Αυτή την εποχή o Mίνως Μάτσας είναι ενθουσιασμένος με την «Τερέζ Ρακέν», το μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά που μεταφέρεται στη σκηνή του θεάτρου Ροές – από τη Λίλλυ Μελεμέ με τη Μαρία Κίτσου. Γράφει τη μουσική της παράστασης, όπως έκανε για άλλες δύο παραγωγές της φετινής σεζόν – τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ και τον «Ασχημο» του Μάγιενμπουργκ (στα Χορν και Tempus Verum, αντιστοίχως). Μαζί με τον «Φάρο» και τον «Φεγγίτη» έχει βάλει συνολικά την υπογραφή του σε πέντε θέατρα την τρέχουσα σεζόν.
«Πιστεύω στην αφηγηματική δύναμη της μουσικής. Πιστεύω στην αφήγηση που έχει η μουσική, και αυτό το στοιχείο το έχω κι εγώ» λέει ο συνθέτης που αγαπά πολύ τη θεατρική τέχνη. «Προσπαθώ να πηγαίνω στις πρόβες γιατί με ενδιαφέρει να γίνεται ένα η μουσική με τον λόγο. Στις παραστάσεις που συνεργάζομαι χρησιμοποιούμε τη μουσική με τρόπο ουσιαστικό, όχι συνοδευτικό. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερο. Νομίζω ότι η μουσική γίνεται ένα με την παράσταση. Σαν ένας ακόμα ρόλος. Επιπλέον με ελκύουν οι άνθρωποι και ο τρόπος που δουλεύουμε μαζί». Αν και αυτός ο τρόπος είναι χρονοβόρος, ο ίδιος δεν θέλει να συνθέτει αλλιώς, πηγαίνοντας, δηλαδή, σε δυο-τρεις πρόβες και μετά να κάθεται στο στούντιο να γράφει.
Το μεγάλο κίνητρο
Η διαδρομή του στη σύνθεση ξεκίνησε γράφοντας τραγούδια. Μετά έβαλε λίγο θέατρο, λίγο σινεμά και λίγο χοροθέατρο στη ζωή του, μέχρι που πήγε στην Αμερική. Εκεί έκανε κυρίως σινεμά. «Σε ένα ενδιάμεσο τρίμηνο που βρέθηκα στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης με έβαλε στο θέατρο προτείνοντάς μου να γράψω μουσική για το «Festen», την παράσταση που έκανε τότε στο θέατρο Θησείο. Εκείνος φταίει που τον περισσότερο χρόνο κάνω θέατρο. Συνεχίσαμε με τον «Δον Ζουάν στο Σόχο», στο Χώρα. Ακολούθησαν οι «Ορνιθες» με τον Σωτήρη Χατζάκη στην Επίδαυρο. Εκεί ήταν το κάτι άλλο».
Η επαφή με τα κείμενα στάθηκε το μεγάλο κίνητρο, όπως και οι σχέσεις με τους ανθρώπους. «Αγαπώ τους ηθοποιούς και κλέβω από εκείνους. Μεταφράζω μουσικά αυτό που κάνουν» λέει. Αλλωστε μέχρι τώρα όσα έργα έχει ντύσει μουσικά τού άρεσαν.
Ο Μίνως Μάτσας έγινε ευρύτερα γνωστός με «Το Νησί», την τηλεοπτική σειρά που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο Mega. «Το τραγούδι των τίτλων ήταν σε στίχους του παππού μου… Ο Θοδωρής Παπαδουλάκης (σ.σ.: ο σκηνοθέτης του «Νησιού») με έπεισε και μαζί του έκανα για πρώτη φορά τηλεόραση. Ισως γιατί κι εκείνος τη βλέπει κινηματογραφικά. Ηταν μια ευτυχής συγκυρία. Ομολογώ ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει τη δύναμη του μέσου». Με τον ίδιο σκηνοθέτη έγραψε μουσική για μια δεύτερη τηλεοπτική σειρά, τη «Λέξη που δεν λες». Μαζί του θα είναι και στη σύγχρονη μεταφορά του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στη μεγάλη οθόνη.
Τα γονίδια και η Νομική
Μεγαλωμένος, κυριολεκτικά μέσα στη μουσική, επηρεασμένος από τον παππού του (από τον οποίο πήρε και το όνομά του) και τον πατέρα του, Μάκη Μάτσα, έμοιαζε αυτονόητο να κινηθεί μέσα στον ίδιο χώρο. Τα ακούσματά του ήταν κυρίως ελληνικά, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Λοΐζος. «Ημουν δεν ήμουν πέντε χρόνων και πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου στο στούντιο. Αρχισα να μαθαίνω και κλασική κιθάρα. Μουσικά όμως μορφώθηκα μετά τα είκοσί μου, όταν άρχισα να γράφω. Τελείωσα τη Νομική – μπήκα και βγήκα στους δέκα πρώτους, αν και μέσα μου ήξερα ότι δεν θα ασκήσω τη δικηγορία».
Προοριζόταν άλλωστε από την οικογένεια να συνεχίσει την παράδοση στον χώρο της δισκογραφικής παραγωγής. Γύρω στα 25 ξεκαθάρισε τη θέση του και τράβηξε τον δρόμο του. «Εξήγησα στον πατέρα μου ότι βάζω το προσωπικό μου γούστο πάνω απ’ όλα, και ότι μια εταιρεία δεν μπορεί να πορευτεί έτσι. Ευτυχώς υπήρχε η αδελφή μου… Ανθρωπος χαμηλών τόνων και πολύ αυστηρός, ο πατέρας μου χρειάστηκε πολλά χρόνια για να αποδεχτεί ότι αξίζει αυτό που κάνω, ότι έχει ένα νόημα».
Και αν ο Μίνως Μάτσας ξεκίνησε γράφοντας τραγούδια, «μια φόρμα που λατρεύω αλλά τη θεωρώ μουσικά πιο περιορισμένη», σύντομα βρήκε τον δρόμο του. «Είχα την ανάγκη να εκφραστώ περισσότερο και να κάνω μεγαλύτερες φόρμες, και αυτά δεν τα χωράει το τραγούδι. Θυμάμαι ότι οι στιχουργοί μού έλεγαν ότι η μουσική μου έχει εικόνες».
Τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε στον χώρο ένιωθε την καχυποψία των άλλων λόγω του ονόματός του. Οταν πήγε στην Αμερική, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ισορρόπησε. «Αναμετρήθηκα με τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου και μου έκανε πολύ καλό. Ηταν κι αυτό ένα από τα καλά της Αμερικής για μένα, πέρα από το ότι έμαθα καλά τη δουλειά του σινεμά, που δεν θα τη μάθαινα πουθενά αλλού». Εμεινε δέκα πέντε χρόνια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και γύρισε γιατί του έλειψαν οι άνθρωποι και οι σχέσεις. «Φυσικά και δεν μετάνιωσα» τονίζει.
Οι μουσικές για τα έργα
«Το έργο και οι κουβέντες που κάνω με τον σκηνοθέτη μού ανοίγουν έναν κόσμο. Δοκιμάζουμε πράγματα στην πράξη. Ο τρόπος που δουλεύω είναι αρκετά διαδραστικός. Μεταφράζω στον σκηνοθέτη τη δουλειά μου. Γι’ αυτό και όταν δουλεύεις με κάποιον συστηματικά, καταλαβαίνει καλύτερα τη δική σου, αφηρημένη γλώσσα, που είναι η μουσική. Το όπλο της μουσικής είναι ισχυρό γιατί σε χτυπάει στον εσωτερικό σου κόσμο. Και η αντίδραση έρχεται αυθόρμητα. Κι αυτό είναι το ωραίο της μουσικής. Γιατί κι αν δεν τη μιλάς τη γλώσσα της, σου χτυπάει κάποιους νευρώνες μέσα σου.
Σε μια παράσταση επιτυχημένη είναι η μουσική που εντάσσεται στο σύνολο, που γίνεται ένα με τα υπόλοιπα στοιχεία. Φυσικά και χαίρομαι όταν μου μιλάνε για τη μουσική μου, αλλά δεν θέλω να είναι κάτι ξέχωρο. Για μένα επιτυχία σημαίνει να έχει η μουσική την ταυτότητά μου αλλά ταυτόχρονα να είναι ένα με αυτό που βλέπει ο θεατής. Αυτό είναι πρόκληση. Ξέρω ότι ούτε στην επιτυχία ούτε στην αποτυχία μιας παράστασης ο συνθέτης παίρνει μερίδιο. Θεωρώ τη μουσική ένα όπλο στο θέατρο που μπορεί να πάει την ιστορία παρακάτω. Πιστεύω στην αφηγηματική της δύναμη» καταλήγει.
Η πρεμιέρα τής «Τερέζ Ρακέν» θα δοθεί στις 7 Φεβρουαρίου. Μαζί με τη Μαρία Κίτσου παίζουν ο Θανάσης Πατριαρχέας, ο Κώστας Βασαρδάνης και η Σοφία Σεϊρλή. Οσο για τη συνέχεια, το πρόγραμμα του Μίνου Μάτσα είναι ήδη γεμάτο: «Οιδίποδας Τύραννος» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μαρκουλάκη με τον Δημήτρη Λιγνάδη και την Αμαλία Μουτούση στην Επίδαυρο ενώ στις αρχές του 2020 θα κατέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, για τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη, με τον ίδιο και τη Μαρία Κίτσου.
Χωρίς αμφιβολία, ο Μίνως Μάτσας αγαπά τα κείμενα και θέλει να δουλεύει με ανθρώπους που αγαπά…