Ο Μιχάλης Συριόπουλος σκουπίζει σχολαστικά ένα ζευγάρι γυαλιών ηλίου με ένα μαντιλάκι. Είναι και αυτό ένα ακόμη «σύνεργο μεταμόρφωσης» του πολύπλοκου ήρωα που υποδύεται φέτος, του χαρακτήρα που ξεπήδησε το 1955 μέσα από την πένα της Πατρίσια Χάισμιθ, του διάσημου πλέον Τομ Ρίπλεϊ, αυτού του ήρωα με τις δεκάδες συνδηλώσεις. Λίγο πιο πέρα ο Μιχαήλ Ταμπακάκης τακτοποιεί ένα καλοραμμένο κοστούμι του δικού του εμβληματικού χαρακτήρα, του Ντίκι Γκρίνλιφ, του άνδρα που ο Ρίπλεϊ θα ερωτευθεί, θα σκοτώσει και θα του κλέψει τελικά την ταυτότητα.
Οι δύο νεαροί ταλαντούχοι πρωταγωνιστές συναντούν εφέτος το διάσημο ψυχολογικό θρίλερ της Πατρίσια Χάισμιθ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ», το οποίο παρουσιάζεται σε θεατρική μεταφορά και σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης.
Στο μυαλό του Τομ Ρίπλεϊ
«Έχω μια αλλιώτικη χαρά για αυτή την παράσταση» εξομολογείται ο Μιχάλης Συριόπουλος. «Ίσως επειδή αυτός ο ρόλος έχει μέσα του πολλά κομμάτια μου. Ο Τομ Ρίπλεϊ είναι ένας άνθρωπος που φοβάται. Ένας άνθρωπος που είναι αρκετά μόνος του, όπως και εγώ έχω υπάρξει αντίστοιχα μόνος και φοβισμένος στη ζωή μου. Έχει πολλά μέσα του αυτός ο χαρακτήρας από έναν εαυτό που άφησα πίσω».
«Με ιντριγκάρει το γεγονός ότι ενώ πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο σχεδόν πριν από 70 χρόνια, παραμένει τόσο επίκαιρο ακριβώς γιατί μιλάει για τη δυσκολία των ανθρώπων να αποδεχτούν τον εαυτό τους».
Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης του χαμογελά. «Με ιντριγκάρει το γεγονός ότι ενώ πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο σχεδόν πριν από 70 χρόνια, παραμένει τόσο επίκαιρο ακριβώς γιατί μιλάει για τη δυσκολία των ανθρώπων να αποδεχτούν τον εαυτό τους. Πρόκειται για κάτι που μας χαρακτηρίζει σήμερα ως κοινωνία και θα έλεγα ίσως ακόμη και πιο έντονα από το 1955. Από το πιο απλό δηλαδή: δείτε πόσα φίλτρα βάζουμε στις φωτογραφίες μας. Η διασκευή που έκανε ο Πέτρος Ζούλιας φωτίζει πολύ αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος, σε αντίθεση ίσως με τις κινηματογραφικές μεταφορές του Ρίπλεϊ, μιλώ τόσο για την ταινία του 1960 με τίτλο «Γυμνοί στον ήλιο» σε σκηνοθεσία Ρενέ Κλεμάν με πρωταγωνιστή τον Αλέν Ντελόν όσο και για την ταινία του 1999 σε σκηνοθεσία Αντονι Μιγκέλα με πρωταγωνιστές τον Ματ Ντέιμον και τον Τζουντ Λο. Στην παράστασή μας δεν θα δεις έναν μανιακό, δεν θα δεις έναν κατά συρροήν δολοφόνο. Υπάρχουν πολλές στιγμές που φτάνεις στο σημείο να τον καταλαβαίνεις. Φυσικά δεν δικαιολογείς το έγκλημα, αλλά με έναν τρόπο αντιλαμβάνεσαι πώς οδηγήθηκε εκεί».
«Είναι πολύπλοκος ρόλος ο Ρίπλεϊ. Για μένα ίσως θα ήταν πιο εύκολο να τον ερμηνεύσω ως έναν ψυχοπαθή δολοφόνο. Αλλά θέλουμε να δείξουμε τι κρύβεται πίσω από αυτόν τον «ανθρωπάκο»».
«Γιατί όμως ο Ρίπλεϊ φθάνει στο έγκλημα;» ρωτώ τον Μιχάλη Συριόπουλο. «Στην περίπτωση αυτού του ήρωα, η Χάισμιθ κάνει κάτι μαγικό» εξηγεί. «Το ταξικό, το υπαρξιακό και το ερωτικό σκέλος παντρεύονται ώστε να δημιουργηθεί αυτός ο χαρακτήρας. Προέρχεται από τη «χαμηλή» τάξη, είναι ένα παιδί που δεν έχει γονείς, που κουβαλά ένα κακό παρελθόν με τη θεία του που τον κακοποιούσε. Την ίδια στιγμή είναι ομοφυλόφιλος, ένας άνδρας που έμαθε να κρύβει τον ερωτισμό του. Ο ίδιος ήθελε να γίνει ηθοποιός, δεν του επετράπη και έτσι βρήκε καταφύγιο στο να μεταμορφώνεται. Στην αρχή δεν το κάνει για να προκαλέσει κακό. Μετά όμως θα γίνει το όπλο του για την καταστροφή. Είναι πολύπλοκος ρόλος ο Ρίπλεϊ. Για μένα ίσως θα ήταν πιο εύκολο να τον ερμηνεύσω ως έναν ψυχοπαθή δολοφόνο. Αλλά θέλουμε να δείξουμε τι κρύβεται πίσω από αυτόν τον «ανθρωπάκο». Εάν κάποιος θεατής έρθει να μου μιλήσει μετά την παράσταση, τον ρωτώ: «Tον Ρίπλεϊ τον συμπαθείς, τον σιχαίνεσαι, τον λυπάσαι;». Kανείς μέχρι στιγμής δεν μου απάντησε ότι τον σιχαίνεται».
Πέρα όμως από τον Τομ Ρίπλεϊ, ποιος είναι ο αντίποδάς του, ο Ντίκι Γκρίνλιφ, που ερμηνεύει ο Μιχαήλ Ταμπακάκης; «Είναι ένας άνθρωπος που έχει φαινομενικά τα πάντα: πλούτη, ομορφιά, φίλους. Τελικά όμως δεν έχει τίποτα καθώς δεν έχει καταφέρει να αποδεχτεί καθόλου τη φύση του, τη σεξουαλικότητά του, το ποιος πραγματικά είναι» απαντά ο νεαρός ηθοποιός. «Όταν γνωρίζει τον Ρίπλεϊ ανακαλύπτει αρχικά έναν άνθρωπο που τον ιντριγκάρει. Σίγουρα έλκεται από εκείνον ερωτικά, αλλά αρνείται να επιτρέψει στον εαυτό του να δεχτεί τη φύση του. Νομίζω ότι τόσο ο Ρίπλεϊ όσο και ο Ντίκι Γκρίνλιφ δεν μπορούν να αποδεχτούν τους εαυτούς τους».
Βήματα αποδοχής
Οι ίδιοι όμως σε ποιον βαθμό έχουν αποδεχτεί τον εαυτό τους; «Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία 17 ετών» αναφέρει ο Μιχαήλ Ταμπακάκης. «Δεν έψαχνα να βρω ποιος είμαι. Αυτό ήταν αρκετά ξεκάθαρο μέσα μου από νωρίς. Ήταν περισσότερο από ανάγκη να συνειδητοποιήσω τα συναισθήματά μου, καθώς είχα μία μεγάλη δυσκολία στην έκφρασή τους. Ήμουν πολύ κλειστός άνθρωπος από μικρός και παραμένω και σήμερα, αλλά κάπως τώρα έχω μάθει και έχω δουλέψει στην κατεύθυνση του να επικοινωνώ αυτό που νιώθω. Εάν στα 28 μου τα έχω βρει με τον εαυτό μου; Νομίζω ότι είμαι σε καλό δρόμο. Εντάξει, ποτέ δεν θα τα βρεις και 100%. Θέλει μια διαρκή δουλειά νομίζω. Μια συνεχή επαναδιαπραγμάτευση».
Όσο για τον Μιχάλη Συριόπουλο; «Ξέρετε κάτι; Εγινα νομίζω αρχικά ηθοποιός για να μεταμορφώνομαι, για να «χάνω» εμένα, για να μη με αντιμετωπίζω. Ίσως για αυτό η πρώτη κουβέντα που σας είπα σε αυτή τη συνέντευξη ήταν ότι είχα αρκετά κομμάτια κοινά με τον Ρίπλεϊ. Από τη στιγμή όμως που άρχισα να ασχολούμαι με το είναι μου με αγάπησα, με αποδέχτηκα. Κάπως έτσι το κομμάτι του θεάτρου πήρε μέσα μου τη θέση που έπρεπε να πάρει, αυτό της ουσίας της καλλιτεχνικής έκφρασης. Σταμάτησα δηλαδή να το χρησιμοποιώ ως δεκανίκι. Η υποκριτική πριν ασχοληθώ με μένα τον ίδιο έφερε κάτι το πολύ ασκητικό. Ζούσα ως μοναχός και έτσι έχανα τη χαρά της κοινωνικότητας, της επαφής».
Ποιο ήταν όμως το κομβικό σημείο ώστε να αλλάξει; «Η καραντίνα. Για πρώτη φορά μετά από 18 χρόνια σε αυτή τη δουλειά έμεινα χωρίς ρόλο. Δεν είχα λοιπόν κάποιον ήρωα για να κρυφτώ πίσω από εκείνον. Έκανα την πιο σοφή κίνηση και ξεκίνησα ψυχοθεραπεία. Και από τότε, ξέρετε, άνθισε η ζωή μου. Μάλιστα δημιούργησα μέσα στην καραντίνα το δικό μου εργαστήριο υποκριτικής, το ΤΖΕΝεράλε Acting Studio. Σήμερα πλέον έχουμε εννέα ενεργά τμήματα για ερασιτέχνες, για παιδιά που προετοιμάζονται για δραματικές σχολές, για επαγγελματίες».
Κεφάλαιο τηλεόραση
Ταλαντούχοι και οι δύο αναμφισβήτητα. Ο Μιχάλης Συριόπουλος κέρδισε το 2019 το βραβείο Χορν, ενώ ο Μιχαήλ Ταμπακάκης ήταν υποψήφιος το 2020 για τη δυνατή ερμηνεία του στην παράσταση «Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Ο ίδιος μάλιστα πρωταγωνιστεί φέτος στη δραματική σειρά του MEGA «Το Ναυάγιο», η οποία έχει κατακτήσει το κοινό, υποδυόμενος τον Αγγελο Κοντογιωργάκη.
«Είμαι χαρούμενος για «To Nαυάγιο». Πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη σειρά».
«Πρόκειται για έναν πολύ καλογραμμένο ρόλο. Η σειρά, η οποία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη, με το σενάριο να υπογράφει ο Γιώργος Κόκουβας, έχει ακριβώς αυτό το ατού: όλοι οι χαρακτήρες έχουν βάθος. Εγώ ερμηνεύω έναν άνθρωπο πολύ αγαθό, σε σημείο που και εγώ προσπαθώ να καταλάβω πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο αθώος και να μην αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα γύρω του. Αλλά κάπως τον έχω αγαπήσει αυτόν τον χαρακτήρα. Εχει αγγίξει κάτι βαθιά μέσα μου, γιατί εγώ δεν είμαι έτσι ως άνθρωπος, έχω δεύτερες σκέψεις. Στα επόμενα επεισόδια ο ήρωάς μου θα έρθει αντιμέτωπος με την αλήθεια και θα περάσει δύσκολα. Είμαι χαρούμενος για «To Nαυάγιο». Πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη σειρά. Ο Γιάννης Χαριτίδης που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία έχει κάνει φανταστική δουλειά, και αυτό αντανακλάται στην εικόνα, στο συνολικό αποτέλεσμα».
Την ίδια στιγμή ο Μιχάλης Συριόπουλος πρωταγωνιστεί στη σειρά «Οι Πανθέοι». «Εχω ερμηνεύσει κακούς και κακούς χαρακτήρες αλλά με τον Γιάννη Μαρμάρη στους «Πανθέους» το έχω φτάσει στα άκρα» λέει γελώντας. «Καθώς περνούν τα επεισόδια θα τον δούμε να γίνεται όλο και χειρότερος, φτάνοντας στο σημείο να συνεργαστεί με τους εχθρούς της Ελλάδας. Το σκοτάδι αυτού του ήρωα έχει ενδιαφέρον για εμένα, έναν άνθρωπο που έχω επιλέξει να μην έχω καθόλου τη βία στη ζωή μου».
Οι πίνακες της ΑGB
Τα νούμερα τηλεθέασης άραγε τους απασχολούν; «Δεν θα τρέξω το επόμενο πρωί της προβολής του επεισοδίου να τα αναζητήσω» απαντά ο Μιχαήλ Ταμπακάκης. «Αλλα εάν βρεθούν μπροστά μου φυσικά και θα τα διαβάσω. Δεν είναι καθοριστικά με την έννοια ότι μία σειρά είτε σημειώσει 1% είτε 30%, εμείς οι ηθοποιοί θα παίξουμε με τον ίδιο τρόπο. Αλλά, από την άλλη, δυστυχώς δεν μπορείς να τα αγνοήσεις κιόλας, καθώς εάν δεν είναι καλά τα νούμερα μία σειρά μπορεί να κοπεί και εσύ θα πρέπει να ψάξεις για δουλειά. Ετσι και αλλιώς είναι ωραίο να αισθάνεσαι ότι η σειρά που παίζεις έχει ανταπόκριση».
«Συμφωνώ με τον Μιχαήλ» αναφέρει ο Μιχάλης Συριόπουλος. «Δεν σου κρύβω ότι όταν παίζω σε μια τηλεοπτική σειρά τα νούμερα τηλεθέασης με αγχώνουν. Ο κόσμος της τηλεόρασης είναι άγριος. Εάν τα νούμερα δεν είναι καλά, μία ωραία πρωία μπορεί να σε ειδοποιήσουν με email ότι η σειρά που παίζεις κόβεται. Το είδαμε να συμβαίνει. Γενικότερα πάντως θεωρώ ότι όλη αυτή η συζήτηση περί τηλεθέασης έχει γίνει λίγο της μόδας, χωρίς να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό. Τρέφει απλά τις τηλεοπτικές εκπομπές. Ο καθένας μπορεί να βγάζει τη χολή του επάνω στη συζήτηση του τι πουλάει και τι όχι, ξεχνώντας ότι πίσω από τα νούμερα τηλεθέασης κρύβονται άνθρωποι και οικογένειες που πρέπει να επιβιώσουν».
Οι δυσκολίες
Είναι εύκολο να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα του 2024; «Αμα έχεις επιλέξει να βιοπορίζεσαι από την υποκριτική πρέπει να αποδεχτείς ότι πέρα από καλλιτέχνης είσαι και επαγγελματίας και άρα μπορεί να έρθουν στον δρόμο σου και δουλειές που μπορεί να μη σε εκφράζουν 100% καλλιτεχνικά, αλλά θα τις κάνεις για να επιβιώσεις. Φυσικά πάντοτε θέτεις τα όριά σου» απαντά ο Μιχαήλ Ταμπακάκης.
«Ο ηθοποιός σήμερα πρέπει να είναι πολυεργαλείο και κυρίως να ξέρει να πουλάει τον εαυτό του».
«Δεν είναι καθόλου εύκολο» απαντά με τη σειρά του και ο Μιχάλης Συριόπουλος. «Και το λέω αυτό προετοιμάζοντας στο εργαστήρι μου και μια νέα φουρνιά ηθοποιών. Ο ηθοποιός σήμερα πρέπει να είναι πολυεργαλείο και κυρίως να ξέρει να πουλάει τον εαυτό του. Δεν αρκεί να παίζει καλά, να τραγουδά, να χορεύει. Πρέπει να μάθει να χειρίζεται και τα social media. Το λέω μετά λύπης αλλά πολλές φορές οι followers νικούν και το ταλέντο. Όμως η ουσία αυτής της δουλειάς είναι κάτι παραπάνω. Δεν μπορεί να σε κινεί μόνο η δόξα ή το χρήμα. Το να έρχεσαι δηλαδή στις 7 η ώρα στο θέατρο, να φοράς το κοστούμι του ρόλου σου για να δώσεις την ψυχή σου σε δύο ώρες επάνω στο σανίδι κρύβει μάλλον και μια λόξα. Μια ωραία λόξα».
INFO «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ»: Από Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης (Παπαδιαμαντοπούλου 4, Αθήνα)