηταν «η γυναίκα που ζωγραφίζει γυναίκες καθαρά, επίκαιρα και μοναχικά» και φιλοτέχνησε περί τα 150 πορτρέτα τους στη διάρκεια της ζωής της. «Αρχισα να ζωγραφίζω αυτές τις γυναικείες μορφές χωρίς να έχω μία εκ των προτέρων ιδέα για το τι ήθελα να αποδώσω. Ηταν κάτι που «βγήκε» από το υποσυνείδητο». […] «Η ωραία γυναίκα, όχι αυτή που είναι ωραία από τη φύση της, αλλά η γυναίκα όπως τη θέλησε η κοινωνία που της ανέθεσε τον ρόλο του ωραίου φύλου: βαμμένη, ντυμένη, παρφουμαρισμένη, με ψεύτικες βλεφαρίδες, περούκες, κ.λπ., σεξουαλική, γλυκιά, μοιραία, απρόσιτη. Η γυναίκα που πεινάει, υποφέρει, προσποιείται, κάνει οδυνηρές εγχειρήσεις για να αρέσει. Και την ξέρω καλά, γιατί εγώ προσπάθησα απελπισμένα από τα είκοσι και σχεδόν ως τα τριάντα πέντε μου να μπω σε αυτό το καλούπι που μας έχει επιβληθεί με πλύση εγκεφάλου. Από μικρό παιδί ζήλευα τα ωραία κοριτσάκια γιατί έβλεπα ότι είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση». Αυτά έλεγε η Σίλεια Δασκοπούλου (1936-2006) σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Πάνθεον» το 1978 και τα διέκρινες ολοκάθαρα στους πίνακές της οι οποίοι επέβαλλαν τη μελαγχολική παρουσία τους στην 6η Μπιενάλε της Αθήνας, «ANTI», το 2018, αλλά και στην γκαλερί Can της Χριστίνας Ανδρουλιδάκη όπου είχε παρουσιαστεί ταυτόχρονα μια αναδρομική έκθεσή της. Λοιπόν η Ανδρουλιδάκη επανέρχεται με ένα αφιέρωμα στη Δασκοπούλου, μόνο που αυτή τη φορά επικεντρώνεται στους άνδρες – πίσω, μπροστά και στο πλάι τους. Γιατί ακόμα και όταν δεν εμφανίζονται, οι γυναίκες είναι (αφανείς) πρωταγωνίστριες στο έργο της, εσαεί παρούσες στο «φεμινιστικό αλλά συγχρόνως και κωμικό βλέμμα» της, όπως το περιέγραφε και η ίδια.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος