Τον Οκτώβριο του 1997, πριν από σχεδόν μια τριακονταετία, δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker» ένα διήγημα της Αννυ Πρου με τίτλο Brokeback Mountain, το οποίο εντάχθηκε αργότερα στην περίφημη συλλογή της Close Range: Wyoming Stories (1999). Σε αυτό το long story, σε αυτή την ιστορία μυθοπλασίας, η πολυβραβευμένη πεζογράφος, από τις κορυφαίες λογοτεχνικές φωνές των ΗΠΑ και του κόσμου, αφηγείται τον σαρωτικό έρωτα ανάμεσα σε δύο καουμπόηδες, τον Ενις ντελ Μαρ και τον Τζακ Τουίστ.
Το πάθος των δύο νεαρών αγροτόπαιδων (δεν έχουν κλείσει τα είκοσι όταν έρχονται σε επαφή για πρώτη φορά) πυροδοτείται μες στην άγρια, ερημική και σαγηνευτική επικράτεια της Πολιτείας του Γουαϊόμινγκ, συγκεκριμένα στο όρος Μπρόουκμπακ, στα βουνά όπου έχουν πάει να δουλέψουν, να βοσκήσουν πρόβατα. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τη δεκαετία του 1980 (ως τον πρόωρο θάνατο του ενός, προτού σαρανταρίσει), η συγγραφέας παρακολουθεί με διαπεραστικό και σπλαχνικό βλέμμα τις διακυμάνσεις στην ιδιαίτερη, μοναδική σχέση που αναπτύσσουν οι δύο άνδρες, σαρκική και συναισθηματική, μια σχέση τρυφερή αλλά και επίπονη, μια σχέση θυελλώδη αλλά κρυμμένη και σημαδεμένη, κατά τα λοιπά, από την κοινωνική καταπίεση, τη ρητή και άρρητη βία της.
Η Αννυ Πρου στο Brokeback Mountain ανατινάζει, με απέριττη μαστοριά και απέραντη συμπόνια, κάθε στερεότυπο (τα πατριαρχικά κατεξοχήν, αν συνεκτιμήσουμε τα τραυματικά υπόβαθρα τόσο του Ενις ντελ Μαρ όσο και του Τζακ Τουίστ).
Από τις σελίδες στο σινεμά και στη σκηνή
Ασφαλώς, το διήγημα απέκτησε τεράστια δημοφιλία όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, το 2005, από τον σκηνοθέτη Ανγκ Λι (θυμόμαστε όλοι τον εκλιπόντα Χιθ Λέτζερ και τον Τζέικ Τζίλενχαλ). Το 2023, μια θεατρική εκδοχή του Brokeback Mountain παρουσιάστηκε στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου αποσπώντας επαινετικές κριτικές (με τους ηθοποιούς Λούκας Χέτζις και Μάικ Φάιστ στους βασικούς ρόλους). Τη διασκευή αυτή (με τα τραγούδια του Νταν Γκιλέσπι Σελς, που ανεβαίνει ετούτη την περίοδο στο νέο, ριζικά ανακαινισμένο Θέατρο Κνωσός, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου και συμπρωταγωνιστές τους Δημήτρη Καπουράνη και Μιχαήλ Ταμπακάκη) υπογράφει ο ηθοποιός, δραματουργός και συγγραφέας Ασλεϊ Ρόμπινσον.
«Το Βήμα» τον εντόπισε τις προάλλες στο διαμέρισμά του στο Μπρούκλιν («θορυβημένο» και «αναστατωμένο», ενόσω περίμενε κι ο ίδιος τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, αν και με κάμποσο ρεαλισμό οφείλουμε να επισημάνουμε εκ των υστέρων). Συνομίλησε με την εφημερίδα λίγο πριν από την προγραμματισμένη έλευσή του στην Αθήνα. «Εκεί όπου μεγάλωσα δεν υπήρχε θέατρο. Που να με πάρει, δεν ήξερα καν τι είναι αυτό το πράγμα που λέμε θέατρο. Το Λόκχαρτ, στην Πολιτεία της Νότιας Καρολίνας, βρισκόταν χωμένο σε μια αγροτική περιοχή. Φανάρι κάθε έντεκα χιλιόμετρα, εκκλησία κάθε τριάντα χιλιόμετρα, τόσο αγροτική δηλαδή. Το μέρος εκείνο, έτσι όπως το ανακαλώ πλέον, μες στην απομόνωσή του, μου χάρισε το δώρο μιας εμμονικής φαντασίας. Ως αγόρι που ήθελε να φύγει από κει πέρα, να δραπετεύσει, έπρεπε να επινοώ κόσμους ολόκληρους. Λοιπόν, η διαφυγή μου έγιναν οι ανατριχιαστικές ιστορίες τρόμου και τα «στοιχειωμένα σπιτάκια» που έφτιαχνα στην πίσω αυλή του σπιτιού μου κάθε Χάλογουιν. Αυτή ήταν η παρθενική θεατρική μου εμπειρία, αλλά τότε δεν μου περνούσε από το μυαλό κάτι τέτοιο».
Η σημασία της μουσικής
«Στην πόλη που μεγάλωσα κυκλοφορούσαν μισαλλόδοξα τέρατα που λούφαζαν στις σκοτεινές γωνιές της. Κυκλοφορούσαν όμως και οι ευγενέστερες, οι πιο καλόκαρδες και σκληρά εργαζόμενες ψυχές που έχω γνωρίσει ποτέ».
Ηταν όμως, όπως εξήγησε ο Ρόμπινσον, και κάτι ακόμα, εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο. «Η μουσική! Πώς να το πω, πλημμύριζε τη χριστιανική κοινότητα των Βαπτιστών μέσα στην οποία μεγάλωσα. Φανταστείτε, συνήθιζα να πηγαίνω στον ναό τρεις φορές τη βδομάδα. Η μητέρα μου έπαιζε εκεί ένα είδος εκκλησιαστικού πιάνου (ακόμα το παίζει) ενώ ο πατέρας μου, σε ώριμη ηλικία πια, όταν εκτελούσε καθήκοντα διακόνου, είχε στα χέρια του μια αρμαθιά με κλειδιά για τις μπροστινές πόρτες. Οποτε ήταν ανοιχτές, εγώ έμπαινα μέσα. Η μουσική κυλούσε στη μικρή μας πόλη όπως ακριβώς το ποτάμι που βοηθούσε τον μύλο να κινηθεί και επομένως να τη στηρίζει οικονομικά. Δεν ξέρω, για κάποιο λόγο το μουσικό ταλέντο αφθονούσε στην κοινότητά μας, «κάτι πρέπει να ‘χει το νερό που πίνουμε» έλεγαν οι συντοπίτες μου. Και η μουσική, συνεπώς, ήταν για μένα θεμελιώδης: για τη διαφυγή ενός «διαφορετικού» αγοριού από μια αρκούντως μοναχική παιδική ηλικία σε μια απερίγραπτη γωνιά της αμερικανικής υπαίθρου. Στην πόλη μου, ναι, κυκλοφορούσαν μισαλλόδοξα τέρατα που λούφαζαν στις σκοτεινές γωνιές της. Μην παρεξηγηθώ όμως, στην πόλη μου κυκλοφορούσαν και οι ευγενέστερες, οι πιο καλόκαρδες και σκληρά εργαζόμενες ψυχές που έχω γνωρίσει ποτέ, δεν είναι απλό, είναι περίπλοκο» συνέχισε.
Κομβικής σημασίας για τη διαμόρφωσή του, όπως τόνισε ο Ρόμπινσον, αποδείχθηκαν οι σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, «σε μία από τις καλύτερες σχολές για την υποκριτική και τις παραστατικές τέχνες εν γένει στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην πω στον πλανήτη. Ημουν πολύ τυχερός που βρήκα το μονοπάτι μου. Οπου υπάρχει ισχυρή θέληση, υπάρχει και τρόπος. Μπορείς να πας, αν το θέλεις πολύ, εκεί που κοιτάς. Ξαφνικά, βρέθηκα περικυκλωμένος από ανθρώπους που ένιωθα ότι μου μοιάζουν, καλλιτέχνες. Σαν διψασμένο χωριάτικο σφουγγάρι απορροφούσα τα πάντα! Οταν αποφοίτησα από εκείνη τη σχολή, ένας άλλος ορίζοντας ανοιγόταν ήδη μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου».
Η γραφή, ωστόσο, πώς προέκυψε;
«Από έναν αναπόδραστο κύκλο, από μια αναπόφευκτη επιστροφή, από την ανάγκη μου να συμφιλιωθώ με το παρελθόν μου και τους ανθρώπους που το πλαισίωναν. Επρεπε να παλέψω μαζί τους για να τους αντικρίσω όπως αληθινά ήταν. Ξεκίνησα να γράφω για να τους δώσω φωνή, στους ανθρώπους μου, ναι, τους σιωπηλούς, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς, τους αποστερημένους, τους αποξεχασμένους. Ανεξαρτήτως αν συμφωνώ ή διαφωνώ με τις πολιτικές τους επιλογές (που δεν σταματούν να με εκπλήσσουν), ανέλαβα συνειδητά την ευθύνη ως καλλιτέχνης να πω την ιστορία τους, που είναι και δική μου, να πω τη δική μας ιστορία, με μια αυθεντική φωνή».
Ο Ρόμπινσον οδηγήθηκε στο Brokeback Μountain μέσα από ποικίλους παράγοντες, όχι από έναν μονάχα και όχι γραμμικά. «Είδα πρώτα την ταινία στο σινεμά. Μόλις βγήκα από την αίθουσα, διέσχισα τον δρόμο, πέρασα απέναντι και μπήκα σε ένα βιβλιοπωλείο. Αγόρασα έναν λεπτό τόμο με το διήγημα και το διάβασα αμέσως. Στην Αννυ, όταν ήρθε η ώρα, έγραψα μια αναλυτική σύνοψη του εγχειρήματος που είχα κατά νου, να το διασκευάσω για το θέατρο. Είναι κάπως αγχωτικό να γράφεις μια τετρασέλιδη αναφορά σε μια τόσο σπουδαία συγγραφέα και ακόμα πιο τρομακτικό σε μια συγγραφέα το έργο της οποίας σημαίνει τόσα πολλά για σένα τον ίδιο. Ομως η Αννυ δεν με άφησε να περιμένω για πολύ, ανταποκρίθηκε γρήγορα, της άρεσε η πρότασή μου και όταν, τον Ιούλιο του 2017, της έστειλα το πρώτο χέρι να το δει, μου απάντησε με τον κοφτό και καθάριο τρόπο της, «το τέλος είναι δυνατό και ωραίο, καλά τα πήγες».
Υστερα, συναντηθήκαμε με την Αννυ στη Νέα Υόρκη και κουβεντιάσαμε για την παραγωγή (αλλά και τη ζωή γενικώς). Θυμάμαι ότι περιμέναμε μετά στο πεζοδρόμιο και, την ώρα που εκείνη έμπαινε στο ταξί, μου έπιασε το χέρι, με κοίταξε βαθιά, έντονα και μου είπε «σε ευχαριστώ που φρόντισες το Brokeback Mountain». Εχω μείνει και στο σπίτι της για κάποιο διάστημα, στο ησυχαστήριό της, κατέβασε τίτλους από τη βιβλιοθήκη της για να με συντρέξει στην έρευνά μου, εμένα και τους υπόλοιπους συντελεστές. Η Αννυ περιβάλλει με εμπιστοσύνη αυτή τη θεατρική εκδοχή του διηγήματός της και την ευγνωμονώ για αυτό».
Ενα απαιτητικό εγχείρημα
Πλην όμως, δεν είναι καθόλου εύκολο να διαχειριστεί κανείς αυτή την ιστορία επί σκηνής, αντιθέτως, είναι πολύ απαιτητικό.
«Ηταν κρίσιμο για μένα να συλλάβω με τη φόρμα μου όλο το εύρος της ιστορίας και τις αντιθετικές της ποιότητες, τη σκληρότητα και την ομορφιά όχι μόνο του φυσικού τοπίου αλλά και του εσωτερικού τοπίου των χαρακτήρων. Σκέφτηκα ότι η μουσική έχει την ικανότητα, αφενός, να μεταδώσει τη λιτή και ποιητική πρόζα της συγγραφέως και, αφετέρου, να λειτουργήσει αντιστικτικά με την άμεση, γήινη και τραχιά γλώσσα των ηρώων. Σκέφτηκα ότι η μουσική έχει την ικανότητα να αποτυπώσει ουσιαστικά τον χώρο και το πέρασμα του χρόνου, ότι τα τραγούδια μπορούν να αντηχούν στην πλοκή και στην εξέλιξη αυτής της ιστορίας. Κοντολογίς, πώς δείχνουμε στη σκηνή τις ερημικές απλωσιές και τη γεωγραφική ταυτότητα του Γουαϊόμινγκ; Με τη μουσική. Πώς εξεικονίζουμε τα εσώτερα επίπεδα του ψυχισμού, ιδίως του λιγομίλητου Ενις αλλά και του πιο εξωστρεφούς Τζακ; Με τη μουσική. Ναι, η μουσική μπορεί να μας ταξιδέψει παντού» υπογράμμισε ο Ρόμπινσον.
Τον ρωτήσαμε αν προσεγγίζει το Brokeback Μountain ως μια γκέι ιστορία αποκλειστικά. «Ισως ακουστεί αιρετικό σε πολλούς αυτό που θα πω, έχω όμως την αίσθηση, και νομίζω πως συμφωνεί μαζί μου και η Αννυ Πρου ως προς αυτό, ότι το Brokeback Mountain δεν είναι απλώς ένα «γκέι έργο». Αντιλαμβάνομαι απολύτως γιατί τόσοι ομοφυλόφιλοι άνδρες αντικαθρεφτίστηκαν σε τούτη την ιστορία, καθώς είδαν τους εαυτούς τους και τις εμπειρίες τους να αναπαρίστανται με έναν τρόπο που ενδεχομένως δεν είχαν βιώσει ποτέ πριν. Επί της ουσίας, πάντως, το έργο αυτό έχει να κάνει με τις κοινωνικές τάξεις, με το ταξικό στοιχείο δηλαδή και όλα εκείνα τα δεσμά που οι οργανωμένες συλλογικότητες επιφυλάσσουν στους μη προνομιούχους που πασχίζουν να ζήσουν σε αυτές, σε έναν δεδομένο τόπο και χρόνο» ανέφερε ο Ρόμπινσον.
Προς το τέλος της συζήτησής μας, σχολίασε όψεις της σύγχρονης πραγματικότητας στις ΗΠΑ. «Ξέρετε οι άνθρωποι μπορεί να είναι απλώς μαλάκες, όχι μόνο εδώ, παντού. Ιδίως εκείνοι που κάνουν όπλο τον Θεό και το θρησκευτικό αίσθημα. Στο σημείο αυτό, ενάντια στο μίσος, ας επικαλεστώ και ας θυμίσω κάτι από τον Ιωάννη. «Aγαπητοί μου, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλον, γιατί η αγάπη προέρχεται από τον Θεό. Οποιος αγαπάει, δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από τον Θεό και ότι γνωρίζει τον Θεό. Οποιος δεν αγαπάει, δεν γνώρισε τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη». Παρ’ όλα αυτά, δηλώνω ανήσυχος και φοβισμένος, πολύ φοβισμένος».