Ηταν και παραμένει για την Ελλάδα ό,τι ήταν και παραμένει για τη Γαλλία ο Αλέν Ντελόν. Πολύ όμορφος, πολύ «σκληρός», απίστευτα αρρενωπός. Ακόμα και το ονοματεπώνυμό του, εξαιρετικά εύηχο. Νίκος Κούρκουλος. Ποτέ δεν έπαψαν να τον αγαπούν. Να αγαπούν την κινηματογραφική εικόνα, την περσόνα του. Γιατί ακόμα και σήμερα, 15 χρόνια μετά τον θάνατό του από την επάρατη νόσο, ο Νίκος Κούρκουλος ανήκει στις πιο πλήρεις φυσιογνωμίες του εγχώριου κινηματογράφου: ο πρώτος, ίσως και ο τελευταίος, ατόφιος σταρ του ελληνικού σινεμά, με την παραδοσιακή, «χολιγουντιανή» έννοια του όρου.
Τα προικιά της φύσης βοήθησαν αυτόν τον αθηναίο ομορφάντρα, που γεννήθηκε το 1934 και που πριν γίνει ηθοποιός ασχολήθηκε για λίγο με το ποδόσφαιρο, να υποδυθεί μια ποικιλία ηρώων που απαιτούσε ο κινηματογράφος της δεκαετίας του 1960, περίοδος στην οποία κυριολεκτικά διέπρεψε. Αρκεί ο ήρωας να μην ανήκε στο είδος της κωμωδίας με την οποία ο Κούρκουλος, στον κινηματογράφο τουλάχιστον, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις, παρότι στην αρχή της σταδιοδρομίας του φλέρταρε και με αυτήν. Πριν από το πικ της κινηματογραφικής του καριέρας, ο Κούρκουλος είχε αναλάβει μικρούς ρόλους σε αρκετές ταινίες και όχι μόνο δραματικές (π.χ. «Το τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη και η «Μπουμπουλίνα» του Κώστα Ανδρίτσου) αλλά και σε ηθογραφικές κωμωδίες όπως π.χ. η «Κυρία Δήμαρχος» του Ροβήρου Μανθούλη και δύο του Γρηγόρη Γρηγορίου, τις «Καλημέρα Αθήνα» και «Δύο χιλιάδες ναύτες και ένα κορίτσι».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.