Ο Νίκος Κουρής με τη «Μοναξιά της δύσης» του Ιρλανδού Μάρτιν Μακ Ντόνα κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Και μαζί ανοίγει, ίσως, έναν νέο κύκλο στην πορεία του. Με τις αποσκευές του γεμάτες συναντήσεις και εμπειρίες και με τη διάθεση μικρού παιδιού, αυτός ο ωραίος, μέσα και έξω, ηθοποιός βρίσκεται σε δημιουργική φάση.
Πώς αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε;
«Χρόνια ήθελα να το κάνω, αλλά δεν ήθελα την ευθύνη, δεν μου αρέσουν οι ευθύνες. Δεν είμαι και τόσο φιλόδοξος. Εχω μόνο τα όνειρά μου. Ηθελα να εμπνεύσω κάποιους ανθρώπους και να φτιάξω έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι που θα μπουν να τους αρέσει. Και το κάνω στο Αθηνών, ένα θέατρο που αγαπώ, όπως αγαπώ και τον Κάρολο Παυλάκη (σ.σ.: παραγωγός) για το ήθος, τη διάρκεια, τη στάση του στον χώρο».
Τι σημαίνει σκηνοθεσία για εσάς;
«Οτι κάποιος σου δείχνει έναν δρόμο και εσύ πρέπει να κάνεις σε αυτόν τον δρόμο μια πρόταση για να ισχύσει το έργο. Αυτή είναι η δουλειά μας. ΄Η να μην ισχύσει, οπότε το κάνεις με έναν τρόπο τόσο βαρετό που ο άλλος λέει «βλέπω τι ήθελε να κάνει ο σκηνοθέτης, αλλά δεν πέτυχε». Εγώ πάλι δεν θέλω κανένας να βλέπει τι ήθελα να κάνω. Προσπαθώ να πω την ιστορία του έργου – νομίζω ότι ξέρω να το κάνω.
Με ενδιαφέρει το έργο και μόνο, όχι αυτό που θα βάλουμε από πάνω. Το ότι η σκηνοθεσία είναι κάτι που βάζω εγώ πάνω στο έργο μπορεί να με τρελάνει. Και τι θα πει «αυτό το έχουμε ξαναδεί»; Κάποιοι σκηνοθέτες ζουν με την ψευδαίσθηση ότι κάνουν κάτι που δεν το έχουμε ξαναδεί. Λες και αυτό είναι το θέμα – από εκεί ξεκινά η ψευτιά».
Γιατί τώρα;
«Είμαι σε μια φάση ως ηθοποιός που δεν ψήνομαι εύκολα, δεν εμπνέομαι, δεν πείθομαι. Εχω περάσει χρόνια με τους σκηνοθέτες που τους ευχαριστώ βαθιά, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Γιάννη Χουβαρδά, τον Δημήτρη Μαυρίκιο. Αλλά η ζωή είναι πιο ισχυρή από αυτά και η εξέλιξη του καθενός μας άλλο πράγμα».
Πώς λειτουργείτε;
«Αν για κάτι είμαι σίγουρος για αυτή την παράσταση είναι ότι δεν έχω πει κανένα ψέμα. Εχω κάνει τίμια, με κόπο τη δουλειά μου και είμαι περήφανος και για το ότι οι άνθρωποι που είναι μαζί μου το στηρίζουν. Και πως εγώ δεν ανέβηκα πάνω από κάτι για να σκηνοθετήσω. Πάνω απ’ όλα είναι αυτό που κάνουμε, όχι η μόδα, όχι η τηλεόραση».
Φτιάξατε όμως θίασο μέσα από μια σειρά, τις «Αγριες μέλισσες»…
«Δεν πιστεύω καθόλου ότι η τηλεόραση έχει κάποια εξίσωση με το θέατρο. Με το θέατρο δεν εξισώνεται τίποτα, ούτε μεταγγίζεται το ένα στο άλλο. Το ότι θα έρθουν να σε δουν κάποιοι γιατί σε είδαν στην τηλεόραση δεν λέει κάτι.
Εφτιαξα τον θίασο μέσα από ένα σίριαλ, καθόλου όμως με αυτόν τον γνώμονα. Ημουν εκεί με αυτούς τους ανθρώπους, είχα το έργο μέσα μου και έψαχνα με ποιους μαζί θα το κάνω. Ηρθε οργανικά. Φαίνεται ότι πήρα ηθοποιούς από τις «Μέλισσες» – ίσα-ίσα θα μπορούσα να μην τους πάρω γι’ αυτό. Η ανταπόκρισή τους ήταν συγκινητική. Και αυτό είναι σοβαρό, σημαντικό. Εγώ στο θέατρο θέλω να γοητευτώ, όχι να κάνω μια δουλειά».
Ετσι μάθατε…
«Εχω μέσα μου μια παρακαταθήκη εμπειρίας από τον Λευτέρη, από όλους τους σκηνοθέτες που δούλεψα. Ο Λευτέρης ασχολιόταν με μανία με τους ηθοποιούς – έχω και καλά και κακά πράγματα από αυτό. Τα κακά πράγματα τα έχω πετάξει: Να μην έχεις χαρά γι’ αυτό που κάνεις, να νομίζεις ότι το θέατρο είναι μόνο δυστυχία, ότι μόνο μέσα από το ζόρι βγαίνουν τα καλά – όχι. Πιστεύω στην ασταμάτητη δουλειά. Αλλά το να βρεις τον τρόπο να δουλέψεις δημιουργικά θέλει ταλέντο, ψυχική γενναιοδωρία. Είναι δύσκολη η συνεύρεση με τους ανθρώπους σε αυτή τη δουλειά».
Παντού δεν είναι;
«Ναι, αλλά το θέατρο θέλει πράγματα που δεν είναι ζητούμενα σε άλλες δουλειές. Ευγένεια, υπομονή, επιμονή, να μην περάσεις το όριο αλλά ούτε να χαριστείς. Να ζητήσεις αυτό που πρέπει χωρίς ο άλλος να κλείσει για να προχωρήσει, και εσύ μαζί του. Να ακούσεις τον άλλον, να σε ακούσει και αυτός, να τον εμπιστευτείς. Δεν μπορείς με τον κοινωνικό σου εαυτό να συμπεριφέρεσαι πάνω στη σκηνή. Το θέατρο σου ζητάει μια άλλη αποδόμηση, μια άλλου τύπου ελευθερία που αν δεν τη βρεις εκεί, τότε πού; Για εμένα το να είσαι ηθοποιός είναι κάτι πνευματικό, όχι θεαθήναι. Ο,τι είσαι βγαίνει στη σκηνή».
Τι σας ενοχλεί;
«Το εσθετίστικο. Οτι εμείς αυτό που κάνουμε το κάνουμε καλύτερα από σας. Υπάρχουν παραστάσεις που η ωραιοποίησή τους, η επίδειξη, είναι τόσο εκκωφαντική. Το ωραίο για εμένα έχει σχέση με τη στιγμή που δημιουργείς».
Βρίσκετε συνομιλητές;
«Οχι πολλούς. Εχω όμως πάντα την κρυφή ελπίδα ότι αν πεις σε κάποιον κάτι συγκινητικό, θα συγκινηθεί. Βέβαια δεν έχουμε πια αυτή την αθωότητα στη ζωή μας, πώς τη ζητούμε από το θέατρο; Εγώ έχω πολύ παιδική ψυχή, το κατάλαβα και με αυτή τη σκηνοθεσία, το κατάλαβαν και οι συνεργάτες μου: Πας να φτιάξεις κάτι και κυνηγάς την έμπνευση, δεν είναι δική σου. Επίσης είναι βαρετό να φτιάχνεις κάτι όπως το έχεις σκεφτεί. Ξεκίνησα με εκατομμύρια πράγματα και κατέληξα σε κάτι πολύ καλύτερο, γιατί ακολούθησα και τους άλλους, αυτά που μου έφεραν, τα ζωντανά υλικά».
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
«Γιατί μιλάει για τη μη ενηλικίωση, τη φαινομενική, κάτι που συμβαίνει σε όλους μας – στους πιο σοβαρούς, στους πρωθυπουργούς, στους ανθρώπους με μεγάλες ευθύνες, στις προσωπικότητες».
Εσείς ενηλικιωθήκατε;
«Οχι βέβαια. Εγώ ήμουν ενήλικος στα 16. Τώρα είμαι πιο μικρός απ’ ό,τι ήμουν πέρυσι. Πάω ανάποδα. Κάθε χρόνο κερδίζω σε όρεξη, αθωότητα. Μεγαλώνει ο χρόνος, χαλαρώνεις με τον εαυτό σου. Αυτό είναι το μότο μου: Χαλάρωσε με την πάρτη σου. Μου πήρε καιρό. Τώρα ξέρω ότι έχω πολύ πρώτες ανάγκες, απλή ψυχή και μυαλό, κι ας φαίνομαι κομπλικέ. Και με ενδιαφέρει η εμπλοκή.
Επρεπε να διδάσκουν στα σχολεία πώς να εμπλέκεσαι, γιατί μαθαίνεις ό,τι περιέχει ανάμνηση, εμπειρία. Το να μην εμπλέκεσαι είναι βαρετό. Δυστυχώς σήμερα φοβάμαι ότι αξία έχουν μόνο τα λεφτά – το βλέπω στο θεάτρο, στην αγορά συνολικά».
Βρίσκεστε στην αρχή ενός νέου κύκλου;
«Νομίζω ναι. Δεν ξέρω αν θα ξανασκηνοθετήσω, αν θα γίνω σκηνοθέτης. Μου αρέσει όμως αυτή η θέση, μπορώ να είμαι δημιουργικός. Ειναι πιο ενδιαφέρον από το να παίζεις μόνο».
Το 2023 γίνεστε 50: Πώς νιώθετε;
«Με βλέπω και δεν με πιστεύω. Δεν είχα καμία εικόνα – το καταγγέλλω. Ο χρόνος που περνάει πάνω σου είναι ένα γεγονός: Δεν μπορείς να κάνεις τα ίδια πράγματα, ο ορίζοντας στενεύει. Ο μεγάλος μου βραχνάς ήταν πάντα να μη γίνω γραφικός – μόνη σωτηρία από τη γραφικότητα, να ακούς. Και αυτό προσπαθώ να κάνω, γιατί είμαι και πολύ φλύαρος».