Πόσα πράγματα μπορούν να αναδειχτούν για τη ζωή, τον πολιτισμό και την καθημερινότητα ενός τόπου απλά και μόνο καταγράφοντας τη γαστρονομία του; Από τα πιο απλά, που είναι τα γλυκά τα οποία μοιράζονται στους γάμους και στις βαπτίσεις, τα πρόσφορα που ετοιμάζονται για τις θρησκευτικές γιορτές και τα πανηγύρια, μέχρι την κοινωνικο-οικονομική θέση της γυναίκας και τα πολιτικά αλισβερίσια.
Είναι αυτό που κατορθώνει να αναδείξει ο Γιώργος Πίττας μέσα από το καινούργιο του βιβλίο (το 10ο κατά σειρά), με τίτλο «Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν… Η γαστρονομία της Σκιάθου με το βλέμμα του Παπαδιαμάντη».
Μέσα από 300 κείμενα, τα οποία αντλήθηκαν από 90 διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο συγγραφέας και ερευνητής της ελληνικής γαστρονομίας κάνει μια ενδελεχή καταγραφή της σκιαθίτικης γαστρονομικής παράδοσης και κουλτούρας, έτσι όπως αποτυπώνεται στο έργο του κορυφαίου έλληνα λογοτέχνη, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από το νησί.
Μαζί με τις πρώτες ύλες και τους θησαυρούς της Σκιάθου, διαβάζουμε για τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων, των βαρκάρηδων και των αγροτών, των βοσκών, των φουρναραίων και των μπακάληδων, συμμετέχουμε νοερά στις μεγάλες γιορτές και φανταζόμαστε (όσοι δεν έχουμε επισκεφθεί τη Σκιάθο) τη χλωρίδα και την πανίδα του καταπράσινου νησιού των Βόρειων Σποράδων, τα ήθη και τα έθιμα, ενώ στο τέλος του βιβλίου βρίσκουμε κι ένα λεξικό με 600 λήμματα σχετικά με τη γαστρονομία, καθώς και ένα γλωσσάρι με 200 σκιαθίτικες λέξεις.
Και επειδή κάθε βιβλίο αποτελεί «τροφή για σκέψη» και συζήτηση, μιλήσαμε με τον συγγραφέα για την προσωπική του διαδρομή, τον λόγο που επέλεξε να γράψει συγκεκριμένα για τη Σκιάθο και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τη σημασία της γαστρονομίας στον πολιτισμό μας, αλλά και για τα ταξίδια που έχει κάνει προς αναζήτηση και καταγραφή των διατροφικών συνηθειών των Ελλήνων σε κάθε χωριό, πόλη και νησί.
Πότε ξεκίνησε η προσωπική σας διαδρομή στον κόσμο της γαστρονομίας ως δημοσιογράφου γεύσης; Κατ’ αρχάς, ταυτίζεστε με αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Από τα νεανικά μου χρόνια ήμουν θαμώνας στα κουτουκάκια, στις ταβέρνες, στα επαρχιακά καφενεία και στα πανηγύρια του Αιγαίου. Αργότερα, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Παρίσι, τέλος της δεκαετίας του ’70, ανακάλυψα ότι όλα αυτά που μου έδιναν μεγάλη χαρά, είχαν και ένα θεωρητικό ενδιαφέρον, αφού αφορούσαν τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής του Ελληνα. Από τότε άρχισα να συλλέγω υλικό καταγράφοντάς τα μεθοδικά.
Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα εξέδωσα τα: Σημάδια του Αιγαίου (2007), Αθηναϊκή Ταβέρνα (2009), Πανηγύρια στο Αιγαίο (2011), Καφενεία της Ελλάδας (2013), βιβλία σε πεδία έρευνας σχεδόν παρθένα, οπόταν αντιμετωπίστηκα ως ερευνητής της γαστρονομίας, με επίκεντρο τους δημόσιους χώρους γαστρονομίας.
Η πιο συστηματική εμπλοκή μου με τη γαστρονομία έγινε την περίοδο 2010-2018, όταν ως μέλος του ΔΣ του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος και επικεφαλής του προγράμματος Ελληνικό Πρωινό (Greek Breakfast) επισκέφθηκα 40 προορισμούς της χώρας με σκοπό να εντοπίσω τα τοπικά προϊόντα και τα εδέσματα εντάσσοντάς τα στην ξενοδοχειακή εστίαση με σκοπό να προβληθεί ο πλούτος της ελληνικής γαστρονομίας στους επισκέπτες της χώρας.
Από το 2015 με την ιστοσελίδα μου greekgastronomyguide.gr καταγράφω τους γαστρονομικούς προορισμούς της Ελλάδας αναδεικνύοντας τους πρωταγωνιστές της (προϊόντα, παραγωγούς, εδέσματα, εστίαση) και από το 2018 με τις Γαστρονομικές Κοινότητες (ένα πρόγραμμα που έχει ως στόχο να φέρει κοντά τους επαγγελματίες του ευρύτερου τομέα της γαστρονομίας ώστε να αναδειχθεί η γαστρονομική ταυτότητα κάθε τόπου) επιχειρώ να διαμορφώσω τη γαστρονομική τους ταυτότητα.
Αποτελεί η γαστρονομία κομμάτι του πολιτισμού μιας χώρας;
Σύμφωνα με τον πληρέστερο ορισμό που έδωσε ο διάσημος γάλλος γαστρονόμος του 18ου αιώνα Μπριγιά-Σαβαρέν, γαστρονομία είναι «η βαθιά γνώση όλων όσα αφορούν τη διατροφή του ανθρώπου».
Ακολουθώντας αυτόν τον ορισμό αποδεσμεύουμε τον όρο γαστρονομία από τις γαστριμαργικές απολαύσεις και τις τεχνικές μαγειρικής, και αποδεχόμαστε ότι η γαστρονομία περιλαμβάνει επίσης όλες τις δραστηριότητες του ανθρώπου για την εξασφάλιση της τροφής του, τους τρόπους επεξεργασίας και συντήρησης των τροφών, τις τέχνες για τη δημιουργία εργαλείων, σκευών και οικοδομημάτων που χρησιμεύουν στην επεξεργασία, συντήρηση και μεταφορά τροφίμων, και όλα αυτά τοποθετημένα σε ένα πλαίσιο τελετουργικών εκδηλώσεων, ηθών, εθίμων.
Για αυτόν τον λόγο η γαστρονομία μπορεί να μας γνωρίσει με τον καλύτερο τρόπο τον πολιτισμό της καθημερινότητας κάθε τόπου.
Γιατί επιλέξατε τη Σκιάθο και το έργο του Παπαδιαμάντη για το βιβλίο σας;
Η Σκιάθος λόγω της τουριστικής της ανάπτυξης είχε μία θολή γαστρονομική ταυτότητα. Η προσφυγή μου στον Παπαδιαμάντη και η ανακάλυψη του «γαστρονομικού πλούτου» του έργου του προήλθε από την προσπάθεια να εντοπίσω στα γραφόμενά του πηγές που θα με οδηγούσαν σε στοιχεία, τα οποία αποκαλύπτουν τη γαστρονομία της Σκιάθου. Διαβάζοντας τα διηγήματα του μεγάλου Σκιαθίτη ανακάλυψα την καθημερινή ζωή, τις διατροφικές συνήθειες του νησιού του, αλλά και τις συνταγές παρασκευής των τοπικών εδεσμάτων.
Ο Παπαδιαμάντης με τον τρόπο που προσεγγίζει τη φύση, τους ανθρώπους, τη ζωή και τη γαστρονομία του νησιού του, θέτει τις αξίες του ενώπιον της σημερινής γαστρονομίας της σπατάλης και της αλαζονείας, που βρίσκεται στον αντίποδα της αθωότητας, της απλότητας, της ταπεινότητας του κόσμου του μεγάλου Σκιαθίτη.
Εχετε ταξιδέψει σε ολόκληρη την Ελλάδα ανακαλύπτοντάς την μέσα από την γαστρονομία. Ποιος άλλος προορισμός έχει για εσάς ειδικό βάρος και ενδιαφέρον; Ποια άλλη προσωπικότητα;
Κάθε τόπος έχει τη γεωγραφική του ιδιαιτερότητα, την ιστορία του, τα προϊόντα του και τη γαστρονομία του. Κάποιες περιοχές είναι περισσότερο προνομιούχες (Κρήτη, Κέρκυρα, Λέσβος, Καλαμάτα, Πήλιο) και άλλες λιγότερο, αλλά όλες έχουν τον γαστρονομικό τους πολιτισμό. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι το κατά πόσο έχουν ασχοληθεί με την ανάδειξή του και τη χρησιμοποίησή του ως ένα όπλο διαμόρφωσης της πολιτισμικής και τουριστικής ταυτότητας του τόπου τους.
Προσωπικότητα όπως αυτή του αείμνηστου Γιώργου Χατζηγιαννάκη, που τη δεκαετία του 1980 στη Σαντορίνη αφύπνισε και ανέδειξε την τοπική κουζίνα δημιουργώντας ένα πρότυπο σε όλες τις Κυκλάδες, και ως πρωτοπόρα συλλογική προσπάθεια τα Τinos food paths. Οπως ο Mάιος του ’68 στο Παρίσι ήταν η επανάσταση των νέων απέναντι στην εξουσία και στην καταναλωτική ζωή, το κίνημα των νέων μαγείρων-καταστηματαρχών της Τήνου, που αγκαλιάστηκε τόσο από την τοπική κοινωνία όσο και από όλους τους Κυκλαδίτες, ανέδειξε τη δυναμική των συλλογικοτήτων στην ανάδειξη της γαστρονομικής ταυτότητας του τόπου τους.
Οι εκδηλώσεις, τα δρώμενα και οι γευσιγνωσίες, που γίνονταν κάθε Μάιο στην Τήνο από το 2015 έως το 2019, είχαν μοναδικές ποιότητες ιδεών και πράξεων και θεωρώ ότι ήταν οι πιο αυθεντικές και ηρωικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής γαστρονομίας.
Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σας;
Το βιβλίο μου θα επιθυμούσα να έχει πολλαπλούς αποδέκτες. Τους φίλους του Παπαδιαμάντη, τους φίλους της γαστρονομίας, αλλά και τους σεφ που θα γνωρίσουν την αυθεντική ζωή της Σκιάθου και τη σκιαθίτικη γαστρονομία. Μα πάνω από όλα θα ευχόμουν να αγκαλιαστεί από ευρύτερο κοινό, που θα ανακαλύψει τη μαγεία των περιγραφών του, καθώς ο ήρεμος και βαθύτατα παρηγορητικός λόγος του μεγάλου Σκιαθίτη λειτουργεί ως ισχυρό ψυχικό αντίβαρο απέναντι στον σημερινό κόσμο που έχει απομαγέψει τα πάντα.