Μια συζήτηση με τον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο -σκηνοθέτη του δημοφιλούς ντοκιμαντέρ «Ο κόκκινος δάσκαλος» (2024)-, η οποία εστιάζει στο κινηματογραφικό πρόσωπο της Επανάστασης του 1821 και έχει ως αφορμή την ταινία «1821 – Ανεμος ελευθερίας» (2021) του ιδίου: έναν συγκερασμό μυθοπλασίας – ντοκουμέντων που αναφέρεται στη δράση των Φιλικών στην προεπαναστατική Πελοπόννησο αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Η εν λόγω ταινία είναι μια από τις τελευταίες μέχρι σήμερα σχετικές με την Επανάσταση του ’21 που έχουν γυριστεί στη χώρα μας.

Οταν αποφασίσατε να γυρίσετε την ταινία «1821 – Ανεμος ελευθερίας», πού στοχεύατε κατά κύριο λόγο;

«Η Επανάσταση του 1821 στάθηκε πηγή έμπνευσης για τη γραφίδα, τη σμίλη και τον χρωστήρα, το θέατρο, το μέλος και την όρχηση. Δεν θα μπορούσε και ο κινηματογράφος να λείπει από αυτή τη συνάντηση. Θέλησα κι εγώ λοιπόν, με οδηγό τα σύγχρονα πορίσματα της ιστορικής έρευνας που συνεχώς εξελίσσεται και αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της τέχνης του κινηματογράφου, να μιλήσω για την περιπέτεια της Επανάστασης, το μεγαλείο των ανθρώπων της και τις ωδίνες της Ιστορίας σε μια εποχή που γέννησε τον κόσμο της νεωτερικότητας βγάζοντας την ανθρωπότητα από το σκοτάδι».

Γιατί το κάνατε συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ;

«Επιστήμη και Τέχνη στο πέρασμα του χρόνου συντόνισαν τον βηματισμό τους – άλλοτε συγκλίνοντας και άλλοτε αποκλίνοντας. Μαζί  συνδιαμόρφωσαν πεποιθήσεις και ταυτοτικές αντιλήψεις του νέου έθνους. Προφανώς αυτή η συναντίληψη δεν είναι κάτι το παγιωμένο και αμετάβλητο. Κάθε γενιά στοχάζεται και αναστοχάζεται με τη σειρά της πάνω σε αυτό το κομβικό σημείο της Ιστορίας και κάθε εποχή, ανάλογα με τα ιδεολογικά προτάγματα της περιόδου, εγκιβωτίζει διαφορετικά μνήμη και Ιστορία. Ο συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ κρίθηκε σαν ο πλέον λειτουργικός για να ενσωματώσει στην ταινία τις αιτιακές σχέσεις της ιστορικής έρευνας αλλά και την αφήγηση της μυθιστορίας, τα ντοκουμέντα της Ιστορίας αλλά και τους ήρωες της μυθοπλασίας».

Ξαναβλέποντας σήμερα την ταινία σας, θεωρείτε ότι οι αρχικοί σας στόχοι επιτεύχθηκαν; Υπήρξαν τελικά συμβιβασμοί που έπρεπε να κάνετε για τους οποίους σήμερα μετανιώνετε;

«Κοιτάζοντας σήμερα την ολοκληρωμένη ταινία, ναι, θα έλεγα πως το εγχείρημα αποδείχθηκε τελέσφορο. Να διευκρινίσω όμως πως μιλώ για την απόσταση που διανύθηκε από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την προβολή στη σκοτεινή αίθουσα. Νομίζω επίσης πως δόθηκε η δυνατότητα στο κοινό να έχει εικόνα από μια σχετικά άγνωστη εποχή – αναφέρομαι στην προεπαναστατική περίοδο – και επιπλέον τέθηκαν μέσα από μια σύγχρονη οπτική παλιά και νέα επίδικα της Επανάστασης».

Είσαστε ικανοποιημένος από την πορεία της ταινίας στις αίθουσες;

«Είχαμε σημαντική απόκλιση στην ανταπόκριση του κόσμου γιατί η ταινία διανεμήθηκε εν μέσω πανδημίας και την είδε ένας περιορισμένος αριθμός θεατών. Δουλεύει πάντως σε βάθος χρόνου. Την προβάλλουν λέσχες, σχολεία, πανεπιστήμια και στο εξωτερικό. Αυτές τις μέρες μάλιστα μια ομάδα μαθητών από ένα Γυμνάσιο στην Τρίπολη, που μελέτησε μαζί με την καθηγήτριά τους σε τέσσερα μαθήματα την ταινία, θα την παρουσιάσει στις 26 Μαρτίου στον κινηματογράφο της πόλης με ελεύθερη είσοδο και θα μιλήσουν τα παιδιά για την ταινία».

Επομένως τι συμπεράσματα βγάζετε;

«Είναι κάτι πολύ ευχάριστο και παρήγορο που αμβλύνει την πίκρα των όποιων συμβιβασμών αναγκάστηκες να κάνεις αλλά συνάμα και εξαιρετικά ελπιδοφόρο όταν βλέπεις να φεύγει από τα χέρια σου το «δημιούργημά» σου και να γίνεται κτήμα άλλων ανθρώπων και μάλιστα με έναν εξίσου αν όχι και πιο δημιουργικό τρόπο, πυροδοτώντας σκέψεις και αισθήματα ιδιαίτερα σε μια γενιά που έρχεται να εποικίσει το αύριο».

Πώς αντιλαμβανόμαστε τα επίδικα στην περίπτωση του 1821;

«Αρκεί να αναφέρουμε ερωτήματα του τύπου: Ηταν εθνική ή κοινωνική η Επανάσταση; Η Εκκλησία και οι προύχοντες τη στήριξαν ή σύρθηκαν εξ ανάγκης; Ρωμιός, Γραικός ή Ελλην; Γι’ αυτό καλό είναι πάντα να έχουμε κατά νου τη Σολωμική ρήση, εθνικόν το αληθές».

Ως κινηματογραφιστής θεωρείτε ότι η συγκεκριμένη περίοδος που σχετίζεται με την Επανάσταση του 1821 έχει «αναγνωστεί» επιτυχημένα από τον ελληνικό κινηματογράφο;

«Ελάχιστα τα δείγματα και στην πλειονότητά τους άτεχνα, ηθογραφικά μελοδράματα. Αν και τα έργα ξεκινούν από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, είναι ζήτημα αν μέχρι σήμερα οι ταινίες για το 1821 υπερβαίνουν τα δάχτυλα των δύο χεριών – αφήνω απ’ έξω κάποια βουκολικά ειδύλλια. Οι μισές σχεδόν παραγωγές, δυστυχώς, έγιναν μέσα στη χούντα στην επέτειο των 150 χρόνων από την Επανάσταση. Ταινίες της πάλλευκης φουστανέλας, πομπώδεις και απόλυτα παραδομένες στην ομηρεία ενός «εθνωφελούς» ιδεολογήματος που διατυμπάνιζε τότε η στρατιωτική δικτατορία».

Ποιες ελληνικές ταινίες που έχουν γυριστεί γύρω από εκείνη την εποχή θεωρείτε περισσότερο αντιπροσωπευτικές και για ποιον λόγο;

«Θα μιλήσω για τρεις ταινίες που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται στην Επανάσταση. Το «Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» του Νίκου Κούνδουρου, ταινία που προσπαθεί μέσα από τη γνωστή εικαστική φροντίδα του δημιουργού της να αρθρώσει μια ενδιαφέρουσα αισθητική πρόταση. Ο «Καπετάν Μεϊντάνος» του Δήμου Θέου όπου, με αφορμή τον βίο ενός κλεφταρματολού των Αγράφων στην προεπαναστατική περίοδο, αναπτύσσεται μια προβληματική πάνω στις δυνατότητες και τα όρια της αναπαράστασης, ιδιαίτερα για πρόσωπα που βρίσκονται στην αχλή  του μύθου – δύσκολο εγχείρημα για ένα έργο που προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από τον δοκιμιακό λόγο. Kαι «Τον καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη γύρω από τη σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας, δίλημμα που επιτακτικά μπαίνει στο νεότευκτο ελληνικό κράτος».

Μιλώντας γενικότερα για τον κινηματογράφο εποχής, πιστεύετε ότι κάθε κινηματογραφική επιστροφή στο παρελθόν μέσω της  μυθοπλασίας ελλοχεύει κινδύνους; Και αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;

«Είμαστε μια χώρα της περιφέρειας, μια μικρή αγορά και τα κονδύλια που επενδύονται στον κινηματογράφο είναι ελάχιστα. Οι ταινίες εποχής είναι πολυδάπανες και όταν με πενιχρά μέσα θέλεις να βαδίσεις στα χνάρια θεαματικών υπερπαραγωγών καταλήγεις σε μίζερες απομιμήσεις που και την Ιστορία παραμορφώνουν αλλά και τον κινηματογράφο ευτελίζουν. Και ας μη μιλήσουμε για τον χώρο. Ασελγήσαμε ασύστολα πάνω στα ιστορικά τοπία. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν χώροι για γύρισμα εποχής. Ούτε κατά διάνοια στο αστικό τοπίο, αλλά και το φυσικό τοπίο παραδίδεται αμαχητί και με ταχύτατους ρυθμούς στην «αξιοποίηση». Στην Ελλάδα βρίσκεις πια μόνο καρτ ποστάλ και τα τσολιαδάκια made in China στη θέση των αγνών  και άδολων ποιμένων της Αρκαδίας».