Το πρώτο πράγμα που σε «χτυπάει» στο πρόσωπο όταν μπαίνεις στην έκθεση που είναι αφιερωμένη στη Νατάλια Γκοντσάροβα (1881-1962) στην Tate Modern είναι το χρώμα. Το έντονο, διαπεραστικό χρώμα που υπάρχει στα ρωσικά υφάσματα και υφαντά της λαϊκής τέχνης και σε όλο το φολκλόρ που είναι στερεοτυπικά συνδεδεμένο με την αχανή χώρα της Ρωσίας. Η Νατάλια Γκοντσάροβα, άλλη μία από τις παραγνωρισμένες καλλιτέχνιδες που έχει βάλει στόχο να μας συστήσει η Tate Modern μέσα από το πρόγραμμά της, υπήρξε μέλος της Ρωσικής Πρωτοπορίας πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η πρώτη καλλιτέχνις για την οποία διοργανώθηκε ατομική έκθεση στη Ρωσία, συγκεκριμένα στο Mikhailova Art Salon στη Μόσχα, όπου εκείνη παρουσίασε περί τα 800 έργα. Βέβαια, ο ρωσικός μοντερνισμός της Γκοντσάροβα δεν έχει σχέση με τις εικόνες που έρχονται στο μυαλό όταν ακούμε τις συγκεκριμένες λέξεις, όπως για παράδειγμα οι πίνακες του ηγέτη του κονστρουκτιβισμού και σουπρεματισμού Καζιμίρ Μάλεβιτς. Εκείνη όμως, μαζί με τον σύντροφό της Μιχαήλ Λαριόνοφ, επηρέασε καθοριστικά τη δουλειά του. Απλώς, η αφαίρεση της Γκοντσάροβα δεν έχασε ποτέ τον στιβαρό, αφηγηματικό ιστό της ή την επαφή της με το couleur locale της χώρας της.
Οταν η Ρωσική Επανάσταση του 1917 τη βρήκε στο Παρίσι όπου είχε μεταβεί δύο χρόνια νωρίτερα έπειτα από πρόσκληση του συμπατριώτη της Σεργκέι Ντιαγκίλεφ προκειμένου να συνεργαστεί μαζί του ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος στις παραστάσεις των περίφημων Ρωσικών Μπαλέτων του, η Γκοντσάροβα δεν γύρισε ξανά πίσω. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως στην έκθεση της Tate Modern, την πρώτη αναδρομική της που διοργανώνεται ποτέ στη Μεγάλη Βρετανία με περίπου 170 έργα-δάνεια από συλλογές όπως της Κρατικής Πινακοθήκης Τρετιακόφ, δεν εγκατέλειψε ποτέ τις βασικές αρχές της αισθητικής που συνδέονταν με την εθνική της ταυτότητα. Από το πλουμιστό «Αυτοπορτρέτο με κίτρινα κρίνα» (1907-08) όπου ζωγραφίζει τον εαυτό της ως μια ροδαλή Ρωσίδα το δίχως άλλο αναζωογονημένη από τον καθαρό αέρα της εξοχής και της Τούλα όπου είχε γεννηθεί και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της, ως τη λιτή ασπρόμαυρη φωτογραφία που την τράβηξε ο Αλεξάντερ Λίμπερμαν γύρω στο 1960 στη σκάλα του κτιρίου όπου διέμενε στην οδό Jacques Callot στο Παρίσι, η Γκοντσάροβα υπήρξε μια περήφανη Ρωσίδα η οποία είχε προσπαθήσει να προσεταιριστεί την πρωτοπορία του Παρισιού σε ένα σλαβικών αποχρώσεων ιδίωμα. Και σταθερά στην τέχνη της όπως και στη νέα της πατρίδα η στάση της απέναντι στη Δύση και στον πολιτισμό της ήταν μια αφ’ υψηλού αποδοχή των επιτευγμάτων της. Δύσκολα αποβάλλεται η περηφάνια για την καταγωγή από μια οικογένεια πτωχευμένων ευγενών οι οποίοι μάλιστα είχαν το ίδιο αίμα με τον Πούσκιν, αλλά και η επίγνωση ότι είχε ζήσει μια ζωή ως διανοούμενη κοσμοπολίτισσα η οποία έπαιξε έναν ζωτικό (αν και μικρό) ρόλο στην Ιστορία της Τέχνης.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.