Υπάρχουν εικόνες στη ζωή σου που μπορεί για κάποιον ακαθόριστο λόγο να σε ακολουθούν. Εχουν τον τρόπο να σου φυτέψουν κάτι σποράκια που όταν καρπίσουν θα σε έχουν πάει εκεί που θέλεις χωρίς να το καταλάβεις. Η Λίνα Νικολακοπούλου τα πρώτα χρόνια της ζωής τα πέρασε στα Μέθανα. Και από εκεί έχει κρατήσει δύο εικόνες ισχυρές για εκείνη, καθοριστικές θα έλεγα για το έργο της. Διηγείται η ίδια: «Θα ήμουν στην Τρίτη Δημοτικού όταν δίπλα στο πατρικό μου γκρέμιζαν οι εργάτες ένα σπίτι. Και ξαφνικά βρήκαν – όπως μάθαμε στη συνέχεια – προπολεμικά χρήματα, τα οποία τα πετούσαν στον αέρα με μια απίστευτη χαρά και ηδονή. Γελούσαν και ούρλιαζαν. Και η δεύτερη εικόνα το άκρως αντίθετο. Περνούσε κάτω από το σπίτι μας η σορός ενός ανθρώπου που τον ήξερα. Και αμέσως, όπως ήταν το έθιμο τότε, έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα και τράβηξαν τις κουρτίνες για να μην μπει ο θάνατος στο σπίτι μας. Πήγα όμως στο παράθυρο και μέσα από τις γρίλιες είδα το φέρετρο. Στην πρώτη εικόνα είδα το μάταιο. Τα λεφτά δεν είναι το παν. Απαραίτητα αλλά όχι το παν. Στη δεύτερη, μέσα από τα μισόκλειστα παντζούρια, το τέλος μιας ανθρώπινης πορείας. Το τέλος του παιχνιδιού».
Αυτές οι δύο εικόνες της Λίνας Νικολακοπούλου αποτελούν και τον άξονα του έργου της εδώ και σαράντα χρόνια. «Για την ακρίβεια, ο πυρετός είναι στα 39, του χρόνου θα φθάσει 40» σημειώνει η ίδια στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής». Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έως σήμερα έχει αφήσει το στίγμα της στην ποιητική – στιχουργική γραφή. Με ισχυρό και ιδιαίτερο τρόπο, έχει επηρεάσει τον ελληνικό στίχο, άξια διάδοχος του Μάνου Ελευθερίου, με έναν λόγο σύνθετο, ερωτικό αλλά και νεοπολιτικό, που αγγίζει τα όρια του υπερρεαλισμού.
Στο «Αλσος» με νέους
Μεσημέρι στον Κεραμεικό, στο στέκι της – δεν με παραξένεψε η επιλογή της γειτονιάς, ήμουν σίγουρος ότι εκεί θα συναντιόμασταν -, συζητάμε όχι μόνο για αυτά που κάνει εφέτος στο «Αλσος» αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το τραγούδι, τη γραφή, τους ανθρώπους, τη ζωή. «Πρέπει να έχεις κουράγιο να αναγνωρίσεις το δικό σου ίχνος. Να βρεις τον αληθινό σου εαυτό. Και αν χρειαστεί να αυτονομηθείς, να το κάνεις. Το τραγούδι με βοήθησε πολύ. Πιστεύω ότι λειτουργεί ιαματικά όχι μόνο προσωπικά αλλά και συλλογικά. Πολλές φορές έχει βοηθήσει γενιές. Ανθρώπους σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους ή τους έχει επιτρέψει να εκφράσουν τη χαρά τους, τη δύναμή τους ακόμα κι αν όλα πάνε στραβά».
Η Λίνα Νικολακοπούλου δεν είναι μόνο ζωντανός άνθρωπος αλλά και παρούσα δημιουργός. Ανοίγει νέους δρόμους, σε νέα παιδιά, συνεργάζεται με νέα παιδιά. Οπως για παράδειγμα κάνει κάθε Παρασκευή στο «Αλσος», με «Τα πιο ωραία λαϊκά». Μια μουσική παράσταση για εκείνους που έχουν γυρίσει με το δάχτυλο το καντράν του τηλεφώνου σχηματίζοντας αριθμούς, για εκείνους που έχουν πατήσει γράμματα και αριθμούς στα φωτεινά κουμπιά ενός jukebox, σε τραγούδια και μουσικές από τα μέρη της Μικράς Ασίας, των νησιών, του Πειραιά, της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του ’50, του ’60 και μέχρι σήμερα. «Αυτά που μου δίνουν χαρά θέλω να τα μοιράζομαι. Είναι σαν να φτιάξω ένα ωραίο φαγητό και να φωνάξω φίλους να το μοιραστούμε». Τρώγεται με την παράσταση. Θέλει να δει πώς λειτουργεί. «Με ενδιαφέρει πώς κάθεται στη μνήμη του κάθε ανθρώπου. Είναι ένα πρόγραμμα που μπορεί να σε ξαλεγράρει ή δεν κατεβαίνει κάτω στο κοινό και δεν προσφέρει κάτι;». Το ρεπορτάζ λέει ότι ξαλεγράρει. «Επιμένω να ανοίγω δρόμους. Στη δική μου περιπέτεια δεν επέτρεψα τη μανιέρα. Θέλω πάντα να παίρνω την ευθύνη του εαυτού μου. Να κρατώ για πάντα το δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης και δράσης. Υπάρχει κάτι στους νέους ανθρώπους που ασχολούνται με τη μουσική. Αλίμονο αν δεν υπήρχε».
Γράφει από το γυμνάσιο
Η Λίνα Νικολακοπούλου ουσιαστικά γράφει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. «Από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Δεν το κατάλαβα πώς μπήκε το μικρόβιο. Από παιδί δεν ήθελα περιορισμούς, ήθελα να κάνω ό,τι μου ερχόταν στο κεφάλι. Στο γυμνάσιο αναγκάστηκα να κλειστώ στον εαυτό μου. Η γραφή με παρηγορούσε. Στην αρχή μού ήταν περισσότερο εύκολο το ποίημα. Στα δεκαεπτά-δεκαοκτώ άρχισα το έμμετρο». Και λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν και οι επιτυχίες να έρχονται η μία πίσω από την άλλη. «Η τέχνη προστατεύει την ψυχή του δημιουργού. Η σχέση με το έργο σου είναι σαν να έχεις γεννήσει ένα παιδί – θα σου δώσει χαρά, θα σου δώσει και προβλήματα. Η τέχνη είναι μια γέννα. Οπότε είναι μέσα στους κανόνες της φύσης. Το δημιούργημά σου σε προστατεύει και άλλες φορές σε αναγκάζει να κοπιάζεις και άλλο. Σε μένα τα τραγούδια μού δίνουν χαρά, είναι τα παιδιά μου».
Στη διαδρομή της έχει καταγράψει τον έρωτα με έναν ιδιαίτερο, μεταφορικό τρόπο. «Ο έρωτας αν έρθει, όποτε έρθει, σ’ τα ζητάει όλα. Κι αυτό όσοι το έχουμε ζήσει γνωρίζουμε ότι δεν είναι για πλάκα. Πρέπει να σκεφτούμε όταν έρθει αν είμαστε σε θέση να το φέρουμε εις πέρας ή δεν το αντέχουμε και να μείνουμε απ’ έξω. Ο έρωτας είναι εκεί πάντα και μας περιμένει. Δίνει χαρές αλλά δαγκώνει κιόλας. Είναι ο καλύτερος δάσκαλος για να καταλάβεις πλευρές του εαυτού σου. Μου αρέσει η επίγνωση ότι έχεις να τα βάλεις με ένα θηρίο. Το οποίο πρέπει να το κοιτάξεις στα μάτια».
Φόβος και φασισμός
Η Λίνα Νικολακοπούλου δεν κοιτάει στα μάτια μόνο τον έρωτα αλλά και την καθημερινότητα. «Τα πράγματα σήμερα τα βλέπω απαιτητικά. Από τη σύγχυση που έχουμε όλοι μέσα μας και τις ρωγμές που έχουμε πλέον σε ό,τι είχαμε ως σταθερά. Δεν έχουμε γαλήνη για να σκεφτούμε. Και παρατηρώ φόβο που οδηγεί σε ακραίες συμπεριφορές. Προσθέστε την απουσία ουσιαστικής παιδείας και τα μη λυμένα προβλήματα που φέρνουν οι πολιτικές και οικονομικές συνταγές, αυτά συσσωρεύονται και αφήνουν τον πολίτη να τα λύσει μόνος του. Οταν λοιπόν δεν δίνεται κεντρική λύση, πάμε πάλι στη λογική του φόβου που σε αναγκάζει να στραφείς προς τα εδώ ή προς τα εκεί. Αυτό που μας τυραννάει όλους επεμβαίνει στις ζωές μας με πολύ διαφορετικό τρόπο. Οσο για το αν οι Ελληνες είναι φασίστες, εγώ θα το εξηγήσω με μια άγνοια της ταυτότητας του καθενός. Τον φασισμό τον συσχετίζω με την άγνοια του καθενός. Θέλεις ουσιαστικά η σωματική δύναμη να καθαρίσει αυτά που είσαι αδύναμος μέσα σου να τα χειριστείς. Η οικονομική ολισθηρότητα μας φέρνει σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Αν γυρίσουμε πίσω στην Ιστορία, οι λάθος πολιτικοί – οικονομικοί χειρισμοί έφεραν την ανατροπή της κανονικότητας και έδωσαν δύναμη στη δύναμη».