Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης βάζει και εφέτος την υπογραφή του σε τρία θέατρα: Ο «Φάρος» (σκηνοθετεί και παίζει) και ο «Φεγγίτης» (σκηνοθεσία) επιστρέφουν για δεύτερη σεζόν στις σκηνές του Αθηνών και του Εμπορικόν, ενώ ετοιμάζει και μια καινούργια παράσταση. Είναι ο «Βυσσινόκηπος» του Αντον Τσέχοφ, το κύκνειο άσμα του ρώσου δραματουργού και η πρώτη επαφή του σκηνοθέτη με το τσεχοφικό σύμπαν. Σαν όλο και πιο κατασταλαγμένος, ο Μαρκουλάκης συνεχίζει μια πορεία που φτάνει όλο και πιο κοντά στον στόχο του: Να λέει τις ιστορίες του, είτε είναι πάνω στη σκηνή είτε από κάτω.
Κύριε Μαρκουλάκη, γιατί επιλέξατε τον «Βυσσινόκηπο»;
«Αγαπώ πολύ αυτό το έργο. Για εμένα υπάρχει πολύ ουσιαστικός λόγος που επιλέγω να το κάνω τώρα. Και είμαι πολύ αισιόδοξος γιατί αισθάνομαι ότι θα φτιάξω την παράσταση που είχα στο μυαλό μου, με τον τρόπο που την είχα φανταστεί. Γιατί το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς προτού υπακούσει σε οποιαδήποτε άλλη επιταγή, αισθητική, φόρμας ή μόδας, είναι να φτιάξει ένα έργο τέχνης που θα του άρεσε του ιδίου, που θα του άρεσε να το δει».
Πώς δουλεύετε τις σκηνοθεσίες σας; Για τον «Βυσσινόκηπο» υπάρχει πλούσιο υλικό…
«Και αυτό είναι και καλό και κακό. Την πραγματική σχέση με το έργο την αποκτάς μόνος σου διαβάζοντας το έργο. Αυτό είναι το πραγματικό πρώτο στάδιο – να το διαβάζεις και να το ξαναδιαβάζεις. Εδώ έχουμε μια καινούργια μετάφραση από τα ρωσικά της Μαρίσας Τριανταφυλλίδου, την οποία επεξεργαζόμαστε μαζί. Επιθυμία μας είναι να κρατήσουμε το έργο. Είναι ένα αριστούργημα που γράφτηκε το 1904. Η δουλειά μας είναι να παραμείνει αριστούργημα το 2018».
Πόσο «κωμωδία» είναι τελικά;
«Τι εννοεί ο συγγραφέας και το ονομάζει κωμωδία παραμένει ένα ερωτηματικό. Γιατί κωμωδία δεν είναι. Δεν γελάς… Νομίζω ότι αυτό που εννοεί μεταφράζεται στο ότι όταν έγραφε το έργο χαμογελούσε. Εβλεπε τους ήρωές του με πολλή αγάπη και νομίζω με τον τρόπο που βλέπουμε οι ενήλικοι τα παιδιά. Ολο το έργο είναι ένα ελαφρύ βλέμμα σε κάτι βαθύ. Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Η φυσική μας τάση είναι να το βαρύνουμε».
Εχετε υιοθετήσει μια «παιδική» διάθεση απέναντι στα πράγματα…
«Η σύνδεση με το παιδί με εκφράζει γενικότερα – με μια ελαφρότητα που δεν με φοβίζει».
Σαν να έχετε μαλακώσει ως άνθρωπος;
«Ημουν νεότερος, τώρα είμαι μεγαλύτερος. Τόσο απλά. Σε αυτόν που θα μου έλεγε, «έλα τώρα, μας κάνεις τον καλό», θα έλεγα: Οχι, κύριοι. Εχω πλήρη γνώση των αρνητικών, του μαύρου, των αδιεξόδων και της έλλειψης νοήματος, αλλά η φτιαξιά μου να θέλω να το γυρνάω σε κάτι φωτεινό και θετικό είναι αληθινή – και ας είναι πολύ δύσκολο».
Επιστρέφετε για δεύτερη χρονιά στον «Φάρο». Σας αρέσουν οι επαναλήψεις;
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι υπέρ της επανάληψης, λιγότεροι κατά. Οπως μου έχει πει ο Κάρολος Παυλάκης, όταν μια παράσταση πάει καλά, είναι σωστό απέναντι στο κοινό να τη συνεχίσεις. Από την άλλη, επειδή οι παραστάσεις που κάνω σημαίνουν πολλά για μένα, το γεγονός ότι τις ξανακάνουμε με ευχαριστεί, όπως χαίρομαι να κρατιέται η παράσταση για δύο σεζόν σε πολύ υψηλό επίπεδο ερμηνείας. Είναι μια σημαντική σπουδή για εμάς. Επιπλέον, μου επιτρέπει να έχω περισσότερο χρόνο για να επιλέξω το επόμενο».
Τι σας γοητεύει ακόμη στον «Φάρο»;
«Το ίδιο το έργο, η γραφή του, αυτός ο νατουραλισμός να παρουσιάσει τους ήρωες μέσα από την κλειδαρότρυπα, άνθρωποι που πολύ γρήγορα μπορείς να αγαπήσεις: Ανώριμοι, αδύναμοι, παιδιά, μπουρδολόγοι. Ο «Φάρος» είναι μια παραβολή, ένα παραμύθι. Με συγκινεί η δυνατότητα αυτών των ανθρώπων να υπάρξουν, να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία, να σηκώσουν τα λάθη τους και να προχωρήσουν».
Σκηνοθετείτε από ανάγκη ή από επαγγελματική υποχρέωση;
«Θέλοντας να είμαι ειλικρινής, θα πω ότι αυτή είναι η δουλειά μου, να ανεβάζω έργα. Με συγκινεί ο Γούντι Αλεν που κάνει κάθε χρόνο μια ταινία, γιατί κάνει τη δουλειά του. Αν δεις τη δουλειά σου υπό αυτό το πρίσμα, σε καθαρίζει κάπως από το βάρος να πεις κάθε φορά κάτι βαθυστόχαστο και να ξεπεράσεις, αν όχι τους άλλους, σίγουρα τον εαυτό σου. Γεμίζεις από υποχρεώσεις που σε βαραίνουν. Ενώ αν σκεφτείς ότι αυτή είναι η δουλειά σου, και μάλιστα μια δουλειά που σου αρέσει και ελπίζεις να της αρέσεις κι εσύ, ησυχάζεις. Αυτό λέω στον εαυτό μου, για να μην τρελαίνομαι, αλλά είναι η μισή μου αλήθεια».
Και η άλλη μισή;
«Οτι με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό που κάνω, το διαλέγω προσεκτικά, συνδέομαι. Παράλληλα αναρωτιέμαι τι έχω να πω, αν έχω κάτι να πω, μήπως και δεν είμαι αρκετά βαθύς, μήπως τέλειωσε η τύχη μου με το προηγούμενο. Κι αυτό έχει να κάνει πρώτα με το τι έχω να πω εγώ και μετά με την ανταπόκριση, την επιτυχία. Η αγωνία μου είναι γνήσια. Οπως και η αίσθηση ότι μέχρι εδώ ήταν. Αρκετά κορόιδεψες, αρκετά ως τώρα. Αυτός είναι ένας διαβολάκος που έρχεται τα βράδια. Και δεν τον θέλω. Γι’ αυτό και προετοιμάζομαι πάρα πολύ πριν. Η καλή παράσταση και η κακή παράσταση έχουν τον ίδιο χρόνο προετοιμασίας, το ίδιο ταλέντο ξοδεύτηκε. Μια παράσταση μπορεί να πάει, κι ας μην πέτυχα εγώ αυτό που ήθελα – ή το ανάποδο. Γι’ αυτό και για μένα έχει σημασία τι κατάφερα να κάνω, και σ’ αυτό αισθάνομαι πάντα ανίδεος».
Σκηνοθέτης ή ηθοποιός;
«Δεν ξέρω αν με πάει ο δρόμος μου περισσότερο στη σκηνοθεσία, αλλά ομολογώ ότι είναι αυτό που με διεγείρει και με ευχαριστεί, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα κάτι. Το κάτω από τη σκηνή με κρατάει στις μύτες των ποδιών μου από την αρχή που θα σκεφτώ ένα έργο, για τις ιδέες του, για το πώς θα πραγματοποιηθεί. Είναι μια διαδικασία που κρατάει για κάθε έργο εννέα μήνες σχεδόν, σαν γέννα. Αν πάντως κάποιος με έβαζε στο δίλημμα – κάτι που δεν θα ήθελα, θα επέλεγα το κάτω από τη σκηνή. Στη σκηνοθεσία έχεις τη δυνατότητα να πεις την ιστορία πλήρως, να φτιάξεις ένα πλήρες σύμπαν και να μιλήσεις για τον τρόπο που βλέπεις εσύ τον κόσμο. Και αυτό με γοητεύει».
Γιατί τελικά ασχολείσθε με την τέχνη;
«Αν έχει μια χρησιμότητα η τέχνη, πέραν της αισθητικής απόλαυσης, είναι να δίνει ένα νόημα στο χάος, να το οργανώνει, να το βάζει σε μια τάξη. Και να λειτουργεί ως παυσίλυπον, να μπορεί να σε φωτίσει. Η τέχνη τού ύστερου 20ού αιώνα σε πολύ μεγάλο βαθμό ήταν μια τέχνη μαύρη. Οτι η ζωή είναι μάταιη, ότι δεν έχει νόημα. Ποια είναι η χρησιμότητα να βλέπουμε έτσι τον κόσμο; Η τέχνη δίνει ένα νόημα. Μια ψυχική ανάγκη. Κάποτε μπορεί να την ασκούσε η θρησκεία, η κάθε θρησκεία. Τώρα την ασκεί ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και η τέχνη. Ελλείψει θρησκευτικότητας στη δική μου ζωή, η τέχνη αντικαθιστά τη χρησιμότητα της θρησκευτικότητας».
Κλείνοντας, ένα σχόλιο για την επιστροφή τού «Λόγω τιμής».
«Με συγκίνησε η μεγάλη ανταπόκριση. Είδα την προσμονή του κόσμου, όπως είδα και την ανάγκη του όχι για το καλό σίριαλ, αλλά για να του επιστραφεί η νεότητά του. Να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Και αυτό δεν γίνεται. Νομίζω ότι τότε δεν καταλάβαινα το νόημα του στίχου «χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνον τρόπο να κοιτάνε». Τώρα που μεγαλώσαμε, παραμείναμε φίλοι, κάναμε παιδιά, κατάλαβα την απόλυτη σημασία του. Κι ελπίζω να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η σειρά».